Η λαίλαπα της αποβιομηχάνισης ολόκληρων περιοχών ξερίζωσε από τα σπίτια τους χιλιάδες εργάτες, που αναζητούν το μεροκάματο στο δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης. Από τις στοές των μεταλλείων του "Σκαλιστήρη", στις στοές του μετρό στην Αθήνα
Το "σήμερα" δύσκολο και το "αύριο" κάτι παραπάνω από αβέβαιο. Οσο για το "χτες", αρκεί να αναφέρουμε ότι προέρχονται από περιοχές που "σαρώθηκαν" από τον τυφώνα της αποβιομηχάνισης. Εργάτες από το Λαύριο, το Μαντούδι, την Πάτρα, εκατοντάδες από κάθε γωνιά της χώρας, που είδαν τα εργοστάσια να κλείνουν και τους εαυτούς τους να παίρνουν το δρόμο της αναζήτησης του μεροκάματου, διά της οδού της εσωτερικής μετανάστευσης προς την Αθήνα. Μόνοι τους πολλοί από αυτούς, μακριά από τις οικογένειές τους, με πολλές στερήσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν μια καλή ζωή για τα παιδιά τους. Ζουν και δουλεύουν, ελπίζοντας κάποια στιγμή να καταφέρουν να επιστρέψουν οριστικά στον τόπο τους.
Ενας απ' αυτούς είναι και ο Τ. Ζησίμος,απολυμένος από τα Μεταλλεία Παπαστρατή στο Μαντούδι κι εργάτης στην κατασκευή του μετρό τώρα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζει σε μια "τρύπα" στο κέντρο της Αθήνας, με λιγοστά έπιπλα, τα απολύτως απαραίτητα, ένα τραπέζι, δυο καρέκλες, λίγα μαγειρικά σκεύη και πάμπολλες φωτογραφίες της οικογένειάς του, της συζύγου και των τεσσάρων παιδιών του.
Η απουσία της οικογένειας γίνεται αμέσως αισθητή. Στην κρύα και μουντή γκαρσονιέρα, όλα φωνάζουν τη μοναξιά του. Η οικογένειά του παρέμεινε στο Σπαθάρι, ένα μικρό χωριό κοντά στο Μαντούδι. Ο ίδιος αναγκάστηκε να "ξεριζωθεί" μετά το κλείσιμο των Μεταλλείων και να αναζητήσει δουλιά στην πρωτεύουσα. Τώρα πια επισκέπτεται το σπίτι του δύο τρεις φορές το μήνα και η μεγαλύτερη επιθυμία του είναι να μπορούσε να βρει δουλιά και να γυρίσει οριστικά στον τόπο του.
"Αναγκάστηκα ξαφνικά στα 48 μου να εγκαταλείψω το σπίτι και την οικογένειά μου και να έρθω στην Αθήνα. Δεν είναι ό,τι ευκολότερο για έναν άνθρωπο που μεγάλωσε και έζησε στο χωριό", μας λέει. Του ζητάμε να μας μιλήσει για τότε που η πολιτική της αποβιομηχάνισης δεν είχε βάλει λουκέτο στα Μεταλλεία - "στα σπίτια και στις ζωές των ντόπιων", συμπληρώνει. "Περασμένα μεγαλεία - σημειώνει χαμογελώντας ειρωνικά - τι να πω για τότε, όταν είχαμε δουλιά δίπλα στην πόρτα μας, όταν εργάζονταν και οι γυναίκες μας ή ακόμα και τα μεγαλύτερα παιδιά μας. Η μοναδική ανησυχία μας ήταν ο εκσυγχρονισμός της εταιρίας, πώς να κερδίσουμε καλύτερα μεροκάματα και καλύτερες συνθήκες δουλιάς".
Ομως, τα πρώτα σύννεφα δεν άργησαν να φανούν στον ορίζοντα, ήταν, όπως τονίζει ο εργάτης: "Οταν άρχισαν να ακούγονται φήμες για απολύσεις. Μέσα σε μικρό διάστημα οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες: Απολύσεις, αναταραχή και ξαφνικά βρεθήκαμε στους δρόμους να παλεύουμε για να κρατήσουμε την εταιρία ανοιχτή. Παλέψαμε, απεργήσαμε, κλείσαμε δρόμους, αλλά η απόφαση των κυβερνώντων ήταν ήδη ειλημμένη. Μέσα σε λίγο καιρό οι κάτοικοι της περιοχής έχασαν τα πάντα, ο μοναδικός οικονομικός πνεύμονας της Βορειοκεντρικής Εύβοιας δε λειτουργούσε πια".
Ο Τ. Ζησίμος ήταν τότε μέλος της διοίκησης του Εργοστασιακού Σωματείου, στην πλειοψηφία του οποίου (ΠΑΣΚΕ) επιρρίπτει μεγάλο μέρος των ευθυνών για το "έγκλημα", όπως χαρακτηρίζει το κλείσιμο της επιχείρησης. "Είχαμε προειδοποιήσει - σημειώνει - για το τι επρόκειτο να συμβεί, γνωρίζαμε ότι αυτό που είχαν ως στόχο ήταν η αποβιομηχάνιση της περιοχής. Η αντεργατική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, η πολιτική της αποβιομηχάνισης δε γνώριζε από ανεργία, φτώχεια και πείνα. Γιατί σας λέω ότι σήμερα στην περιοχή μας υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε. Ωστόσο, η ΠΑΣΚΕ αρνήθηκε να αντιδράσει όσο είχαμε ακόμα περιθώρια, αντέδρασε όταν ήταν πολύ αργά, γι' αυτό πρέπει να αισθάνονται υπαίτιοι".
Ο Α. Χριστοδούλου είναι ένας ακόμα Μαντουδιανός, που έφυγε από το σπίτι του και εργάζεται στην κατασκευή του μετρό. Στοιβάζονται σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα στο κέντρο της Αθήνας, με έναν ακόμα συνάδελφό του, αλλά αυτός αισθάνεται λίγο πιο τυχερός, μια και όπως λέει "δεν έχω οικογένεια και τον ξεριζωμό, την ανεργία την αντέχεις πιο εύκολα όταν είσαι μόνος σου".
Ωστόσο σημειώνει ότι "η ζωή στην Αθήνα είναι δύσκολη, ακριβή και μοναχική, κι εγώ έχω αφήσει πίσω μου, μάνα, αδέρφια, φίλους και γνωστούς. Αφησα και το σπίτι μου μισοτελειωμένο, με κόπο κατάφερα να το χτίσω, βλέπετε τίποτα δε μου έλεγε τότε ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα έπρεπε να το εγκαταλείψω και τώρα ποιος ξέρει αν θα κατοικήσω εκεί ποτέ".
Ο συνάδελφός του - όπως τονίζει - είναι σε πιο άσχημη θέση, "μετράει κάθε δεκάρα να κόψει από παντού, για να στείλει στα παιδιά του. Δεν ξέρετε πώς είναι να βλέπεις την οικογένειά σου μια φορά το μήνα, να γυρνάς σε ένα άδειο και κρύο σπίτι, αν μπορείς να το πεις σπίτι, να μαγειρεύεις και να πλένεις".
"Τίποτα, μα τίποτα δεν είναι πια το ίδιο, συνεχίζει. Οι αρμόδιοι, που αποφάσισαν να κλείσουν την εταιρία, μας κατάντησαν χειρότερους κι από αλλοδαπούς στον ίδιο μας τον τόπο. Κι από ό,τι καταλαβαίνω όλο και πιο πολλοί θα οδηγούνται στη μετανάστευση, όσο δεν τους σταματάμε από το να κλείνουν τα εργοστάσιά μας. Ως πότε θα υπάρχει κόσμος που θα αφήνει τα σπίτια του και θα γυρνάει σαν την άδικη κατάρα; Εμείς δε θέλαμε να αφήσουμε τον τόπο μας, αλλά πώς να ζήσεις εκεί; Ομως ως πότε θα γυρνάμε εδώ και εκεί για το μεροκάματο;", καταλήγει με αγανάκτηση.
"Δεν υπάρχει μέρα που να μην αναρωτηθώ τι γυρεύω εδώ". Τα λόγια ανήκουν σε έναν ακόμα Ευβοιώτη, τον Β. Καραγκούνη,50 χρόνων, με δύο παιδιά, που είχε την ίδια τύχη με τους παραπάνω. Εργάζεται τρία χρόνια κι αυτός στο μετρό. Τα λόγια του χείμαρρος. Μας λέει για τους 300 περίπου συγχωριανούς του που άφησαν τα σπίτια τους και μετανάστευσαν στην Αθήνα, μας λέει για την αγωνία τους τι θα γίνει όταν τελειώσει το έργο, πού θα πάνε για μεροκάματο, μας λέει για την περιοχή του, που κατάντησε νεκρή ζώνη και για όσους έμειναν πίσω, οι οποίοι παλεύουν για να επιβιώσουν.
"Ολοι λέγανε ότι τα μεταλλεία έπρεπε να κλείσουν, τονίζει. Εμείς όμως ξέραμε ότι η ευβοιώτικη γη είχε πολύ ψωμί στα σπλάχνα της ακόμα. Ομως μας πετάξανε στο δρόμο. Οταν έκλεισε η εταιρία όλα ερήμωσαν, σταμάτησε η οικοδομή, η δουλιά στα μαγαζιά, η κίνηση και μετά ήρθε η αναζήτηση και καταλήξαμε εδώ, μετά θα πάμε κάπου αλλού. Ποιος ξέρει πού; Πάντως είναι μακριά η μέρα που θα μπορέσουμε να γυρίσουμε οριστικά στον τόπο μας, πολύ μακριά".
Συνεχίζει για τις ευθύνες των κυβερνήσεων "το λουκέτο ήταν προσχεδιασμένο. Αυτό το "έργο" ανήκει και στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ. Ο λαός της περιοχής δεν έχει ανάγκη από πρόωρες συντάξεις και σεμινάρια, έχει ανάγκη από δουλιά. Πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι χρειάζεται αγώνας για τις θέσεις εργασίας, όχι παρακάλια. Τώρα πούλησαν την εταιρία, απασχολεί 300 ανθρώπους πώς να ανασάνει η περιοχή; Ενας ιδιώτης κυνηγά το φθηνό μεροκάματο. Αν δεν υπάρξει έστω και τώρα αγώνας από όλους τους κατοίκους των επαρχιών που έχουν πληγεί, τότε θα χρειαστούν δύο μετρό στην Αθήνα για να μεταφέρουν τον κάθε εργάτη και αγρότη που θα μεταναστεύει".
Βάσω ΝΙΕΡΗ
Το Μαντούδι ερήμωσε μετά το κλείσιμο των μεταλλείων. Εκατοντάδες εργάτες πήραν το δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης
"Δεν υπάρχει μέρα, που να μην αναρωτηθώ τι γυρεύω εδώ", μας λέει ο Β. Καραγιάννης
"Εβαλαν λουκέτο στα σπίτια και τις ζωές των ντόπιων", σημειώνει ο Τ. Ζησιμάτος, μιλώντας για το κλείσιμο των Μεταλλείων Σκαλιστήρη