ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Μάρτη 2004
Σελ. /32
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ
Χρήμα μόνο στους ολίγους

Ο «ευρωμονόδρομος» των ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΝ ευνοεί και διογκώνει παραπέρα το μεγάλο κεφάλαιο

Eurokinissi

Στις 8 Μάρτη ο δικομματισμός θα ξεχάσει τη φετινή προεκλογική πλειοδοσία του για τις συντάξεις. Οπως ξέχασε και αυτή του 2000 (150-152 χιλ. δρχ. κατώτερη σύνταξη). Αλλωστε η ανάπτυξη που υπηρετεί (μαζί με τις παραφυάδες του) δεν προβλέπει στήριξη των εργαζομένων, των συνταξιούχων και των μικρομεσαίων. Ολες οι κεντρικές πολιτικές συμφωνίες, που έχουν κάνει στις Βρυξέλλες, προβλέπουν πάγια απλόχερη χρηματοδότηση μόνο της ολιγαρχίας. Αφθονο χρήμα και μέσα για να αυξάνει παραπέρα τα υπερκέρδη της. Και αναδιάρθρωση των συστημάτων εκπαίδευσης, προκειμένου να της παρέχονται οι εργαζόμενοι που χρειάζεται.

Αξονας εφαρμογής των προαναφερόμενων αποτελεί η λεγόμενη στρατηγική της Λισαβόνας. Καθορίστηκε ομόφωνα το 2000 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (συμμετέχουν οι αρχηγοί των κρατών - μελών και των κυβερνήσεών τους) και εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη - μέλη. Προωθεί την πλήρη ανατροπή ως το 2010 του μέχρι πρόσφατα υφιστάμενου ευρωπαϊκού «κοινωνικού μοντέλου». Θεσπίζει απάνθρωπη αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και παράταση του επαγγελματικού βίου μέχρι τα βαθιά γεράματα. Συνεχή κατάρτιση και επανακατάρτιση με βάση τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου και φυσικά ίδια έξοδα, προκειμένου να εξασφαλίσεις μια θέση περιορισμένης διάρκειας και με χαμηλότατες απολαβές. Σύνταξη πείνας, ελάχιστες παροχές Υγείας και άλλα πολλά ακόμα.

Η Κομισιόν υποβάλλει ετήσια Εκθεση προς το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο συνέρχεται κάθε χρόνο το Μάρτη (φέτος στις 26 του μήνα) για να εξετάσει την πρόοδο εφαρμογής των αντιλαϊκών κατευθύνσεων που δόθηκαν με τη στρατηγική. Ο «Ρ» παρουσιάζει τη φετινή της, τέταρτη κατά σειρά, Εκθεση.

«Να τους δώσουμε να επενδύσουν...»

Η Κομισιόν προτάσσει τον παράγοντα «επενδύσεις» ως κύριο μέσο «ανάπτυξης»: «Οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται σε όλους γενικά τους τομείς αποτελούν κριτήριο νευραλγικής σημασίας για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές. Ομως, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων μειώθηκαν από 18,3% του ΑΕγχΠ το 2000 σε 17,2% το 2002. Η μείωση των επενδύσεων είναι επίσης αισθητή και στα νέα κράτη - μέλη, παρά το γεγονός ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις παραμένουν πολύ σημαντικές. Αντιπροσωπεύουν μεταξύ 1,5% του ΑΕγχΠ στη Λιθουανία και 5% στην Εσθονία».

Τουτέστιν οι μεγαλοκαρχαρίες και υπερκέρδη βγάζουν και δεν ξαναβάζουν χρήματα για επενδύσεις, ακόμα και για να βελτιώσουν τα μέσα παραγωγής που κατέχουν. Περιορίζονται στη μεγαλύτερη εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού, την καταλήστευση δημόσιων πόρων - πλουτοπαραγωγικών πηγών και την ιδιοποίηση μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, πρώην ιδιοκτησία του δημοσίου, μονάδων που κτίστηκαν με το χρήμα και το μόχθο του λαού. Από τη μια η κρίση στις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, από την άλλη οι απαιτήσεις για άρμεγμα κεφαλαίων από το δημόσιο, αλλά και για ένταση των αναδιαρθρώσεων προκειμένου να αυξάνεται η εκμετάλλευση, εμφανίζουν αυτή την εικόνα.

Η Κομισιόν επίσης διαπιστώνει: «Το ίδιο ισχύει και για τις δημόσιες επενδύσεις, η βαρύτητα των οποίων ως ποσοστό του ΑΕγχΠ - η οποία παρουσίασε πτωτική τάση στην Ενωση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 - πέφτει σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από εκείνα των ΗΠΑ (3,3% έναντι 2,4% το 2003). Αυτή η συνολική επιβράδυνση είναι ακόμη περισσότερο ανησυχητική, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι γίνεται εις βάρος των τομέων προτεραιότητας που προβλέπει η στρατηγική της Λισαβόνας: των σχεδίων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, όπως οι διεθνείς υποδομές δικτύων, και του τομέα της γνώσης (έρευνα, καινοτομία, εκπαίδευση, κατάρτιση)». Και τι προτείνει; «Στο πλαίσιο αυτό, η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη και το πρόγραμμα ταχείας έναρξης, που εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αντιπροσωπεύουν έναν σημαντικό κινητήριο μοχλό για την πραγματοποίηση επενδύσεων στους τομείς των υποδομών και της γνώσης».

Ειδικά το «Πρόγραμμα ταχείας έναρξης» περιλαμβάνει 54 «έτοιμα για εκκίνηση» διασυνοριακά επενδυτικά σχέδια, τα οποία επιλέχτηκαν σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, έπειτα από αξιολόγηση των προτεραιοτήτων και των αναγκών (τους). Κατά βάση κοινοτικό (και άρα εθνικό, άρα χρήμα των φορολογουμένων), θα δοθεί σε δημόσιες επιχειρήσεις ή απ' ευθείας σε ιδιώτες για να κάνουν έργα που μετά θα εκμεταλλεύονται ιδιωτικοποιούμενες - πρώην δημόσιες επιχειρήσεις ή απ' ευθείας ιδιώτες, ή που γενικά θα συμφέρουν το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα σχέδια αυτά αφορούν: Εργα του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (δρόμοι και άλλες τέτοιες υποδομές για τη μεταφορά προϊόντων). Εργα στον τομέα της ιδιωτικοποιούμενης ενέργειας. Εργα για τα επίσης υπό ιδιωτικοποίηση ή ιδιωτικά κινητά επικοινωνιακά δίκτυα υψηλής ταχύτητας.

Επιπλέον 10 δισ. ετησίως

Συνολικά θα δίνονται 10 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2010. Τα 6 δισ. από την ΕΕ και από εθνικούς δημοσιονομικούς πόρους, ήτοι περίπου 0,05% του ΑΕγχΠ της Ενωσης και τα υπόλοιπα από ιδιώτες. Ωστόσο, η ιδιωτική χρηματοδότηση είναι κομμάτι «αμφίβολη». Η ίδια η Κομισιόν κομψά σημειώνει: «Για την ιδιωτική χρηματοδότηση απαιτούνται κανονιστικές μεταρρυθμίσεις και καινοτόμα χρηματοοικονομικά "εργαλεία", από τον προϋπολογισμό της ΕΚ και από τον όμιλο της ΕΤΕπ».

Ηδη 80

Αλλωστε από το 2000 μέχρι σήμερα διατέθηκαν από τα διαρθρωτικά ταμεία (χρήματα των Ευρωπαίων φορολογούμενων) περίπου 80 δισ. ευρώ για τους «στόχους της Λισαβόνας» (τις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου) για την υποστήριξη τριών βασικών τους στόχων: 20 δισ. ευρώ ως «επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο» (για να βγάλουν τους καταρτισμένους τεχνίτες που θέλουν), 22 δισ. ευρώ για «καινοτομία και επιχειρηματικότητα» (προκειμένου να αναπτύξουν «ανταγωνιστική» διεθνώς τεχνολογία) και 37 δισ. ευρώ. για «σύνδεση των διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών, ενέργειας και τηλεπικοινωνιών» (προκειμένου να αυξηθούν οι ταχύτητες μεταφοράς προϊόντων, ενεργειακών πόρων και των δοσοληψιών, αλλά και να βελτιωθούν τα δίκτυα τα οποία εκμεταλλεύονται πλέον ιδιώτες).

Κι άλλα 8 άμεσα

Μάλιστα πριν τα τέλη Μάρτη 2004 σχεδιάζουν να δώσουν επιπλέον 8 δισ. ευρώ κύρια στον τομέα των ευρυζωνικών υποδομών (τηλεπικοινωνίες). Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά η Κομισιόν, τα ευρυζωνικά επικοινωνιακά δίκτυα θα συμβάλουν «στην προώθηση των ηλεκτρονικών (online) υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας... τονώνοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική ανάπτυξη».


Κείμενα:
Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ


Τι εκπαίδευση θέλουν

Η Κομισιόν αγωνιώντας για το πώς θα αυξήσει την παραγωγικότητα στην ΕΕ, προκειμένου να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ - Κίνα - Ινδία (αυτούς κατονομάζει), ανησυχεί και για τον «όγκο των επενδύσεων στη γνώση». Κατ' αρχάς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν:

-- Η αναλογία των ενηλίκων ηλικίας 25 - 64 ετών που έχουν ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε από 55,4% το 1995 σε 64,6% το 2002. Για την κατηγορία των ατόμων ηλικίας 20-24 ετών, ο μέσος όρος των νέων κρατών - μελών είναι σαφώς ανώτερος από εκείνον της σημερινής Ενωσης (86% έναντι 73%). Προφανώς, κατάλοιπο του «ξορκιστέου» σοσιαλιστικού παρελθόντος.

-- Ο αριθμός των νέων που εγκαταλείπουν το σχολικό σύστημα χωρίς προσόντα (όπως τα προσδιορίζει η Κομισιόν) ανέρχεται σε 18,1% το 2003. Το ποσοστό της Πορτογαλίας ανήλθε στο 41,1%!

-- Η συμμετοχή των ενηλίκων στη «διά βίου εκπαίδευση και κατάρτιση» αυξήθηκε τα τελευταία έτη και έφτασε το 8,5% το 2002. «Ωστόσο, ο στόχος αύξησης του ποσοστού αυτού σε 12,5% έως το 2010 θα απαιτήσει πιο σημαντικές προσπάθειες, ιδίως μέσω κατάλληλων εθνικών στρατηγικών».

-- Το 17,2% των νεαρών Ευρωπαίων ηλικίας 15 ετών δεν κατέχουν τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα (ανάγνωση, γραφή και αριθμητική).

Αναδεικνύεται, λοιπόν, ξεκάθαρη η ανάγκη για αναπροσανατολισμό των κοινοτικών συστημάτων εκπαίδευσης και για στήριξή τους με κονδύλια. Ομως η Κομισιόν προκρίνει επενδύσεις στην εκπαίδευση, μόνο στους τομείς που συμφέρουν το μεγάλο κεφάλαιο:

«Αν οι σημερινές τάσεις διατηρηθούν, η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει μεγάλες ελλείψεις ερευνητικού προσωπικού υψηλής ειδίκευσης. Αν και ο αριθμός των ερευνητών στην Ενωση αυξήθηκε ελαφρά από 5,4 ανά 1.000 εργαζομένους το 1999 σε 5,7 το 2001, το επίπεδο αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από το επίπεδο των χωρών που βρίσκονται κοντά ή και πάνω από τον κοινοτικό στόχο για επενδύσεις ύψους 3% στην Ερευνα και Ανάπτυξη (ΗΠΑ 8,1/1.000, Ιαπωνία 9,1/1.000)».

Και σαφέστερα παρακάτω: «Η απλή άνοδος του συνολικού επιπέδου των επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο δεν είναι αρκετή: Είναι σαφής η ανάγκη για αποτελεσματικότερες επενδύσεις, δηλαδή για πραγματοποίηση των επενδύσεων σε εκείνους τους τομείς της εκπαίδευσης και της κατάρτισης οι οποίοι θα αποφέρουν τα σημαντικότερα οφέλη. Σχετικά με το θέμα αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε το Μάιο του 2003 επίπεδα αναφοράς για να διευκολύνει τη συγκροτημένη μεταρρύθμιση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ