ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Ιούνη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ανταγωνιστικότητα για ποιον;

Παρά τις διαβεβαιώσεις των κυβερνώντων ότι τα ελληνικά προϊόντα θα βρουν διέξοδο στη μεγάλη αγορά της ΕΟΚ (αρχικά) και στην ΟΝΕ (αργότερα) και τις σκληρές θυσίες που υποχρεώθηκαν οι εργαζόμενοι με τα «γαλαζοπράσινα» προγράμματα λιτότητας, η εισαγωγική διείσδυση ξεπέρασε το 50%

Παπαγεωργίου Βασίλης

Οταν έβαλαν την Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ το βασικό επιχείρημα των θιασωτών της ένταξης ήταν ότι η χώρα μας μπαίνει σε μια αγορά 300 εκατομμυρίων καταναλωτών. Οτι θα έχει εξασφαλισμένη τη διάθεση των προϊόντων της στη μεγάλη αυτή αγορά. Η εμπειρία έδειξε ότι η αγορά των 300 και πλέον εκατομμυρίων καταναλωτών αποδείχτηκε πολύ στενάχωρη για να απορροφήσει τα ελληνικά εμπορεύματα, ενώ, αντίθετα, η μικρή αγορά της Ελλάδας έχει κατακλυστεί από τα εμπορεύματα των ευρωπαϊκών κυρίως μονοπωλίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, η εισαγωγική διείσδυση (η αξία των εισαγωγών προς την αξία της συνολικής κατανάλωσης) στο τέλος του 1999 ανήλθε στο 50,6%. Με λίγα λόγια, το 50,6% της αξίας αυτών που καταναλώνουμε είναι ξένα εμπορεύματα.

Την ίδια παραπλανητική προπαγάνδα χρησιμοποίησαν και για την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Οι φαμφαρόνοι του «εκσυγχρονισμού» μάς έλεγαν ότι μπαίνουμε στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ, ότι η Ελλάδα θα συναποφασίζει μαζί με τις ισχυρές χώρες της Ευρώπης για όλα τα κρίσιμα θέματα της εποχής μας κλπ., κλπ. Και πράγματι συναποφασίζει για τα συμφέροντα της ολιγαρχίας.

Το ΚΚΕ είχε, βέβαια, προειδοποιήσει τον ελληνικό λαό, ότι η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ (αρχικά) και στην ΟΝΕ (στη συνέχεια) κάθε άλλο παρά θα είναι επωφελής για τα λαϊκά στρώματα. Πέρασαν μόνο λίγα χρόνια για να επιβεβαιωθούν πλήρως οι θέσεις των κομμουνιστών και να διαψευστούν τα κάθε είδους παπαγαλάκια που προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι η είσοδος στην ΟΝΕ είναι ωφέλιμη για το λαό, γι' αυτό και μονόδρομος, κάτι σαν φυσική νομοτέλεια. Πριν καλά καλά τελειώσουν οι πανηγυρισμοί για το κοινό νόμισμα, οι Ελληνες, και γενικότερα οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι, ήρθαν αντιμέτωποι με την οδυνηρή πραγματικότητα. Το ευρώ συνοδεύτηκε με κύματα ακρίβειας που έπληξαν τα λαϊκά στρώματα και με αντιδραστικές πολιτικές που οδηγούν σε ανατροπές στις αγορές εργασίας και στα δημόσια κοινωνικο-ασφαλιστικά συστήματα.

Ευρώ και καπιταλιστικός ανταγωνισμός

Η δημιουργία του κοινού νομίσματος, του ευρώ - το μεγάλο αυτό επίτευγμα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων που συμπυκνώνει όλο το εύρος των ασκούμενων αντιλαϊκών πολιτικών - από τη μια πλευρά είναι παράγοντας ενοποίησης των ευρωπαϊκών αγορών (όλοι πλέον συναλλάσσονται σε ευρώ), από την άλλη όμως πλευρά το κοινό νόμισμα αποτελεί παράγοντα όξυνσης των αντιθέσεων. Δηλαδή, διευρύνονται οι αντιθέσεις του κεφαλαίου και της εργασίας κατ' αρχάς, και ταυτόχρονα οι αντιθέσεις μεταξύ των ίδιων των κεφαλαιοκρατών. Αντιθέσεις τις οποίες επιχειρούν να ξεπεράσουν φυσικά σε βάρος των εργαζομένων, μέσω της προώθησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, με αιχμή του δόρατος τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και στα δημόσια συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Πρόνοιας.

Πώς διαγράφεται το σκηνικό σήμερα

Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ως σύνολο, έχει να αντιμετωπίσει τον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό, ο οποίος ακούει κυρίως στο όνομα αμερικανικά μονοπώλια. Για το σκοπό αυτό οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις το καλοκαίρι του 2000 στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας, χάραξαν τον φιλόδοξο στρατηγικό στόχο, να κάνουν την ευρωπαϊκή οικονομία μέχρι το 2010 την ισχυρότερη και ανταγωνιστικότερη του πλανήτη. Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της Λισαβόνας σηματοδοτούν την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, κυρίως μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, με στόχο βέβαια την κυριαρχία της παγκόσμιας αγοράς.

Και πώς θα μπορέσει η ευρωπαϊκή οικονομία να υπερισχύσει της αμερικανικής, με βάση τους διάφορους δείκτες που καταδεικνύουν τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας των διαφόρων οικονομικών χώρων; Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ της ΕΕ έχουν έτοιμη την απάντηση. «Θα ανταγωνιστούμε - λένε - την αμερικανική οικονομία με τα ίδια της τα όπλα, μέσω της αντιγραφής του αμερικανικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης». Και τι προβλέπει το συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο; Αγορά εργασίας πλήρως απορυθμισμένη, χαμηλές αμοιβές εργασίας, σε περίπτωση απολύσεων δεν προβλέπονται αποζημιώσεις, τα συστήματα Ασφάλισης είναι ιδιωτικά-κεφαλαιοποιητικά. Με λίγα λόγια, το αμερικανικό κεφάλαιο έχει επιβάλει συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα, κάτι όμως που με τις κεφαλαιοκρατικές λογικές το κάνει περισσότερο ανταγωνιστικό...

Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ως σύνολο, διαπιστώνει με φθόνο την κατάσταση αυτή και επιδιώκει να στηρίξει την αυξημένη ανταγωνιστικότητά του πάνω σε αυτό ακριβώς το μοντέλο, της αμερικανικής οικονομίας, προκειμένου να την υπερκεράσει. Αρα οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, σε κεφαλαιοκρατικές συνθήκες, αποτελούν παράγοντα χειροτέρευσης της θέσης των εργαζομένων.

Αλλά αν, ως προς την αντιμετώπιση του αμερικανικού κεφαλαίου, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο εμφανίζεται ενωμένο, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης διεξάγεται ανηλεής μάχη για την κατάκτηση της ενωμένης πλέον αγοράς, αλλά και την αύξηση του μεριδίου κάθε χώρας στη διεθνή αγορά. Τα γερμανικά μονοπώλια, με την ομόθυμη στήριξη της γερμανικής κυβέρνησης, επιδιώκουν να εκτοπίσουν τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα ελληνικά μονοπώλια, για να κερδίσουν τη μάχη των αγορών.

Το πόσο αιματηρή είναι αυτή η μάχη, για την περίπτωση της Ελλάδας το αποδεικνύουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας που αναφέρθηκαν στην αρχή του κειμένου. Και ποια είναι τα όπλα που έχει στη διάθεσή του κάθε κεφαλαιοκρατικό έθνος στην «αδελφοκτόνο» και ανηλεή αυτή μάχη;

Ανταγωνιστικότητα υπέρ τίνος;

Πρέπει να γίνουμε ανταγωνιστικοί, μας λένε καθημερινά ο υπουργός Οικονομίας, οι τραπεζίτες, ο ΣΕΒ, ο κ. Γκαργκάνας και τα κάθε είδους παπαγαλάκια τους. Πώς αναπτύσσεται όμως ο ανταγωνισμός σε κεφαλαιοκρατικές συνθήκες; Με δυο τρόπους.

α) Με τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων. Ο εκσυγχρονισμός αυτός οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, σε μείωση της αξίας των παραγόμενων εμπορευμάτων, άρα σε ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης και μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης με παράλληλη αύξηση του καπιταλιστικού κέρδους. Ετσι, ο κάθε ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης έχει τη δυνατότητα να μειώνει τις τιμές των εμπορευμάτων του στη διεθνή αγορά, να διατηρεί την ανταγωνιστική του θέση και να αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

β) Με την προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, οι οποίες επίσης οδηγούν με τη σειρά τους σε βίαιη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης κάτω από τα παραδεκτά επίπεδα της αξίας της. Ολο το πλέγμα των προωθούμενων μέτρων, η κατάργηση των πρόωρων συντάξεων, η θέσπιση αντικινήτρων για την έξοδο από την αγορά εργασίας, η παράταση του εργάσιμου βίου, η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, η απαλλαγή του κράτους από τις υποχρεώσεις του στη χρηματοδότηση της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης και, φυσικά, η προώθηση των λεγόμενων ελαστικών μορφών απασχόλησης, έχουν ακριβώς στόχο τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.

Αρα, το συμπέρασμα που προκύπτει και εδώ είναι ότι ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός που αναπτύσσεται στα πλαίσια του ενιαίου οικονομικού χώρου της ΕΕ οδηγεί τα «εθνικά» κεφάλαια και τις πολιτικές ελίτ των ξεχωριστών κρατών στην προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, η εφαρμογή των οποίων οδηγεί με τη σειρά της σε χειροτέρευση των όρων ζωής συνολικά των εργαζομένων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι εργαζόμενοι αποτελούν και εδώ τα μεγάλα θύματα του ευρωενωσιακού καπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Αν τώρα λάβουμε υπόψη ότι ο ανηλεής αυτός οικονομικός πόλεμος, και προς τα έξω και προς τα μέσα, συντελείται σε ένα περιβάλλον οικονομικής ύφεσης που πλήττει τις ευρωπαϊκές οικονομίες από το 2001 και ότι η πολυπόθητη οικονομική ανάκαμψη αναβάλλεται από εξάμηνο σε εξάμηνο, αυτός είναι ένας επιπρόσθετος παράγοντας που ωθεί τους πολιτικούς και οικονομικούς ιθύνοντες της Ευρώπης στην επίσπευση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.


Ρεπορτάζ
Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Σε δυσμενέστερη θέση οι μικρές χώρες της ΕΕ

Καθώς το «όπλο» της υποτίμησης των εθνικών τους νομισμάτων έχει παραχωρηθεί στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών, οι κυβερνήτες των χωρών-μελών της ΕΕ αναζητούν τώρα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με το ξήλωμα κατακτήσεων σε βασικά δικαιώματα των εργαζομένων (συνταξιοδοτικό, εργασιακά κλπ.)

Σε δυσμενέστερη ακόμα μοίρα, στα πλαίσια του άγριου κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στα όρια της ευρωζώνης, βρίσκονται οι περιφερειακές χώρες, όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας. Γι' αυτό το λόγο οι άρχουσες τάξεις των περιφερειακών χωρών είναι πιο βίαιες και επιθετικές σε εργασιακά θέματα, αλλά και σε παραχωρήσεις κοινωνικού χαρακτήρα.

Είναι γενικά παραδεκτό ότι τα επίπεδα παραγωγικότητας και εντατικότητας της εργασίας ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, καθώς στις προηγμένες καπιταλιστικά χώρες είναι υψηλότερα τα μέσα επίπεδα παραγωγικότητας και εντατικότητας της εργασίας. Αυτό βέβαια τους δίνει σημαντικά πλεονεκτήματα στο διεθνή ανταγωνισμό, καθώς με τις χαμηλές τιμές των εμπορευμάτων που επιτυγχάνουν, διεισδύουν και κατακτούν τις ξένες αγορές.

Τι έκανε στο παρελθόν, πριν τη δημιουργία του κοινού νομίσματος, μια χώρα, όπως η Ελλάδα, για να προστατέψει τους εγχώριους κεφαλαιοκράτες; Είχε βασικά δύο όπλα στα χέρια της: Πρώτον, τη συναλλαγματική πολιτική με τις συνεχείς υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος και, δεύτερον, το φθηνό εργατικό κόστος.

Η υποτίμηση της δραχμής...

Το ελληνικό κράτος, στην προσπάθειά του να στηρίξει το εξαγωγικό κεφάλαιο, έκανε εκτεταμένη χρήση της πολιτικής υποτίμησης της δραχμής με τη μέθοδο της διολίσθησης. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην περίοδο 1960-2001 η δραχμή μεσοσταθμικά υποτιμήθηκε κατά 90,7% ως προς τα 14 άλλα νομίσματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αντίθετα, η ανατίμηση των νομισμάτων αυτών ως προς τη δραχμή ανήλθε στο 974,9%! Ως προς το δολάριο την ίδια περίοδο η υποτίμηση ήταν της τάξης του 92,1%, ενώ η ανατίμηση του δολαρίου ως προς τη δραχμή ανήλθε στο 1.169%.

Σε απόλυτες τιμές, το 1960, η ισοτιμία της δραχμής στα 14 νομίσματα της ΕΕ ήταν 31,7 και το 2001 η ισοτιμία αυτή ανήλθε στις 340,75 δρχ. Αντίστοιχα η ισοτιμία της δραχμής ως προς το δολάριο ήταν 30 δρχ. το 1960 και 380,7 δραχμές το 2001. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τη δεκαετία του '60 η δραχμή ανατιμήθηκε κατά 3,15% ως προς τα ευρωπαϊκά νομίσματα, ενώ έμεινε σταθερή ως προς το δολάριο. Η τρελή υποτίμηση της δραχμής σημειώθηκε τη δεκαετία του '80. Την περίοδο αυτή τα 14 ευρωπαϊκά νομίσματα ανατιμήθηκαν ως προς τη δραχμή κατά 251,96% και το δολάριο κατά 338,91%.

Ετσι, κάθε φορά που τα εξαγωγικά μονοπώλια της Ελλάδας αντιμετώπιζαν πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, οι ελληνικές κυβερνήσεις τα στήριζαν μέσω της εφάπαξ υποτίμησης της δραχμής ή της διολίσθησης. Με τον τρόπο αυτό τα ελληνικά εμπορεύματα στο εξωτερικό γίνονταν φθηνότερα και τα ξένα εμπορεύματα στην ελληνική αγορά ακριβότερα. Ο χαμένος βέβαια και στην περίπτωση αυτή ήταν ο ελληνικός λαός, ο οποίος πλήρωνε τη στήριξη προς τα εξαγωγικά μονοπώλια με αυξημένο πληθωρισμό και, κατά συνέπεια, μείωση της αγοραστικής του δύναμης.

...και η ανατίμηση του ευρώ

Με τη δημιουργία του ευρώ, οι κυβερνώντες των χωρών-μελών έχασαν τη δυνατότητα στήριξης των «εθνικών» μονοπωλίων με το μηχανισμό υποτίμησης των εθνικών τους νομισμάτων, καθώς οι ίδιοι και οι συνοδοιπόροι τους στο δρόμο προς το Μάαστριχτ και την ΟΝΕ είχαν παραχωρήσει το δικαίωμα χάραξης της συναλλαγματικής πολιτικής σε άλλα κέντρα. Η συναλλαγματική και νομισματική πολιτική χαράσσεται πλέον από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς όφελος των μεγάλων ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Και τις μέρες αυτές ζούμε την εκτίναξη της ισοτιμίας του ευρώ ως προς το δολάριο, καθώς η ισοτιμία των δύο νομισμάτων, από 0,84 ευρώ ανά δολάριο (κατώτατο χαμηλό το 2001) εκτινάχτηκε στο 1,18 δολάριο ανά ευρώ, εξέλιξη η οποία έχει θορυβήσει σοβαρά τα μεγάλα ευρωπαϊκά εξαγωγικά μονοπώλια.

Η εξέλιξη αυτή ωθεί την άρχουσα τάξη της χώρας και τις πολιτικές ελίτ (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ) στις λογικές των μονόδρομων των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών. Ολοι τους συμφωνούν - όπως συμβαίνει και στη Γαλλία, στη Γερμανία και σ' άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ - ότι για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών (και ελληνικών) προϊόντων θα πρέπει να κάνουν και νέες θυσίες οι εργαζόμενοι. Ολο το βάρος, λοιπόν, ξανά στους εργαζόμενους. Ετσι μπορούμε να καταλάβουμε τόσο τις μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις σε Γερμανία και Γαλλία κ.α. όσο και τις κραυγές Γκαργκάνα για μείωση των μισθών, για ολοκλήρωση της ασφαλιστικής «μεταρρύθμισης», για νέες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις. Για την αστική τάξη, η εξαθλίωση του λαού είναι πραγματικά μονόδρομος.

Δηλαδή, είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο, αυτός που είναι χαμένος είναι ο λαός.

Θα τους περάσει; Η απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα θα εξαρτηθεί - σε μεγάλο βαθμό - και από τη στάση που θα κρατήσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Από τη δική τους συσπείρωση και κοινωνικοπολιτική πάλη που θα διεκδικεί λύσεις στα οξυμένα προβλήματα στην κατεύθυνση ανατροπής της πολιτικής του κεφαλαίου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ