ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Ιούλη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κόντρα στη νέα (α)ταξία
Πληθωρισμός αντιλαϊκών μεθοδεύσεων

Ρήμαξαν τον κόσμο για να προσεγγίσουν τους εικονικούς δείκτες, ως συνακόλουθη «ποινή» εισόδου στην ΕΥΡΩ-ΟΝΕ ολοκλήρωση. Και μας έταξαν νέους περιορισμούς δεκαετίας, για να μεταβληθούν οι δείκτες από την εικονική απάτη στο ουσιαστικό τους περιεχόμενο.

Τώρα ανησυχούν, γιατί ένας από τους δείκτες αυτούς, δηλαδή ο πληθωρισμός ξεφεύγει από τις εκτιμήσεις και τους χειρισμούς τους. Και όπως έγραψε ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» (10/7/01), ο δείκτης αυτός άγγιξε το 4%, ενώ σε όλο και πιο χαμηλά επίπεδα κινείται η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και γενικότερα τα λαϊκά εισοδήματα.

Ο πληθωρισμός κατά τις περιστάσεις και τις σκοπιμότητες μεταλλάσσεται ως παθογόνος ιός. Ετσι, κατά τις ερμηνείες της συγκυρίας, άλλοτε έχουμε εισαγόμενο πληθωρισμό, άρα και εξαγόμενο, άλλοτε δομικό έρποντα και περιελισσόμενο, όπως τα κυβερνητικά μέτρα, άλλοτε μεταμφιεσμένο και πάντως στασιμοπληθωρισμό, που ανταποκρίνεται ως έννοια και περιεχόμενο στη σημερινή κατάσταση της οικονομίας.

Αυτοί οι οικονομικοί φωστήρες της κυβέρνησης είναι ανίκανοι, ή δε θέλουν να καταλάβουν τη διάκριση π.χ. ενός κακού πληθωρισμού, όπως λέμε για την κακή και καλή χοληστερίνη και τη γενικότερη σύνδεσή του με την οικονομία. Αυτοί μένουν αμετακίνητοι στην περιοριστική οικονομική πολιτική, στον «πληθωρισμό» των αντιλαϊκών μεθοδεύσεων, στο πάγωμα της αγοράς που ούτε η περίοδος των εκπτώσεων είναι ικανή να αναζωογονήσει.

Ετσι, όλα μαζί, παραγωγή - διαμεσολάβητικό εμπόριο - απορρόφηση - κατανάλωση, οδηγούνται στο φαύλο κύκλο που παράγει ο καπιταλισμός, ο οποίος ψαρεύοντας στα θολά νερά αυξάνει προκλητικά τα κέρδη του.

Και είναι τόσο ανεύθυνοι που από τη μια ασκούν την περιοριστική πολιτική και από την άλλη ενισχύουν την ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος για να μοιράζει δάνεια και κάρτες «παντός καιρού» με τους αφανείς εκείνους όρους που αναγράφονται με ψιλά γράμματα, και οδηγούν σε επαχθείς συνέπειες. Οπως έκαναν και με το Χρηματιστήριο που από καθρέφτης της οικονομικής πολιτικής τους -κατά την άνοδό του- μεταβάλλεται πάλι σε θαμπό κάτοπτρο της ελεύθερης κατολίσθησης.


Του
Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ


«Νοικοκύρεμα» ή «έγκλημα»;

Οι κυβερνώντες και οι συνοδοιπόροι τους στην πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, που ξεπουλάνε «αντί πινακίου φακής» τις ΔΕΚΟ (δηλαδή την περιουσία του ελληνικού λαού), φροντίζουν να αυξάνουν την ατομική τους περιουσία αγοράζοντας όσο γίνεται φτηνότερα ακίνητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία

Αν από τις αρχές μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '80, στην οικονομική ειδησεογραφία κυριαρχούσαν οι πληροφορίες σχετικά με το ποιες επιχειρήσεις είναι υποψήφιες προς «κρατικοποίηση» ή «κοινωνικοποίηση», τώρα είναι η περίοδος που βρίσκεται στο ζενίθ η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων. Σχεδόν καθημερινά, διαβάζουμε για το πώς η κυβέρνηση Σημίτη προχωρά στην υλοποίηση της πολιτικής του «λιγότερου κράτους και περισσότερης ιδιωτικής πρωτοβουλίας» με τις ιδιωτικοποιήσεις-μετοχοποιήσεις ή αποκρατικοποιήσεις (διαλέγετε ό,τι σας βολεύει). Συχνά-πυκνά ο πρωθυπουργός και άλλα στελέχη της κυβέρνησης κάνουν απολογισμό για τις ιδιωτικοποιήσεις και δηλώνουν ικανοποιημένοι, σε αντίθεση με τους φορείς και εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου και τους κάθε είδους υπηρέτες τους, που - για ευνόητους λόγους - παραπονούνται ότι η πολιτική του «λιγότερου κράτους» εφαρμόζεται με ρυθμούς χελώνας.

Η ειδησεογραφία για νέο γύρο ξεπουλήματος άρχισε με τη «μετοχοποίηση» της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) και της Εταιρίας Υδρευσης-Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) και συνεχίστηκε με τα δημοσιεύματα για την πώληση του «φιλέτου» των μετοχών του ΟΤΕ, της ΔΕΗ ή του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και της «Ολυμπιακής Αεροπορίας», που ετοιμάζονται να παραδώσουν οι κυβερνώντες στους ιδιώτες. Οι δύο πρώτες προς εκποίηση ΔΕΚΟ πέρασαν σχεδόν «απαρατήρητες» από τις εφημερίδες ή κάπου στα «ψιλά», ενώ οι άλλες 4 (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΤΤ, ΟΑ) είχαν πολύ καλύτερη προβολή.

Το αξιοσημείωτο είναι πως η πλειοψηφία των μέσων μαζικής ενημέρωσης σιγοντάρουν το κυβερνητικό έργο εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, εν γνώσει τους ότι αυτή η περιουσία δημιουργήθηκε με τον ιδρώτα του ελληνικού λαού, αντί να αναδεικνύουν τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης, για το γεγονός ότι ξεπουλά το «φιλέτο της δημόσιας περιουσίας». Εμφανίζουν την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων ή μετοχοποιήσεων σαν κάτι καλό και συγκεκριμένα ως δείγμα «εξυγίανσης», «εκσυγχρονισμού» ή «νοικοκυρέματος» των δημόσιων οικονομικών και των ΔΕΚΟ (!) συγκαλύπτοντας ότι αυτή η πολιτική είναι σε όφελος του μεγάλου κεφαλαίου και σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.

Ενδεικτική από αυτή την άποψη είναι η ειδησεογραφία που αναφέρεται στην απόφαση της κυβέρνησης να πουλήσει ακόμη ένα πακέτο (7,5%) μετοχών του ΟΤΕ σε ξένες πολυεθνικές (με την πώληση αυτή το δημόσιο χάνει τον έλεγχο στον Οργανισμό αφού η συμμετοχή του θα πέσει κάτω από το 50%) και το πρώτο πακέτο (20%) μετοχών της ΔΕΗ μέχρι το φθινόπωρο. Παρουσιάζοντας την πορεία ιδιωτικοποίησης των δύο μεγαλύτερων - κερδοφόρων και στρατηγικής σημασίας - ελληνικών δημόσιων επιχειρήσεων, όλες σχεδόν οι εφημερίδες προβάλλουν ως θετική την κυβερνητική πολιτική.

Στα πλαίσια αυτά, μας «πληροφορούν»:

  • Τα 340 δισ. δραχμές που προσδοκά να εισπράξει η κυβέρνηση από την πώληση του νέου πακέτου (7,5%) των μετοχών του ΟΤΕ, αποτελούν «ένεση στον κρατικό προϋπολογισμό», καθώς θα πάνε «εξ ολοκλήρου για τη μείωση του δημόσιου χρέους».
  • Τα περίπου 300-400 δισ. δραχμές που προσδοκά να εισπράξει η κυβέρνηση μέχρι το φθινόπωρο από την πώληση του πρώτου πακέτου (20%) των μετοχών της ΔΕΗ σε ιδιώτες, θα περάσουν στα ταμεία του κράτους.

Ο ίδιος ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γ. Παπαντωνίου, με συνέντευξή του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» τη Δευτέρα 18 του Ιούνη, απολογείται σε όσους κατηγορούν την κυβέρνηση ότι προχωρά με αργούς ρυθμούς στο ξεπούλημα των ΔΕΚΟ, δηλώνοντας: «Η αδυναμία των αγορών οδήγησε σε καθυστερήσεις κάποιων εβδομάδων τις 7 ιδιωτικοποιήσεις» - που σύμφωνα με το πρόγραμμα της κυβέρνησης εκκρεμούν. Εσπευσε δε να εξηγήσει πως οι περισσότερες από αυτές, περιλαμβανομένων της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το Σεπτέμβρη.

Η αναζωπύρωση των δηλώσεων κυβερνητικών παραγόντων και κατά συνέπεια των σχετικών δημοσιευμάτων για την υλοποίηση του «έργου» των ιδιωτικοποιήσεων, δε φαίνεται να είναι καθόλου άσχετη με το «ζόρι» που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στην εξασφάλιση των εσόδων για τη δημιουργία των πλεονασμάτων που έχουν προβλεφτεί στον προϋπολογισμό και έχουν ενσωματωθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το γεγονός, μάλιστα, ότι στα έσοδα του προϋπολογισμού άρχισαν να φαίνονται οι αρνητικές επιδράσεις από τη μείωση της φορολογίας των κερδών κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες (2,5 μονάδες για το 2000 και άλλες 2,5 μονάδες για το 2001), αξιοποιείται «δεόντως» από τους κάθε είδους θιασώτες των ιδιωτικοποιήσεων, για να προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς το ξεπούλημα των ΔΕΚΟ.

Ολοι αυτοί που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εμπλέκονται ή ενέχονται ή υποστηρίζουν και προπαγανδίζουν την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων (μεγαλοεπιχειρηματίες, κυβέρνηση, αξιωματική αντιπολίτευση κλπ.), εμφανίζουν το ξεπούλημα των ΔΕΚΟ και άλλων περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου ως διαρθρωτικές αλλαγές, που θα συμβάλουν στον «εκσυγχρονισμό» και στην «εξυγίανση» των ΔΕΚΟ και του δημοσίου. Ομως, όλοι αυτοί δε λένε κουβέντα, ότι για το διάστημα που ο ΟΤΕ ήταν 100% δημόσιος, πρόσφερε κάθε χρόνο δεκάδες δισ. δραχμές - όπως επίσης και η ΔΕΗ, που παραμένει ακόμη 100% δημόσια, δίνει στα ταμεία του κράτους αρκετές δεκάδες δισ. δραχμές από τα κέρδη της. Οπως, επίσης, δε λένε κουβέντα για το γεγονός ότι όσο μειώνεται η συμμετοχή του κράτους στις ΔΕΚΟ, τόσο θα μειώνονται και τα μελλοντικά μερίσματα που θα αποδίδουν στο δημόσιο.

Ενοχοι και συνένοχοι

Στην πραγματικότητα, οι κάθε είδους θιασώτες των ιδιωτικοποιήσεων και όσων παίρνουν μέρος στο «μεγάλο φαγοπότι» - με το βαθμό ευθύνης που βαρύνει τον καθένα - είναι ένοχοι και συνένοχοι στο συντελούμενο «μεγάλο έγκλημα» σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων, που το εμφανίζουν σαν... «νοικοκύρεμα της ελληνικής οικονομίας». Με ελάχιστες εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, κανείς - ούτε στην κυβέρνηση και στο κυβερνών κόμμα, ούτε στην αξιωματική αντιπολίτευση, ούτε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που πρόσκεινται φιλικά στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών - δε μιλά για το μεγάλο έγκλημα που συντελείται με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων.

Και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός, ότι με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων συντελείται ένα μεγάλο έγκλημα, καθώς:

Πρώτον, οι κυβερνώντες ξεπουλάνε τις κερδοφόρες και στρατηγικής σημασίας ΔΕΚΟ, που (εξαγοράστηκαν από ιδιώτες ή δημιουργήθηκαν με τον ιδρώτα του εργαζόμενου λαού) πέρασαν κάτω από τον έλεγχο του δημοσίου και με δεδομένη την κρατική ιδιοκτησία έδωσαν περιθώρια ικανοποίησης λαϊκών αναγκών (π.χ. ηλεκτρικό ρεύμα σε απομακρυσμένα χωριά, σε νησιά κλπ.).

Δεύτερον, οι περισσότερες ΔΕΚΟ αξιοποιούσαν την κερδοφορία τους (η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, τα ΕΛΠΕ και μια σειρά άλλες ΔΕΚΟ ήταν κερδοφόρες) με το να διαθέτουν, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού κάθε χρόνο, μέρος των κερδών τους, κάτω από την πίεση του κινήματος, για την ικανοποίηση κάποιων λαϊκών αναγκών. Συγκεκριμένα, διέθεταν τα κέρδη τους, όχι μόνο για να καλύπτουν μέρος από τις μαύρες τρύπες των κρατικών ελλειμμάτων, αλλά και για επενδύσεις (σε απομακρυσμένες περιοχές που δεν υπήρχε ενδιαφέρον από ιδιώτες) και άλλους κοινωφελείς σκοπούς.

Οι συγκεκριμένες ΔΕΚΟ, που μετατράπηκαν στην πορεία του χρόνου σε κρατικούς φορείς τηλεπικοινωνιών (ΟΤΕ και ΕΛΤΑ), ενέργειας (ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ), σιδηροδρομικών μεταφορών (ΟΣΕ), αερομεταφορών (ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ), πωλούνται σήμερα στους ιδιώτες «αντί πινακίου φακής». Κι αυτό γιατί οι κυβερνώντες διαπνέονται από τη λογική που τους θέλει να κινούνται στον αστερισμό της λογικής τού «πουλάω το άλογο σαν γάιδαρο και αγοράζω το γάιδαρο σαν άλογο».

Πώς είναι δυνατόν, όμως, οι κυβερνώντες και οι συνοδοιπόροι τους να εμφανίζουν το ξεπούλημα των ΔΕΚΟ σαν νοικοκύρεμα της οικονομίας;

Τα ερωτήματα, που υπάρχουν και θα μπορούσαν να διατυπωθούν, είναι πολλά. Ενα, όμως, είναι σίγουρο. Το γεγονός - που και να θέλει κανείς, δεν μπορεί να το αμφισβητήσει, καθώς υπάρχουν τα επίσημα στοιχεία - ότι το ΠΑΣΟΚ, ως κυβέρνηση, θα γράψει ιστορία με την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων. Θα πρόκειται για την κυβέρνηση της Ελλάδας - ίσως και της Ευρώπης - που θα καταγράψει στο ενεργητικό της τις περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις. Οπως, επίσης, η ΝΔ στην περίοδο 1975-1980 ανήκει στον κατάλογο των κυβερνήσεων που έκανε τις περισσότερες «κρατικοποιήσεις», αφού είχε θέσει υπό τον έλεγχο του δημοσίου δεκάδες μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις (μαζί με τα χρέη τους) αποζημιώνοντας αδρά τους ιδιοκτήτες από τα παλιά «τζάκια» (Ωνάση, Ανδρεάδη, Μποδοσάκη κ.ά.).

Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος του καπιταλισμού, που θέλει τους κυβερνώντες και στην περίοδο των «κρατικοποιήσεων» και στην περίοδο των «ιδιωτικοποιήσεων» να ενεργούν σαν συλλογικοί καπιταλιστές. Οσο νωρίτερα καταφέρουν οι εργαζόμενοι να σπάσουν αυτό το φαύλο κύκλο τόσο καλύτερα για τους ίδιους και τη χώρα μας. Αυτή η πραγματικότητα αναδεικνύει την αναγκαιότητα της λαϊκής οικονομίας, με κρατική ιδιοκτησία στις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, προκειμένου να γίνουν μοχλός ανάπτυξης στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ