ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 29 Σεπτέμβρη 2002
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2003
Πίσω από τους αριθμούς κρύβονται πολιτικές

Τα μεγέθη του προϋπολογισμού του 2003, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, εμφανίζουν το «καλό σενάριο λιτότητας», καθώς η οικονομική πολιτική σχεδιάστηκε χωρίς να παρθούν υπόψη οι συνέπειες από το ενδεχόμενο πολέμου στο Ιράκ που ετοιμάζουν οι ΗΠΑ

Αποτελεί κοινό μυστικό ότι το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2003, που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη, είναι απίθανο να εφαρμοστεί «ως έχει», αφού οι συντάκτες του δεν είχαν πάρει υπόψη τους τις συνέπειες που θα προκληθούν από το ενδεχόμενο μιας νέας ιμπεριαλιστικής επέμβασης των ΗΠΑ και των «φίλων» τους στο Ιράκ. Αυτό το ομολόγησε εξάλλου -εμμέσως πλην σαφώς- και ο ίδιος ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκης. Παρά το γεγονός ότι τα σχετικά νούμερα (για τα έσοδα και τις δαπάνες, τα ελλείμματα ή πλεονάσματα και το δημόσιο χρέος) αποτελούν το καλύτερο σενάριο, ξεχωρίζει η πρόθεση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, να συνεχίσει και το 2003 την εφαρμογή μιας οικονομικής πολιτικής που ενισχύει παραπέρα τα προνόμια και τα υπερκέρδη του μεγάλου κεφαλαίου, με την παραπέρα υποβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής και κατά συνέπεια του βιοτικού επιπέδου των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

Σ' αυτό συνηγορούν και μια σειρά αριθμοί που έχουν περιληφθεί στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2003, πίσω από τους οποίους κρύβονται συγκεκριμένες πολιτικές, οι οποίες κάποιους βλάπτουν και κάποιους άλλους τους ωφελούν. Ας δούμε, λοιπόν, ορισμένους από αυτούς τους αριθμούς, που μας πληροφορούν - έστω και έμμεσα- ποιους ωφελούν και ποιους βλάπτουν.

Τα κείμενα, που ακολουθούν, για: α) Τους κερδισμένους της «ανάπτυξης» και τις «Φοροελαφρύνσεις» και β) Το «λιγότερο κράτος», είναι αρκετά αποκαλυπτικά.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Οι κερδισμένοι από την «ανάπτυξη»

Με τον προϋπολογισμό του 2003, τέθηκε στόχος από την κυβέρνηση για ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας (αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ) 4,1%, που υποτίθεται θα κάνει «ισχυρότερη» την ελληνική οικονομία, με τους κυβερνώντες να προπαγανδίζουν πως έτσι (από το μεγάλωμα της πίτας) θα κερδίσουν όλοι οι Ελληνες. Και οι επιχειρηματίες (εκμεταλλευτές) και οι εργαζόμενοι - απόμαχοι της δουλιάς (μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι ΕΒΕ). Το επιχείρημα αυτό καταρρέει αυτόματα, αν συγκρίνει κανείς ότι ενώ τα τελευταία χρόνια η πίτα του ΑΕΠ μεγάλωσε αρκετά, όλα τα οφέλη από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ελληνικής οικονομίας (δηλαδή το μεγάλωμα της πίτας) τα καρπώθηκε το μεγάλο κεφάλαιο. Αντίθετα, στον εργαζόμενο λαό - που ήταν ο δημιουργός του νέου πλούτου, ενώ παράλληλα υπέστη τις θυσίες της μακροχρόνιας λιτότητας - δε δόθηκαν παρά λίγα ψίχουλα από την ανάπτυξη, με πρόσχημα άλλοτε την «αντοχή της οικονομίας», άλλοτε τις θυσίες για να πιαστεί ο «εθνικός» στόχος της ΟΝΕ κλπ.

Ενδεικτικά θα αναφέρουμε, ότι ενώ από το 1996 μέχρι και το 2002, που ο πραγματικός πλούτος της χώρας (ΑΕΠ σε πραγματικές αποπληθωρισμένες τιμές) αυξήθηκε πάνω από 20%:

  • τα καθαρά (φανερά) κέρδη των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων ΑΕ και ΕΠΕ (μέχρι το έτος 2000 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) αυξήθηκαν κατά 104% σε ονομαστικές τιμές και περίπου 89% σε πραγματικές (αποπληθωρισμένες) τιμές. Αν προστεθούν και τα κέρδη των ετών 2001 και 2002, τότε μιλάμε για υπερδιπλασιασμό των κερδών των βιομηχανικών επιχειρήσεων, σε πραγματικές τιμές 1996. Ανάλογη ήταν η αύξηση των κερδών των τραπεζών και άλλων μεγάλων εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων (κρατικών και ιδιωτικών).
  • οι ονομαστικοί μισθοί των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα (με βάση την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας) αυξήθηκαν μόλις κατά 21,4% και διαμορφώθηκαν το Δεκέμβρη του 2000 στις 155.947 δραχμές, από 128.460 δραχμές που ήταν το Δεκέμβρη του 1996. Σε πραγματικές (αποπληθωρισμένες) τιμές, η αύξηση περιορίζεται σε λιγότερο από 4% (μόλις 3,6%). Αν προσθέσουμε και τις ισχνές ονομαστικές αυξήσεις που δόθηκαν στους μισθούς το 2001 και 2002, τότε η πραγματική αύξηση των μισθών, συγκριτικά με το 1996 δεν ξεπερνά το 4%! Στα ίδια επίπεδα, κινήθηκαν και οι αυξήσεις των μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο, αν παρθεί υπόψη ότι η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης (που αποτελεί τον «μπούσουλα» για τις αυξήσεις στον ιδιωτικό τομέα), περιόριζε το ποσοστό αύξησης στα όρια του πληθωρισμού, άλλοτε λίγο πάνω και άλλοτε λίγο πιο κάτω από τον επίσημο τιμάριθμο. Με το ίδιο σκεπτικό, η κυβέρνηση προανήγγειλε και για το 2003 εισοδηματική πολιτική, που καθηλώνει τις ονομαστικές αυξήσεις σε 2,5% για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο και 4,5% για τους συνταξιούχους, με την υπεραισιόδοξη πρόβλεψη ότι ο επίσημος τιμάριθμος θα αυξηθεί 2,5%. Στην πραγματικότητα, ο επίσημος τιμάριθμος, αναμένεται να ξεπεράσει τις προβλέψεις της κυβέρνησης και στην καλύτερη των περιπτώσεων (δηλαδή χωρίς νέους βομβαρδισμούς και επίθεση των αμερικανοβρετανικών στρατευμάτων στο Ιράκ) πάνω από 3,5%, ενώ στη χειρότερη περίπτωση δεν μπορεί να προβλέψει κανείς πού θα φτάσεις.
Φοροελαφρύνσεις για λίγους

Η κυβέρνηση έθεσε και για το 2003, στόχο να αυξηθούν τα συνολικά έσοδα του κράτους (από άμεσους και έμμεσους φόρους) κατά 6,2%. Το ποσοστό αυτό, είναι υπερδιπλάσιο του στόχου για το ποσοστό αύξησης του πληθωρισμού που έχει τεθεί για το 2003 (2,5%). Να θυμίσουμε ότι το ίδιο γινόταν και όλα τα προηγούμενα χρόνια, καθώς σε όλη την περίοδο από το 1996 ως το 2002 τα φορολογικά έσοδα αυξάνονταν με ρυθμό πολύ μεγαλύτερο του πληθωρισμού και το «μάρμαρο» το πλήρωναν πάντα οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα.

Συγκεκριμένα το σύνολο των άμεσων και έμμεσων φόρων, αυξήθηκε από το 1996 ως το 2002 κατά 82,8% και ανήλθε φέτος (εκτίμηση πραγματοποιήσεων) στο ποσό των 12.093.899 εκατ. δραχμών (35.492 εκατ. ευρώ) έναντι 6.615.999 εκατ. δραχμών το 1996. Ομως, και με τη φορολογική πολιτική, κερδισμένοι βγήκαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες και γενικότερα το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ τη «μερίδα του λέοντος» των φόρων που εισέρευσαν στα ταμεία του κράτους την πλήρωσαν οι εργαζόμενοι, καθώς στην εξεταζόμενη περίοδο:

  • και οι έμμεσοι φόροι, που πλήττουν κυρίως τους οικονομικά ανίσχυρους (αφού για τα τσιγάρα, τα ρούχα, τα τρόφιμα και άλλα είδη και υπηρεσίες πληρώνουν τον ίδιο έμμεσο φόρο και ο μεγαλοεπιχειρηματίας και οι άνεργος ή ο συνταξιούχος πείνας), αυξήθηκαν κατά 64,4%, ποσοστό που είναι τριπλάσιο της αύξησης του πληθωρισμού στην εξεταζόμενη περίοδο.
  • και οι αλλαγές στους άμεσους φόρους, που θεσπίστηκαν με πρόσχημα τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, ευνόησαν τους έχοντες και κατέχοντες. Στο όνομα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, της ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης, οι κυβερνώντες θέσπισαν μια σειρά - φορολογικών κινήτρων - με κυρίαρχη την προκλητική μείωσης στους συντελεστές φορολογίας των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων. Αντίθετα, έπληξαν τόσο τους εργαζόμενους (μισθωτούς, συνταξιούχους, αγρότες κλπ.) με τη μείωση της προοδευτικότητας στο σύστημα φορολογίας προσωπικών εισοδημάτων (φτάσαμε στο σημείο να ισχύουν μόνο 4 κλιμάκια και συντελεστές φόρου, όσα ισχύουν και στο ΦΠΑ), όσο και τους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματοβιοτέχνες και εμπόρους και με τα «αντικειμενικά» κριτήρια, τη «συνάφεια» και πάει λέγοντας.
Το «λιγότερο κράτος»

Ενας άλλος στόχος που έθεσε η κυβέρνηση με τον προϋπολογισμό του 2003, είναι να εισρεύσουν στα ταμεία του κράτους μη φορολογικά έσοδα συνολικού ύψους 3.119 εκατ. ευρώ (ήτοι 1,1 τρισεκατομμύριο δραχμές), έναντι 3.208 εκατ. ευρώ φέτος. Ενα μέρος των χρημάτων, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να εξασφαλίσει από μερίσματα / ενοίκια των περιουσιακών στοιχείων του Δημόσιου, ενώ το μεγαλύτερο μέρος προϋπολογίζουν να εισπράξουν από τις «αποκρατικοποιήσεις» (περίπου 1,7 δισ. ευρώ). Δηλαδή τις εισπράξεις από την πώληση πακέτων μετοχών της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, των ΕΛΠΕ, του ΕΟΤ κλπ, καθώς και άλλων προσοδοφόρων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, για τα οποία υπάρχει ενδιαφέρον για εξαγορές από το ντόπιο ή το ξένο κεφάλαιο.

Σχετικά με τις «αποκρατικοποιήσεις, αξίζει να αναφερθούμε σε δύο «λεπτομέρειες».

Λεπτομέρεια πρώτη:Τα έσοδα του κράτους από τις αποκρατικοποιήσεις, στερεύουν χρόνο με το χρόνο, καθώς μεγαλώνει (με τις ιδιωτικοποιήσεις) ο έλεγχος των ΔΕΚΟ και άλλων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου από το ιδιωτικό κεφάλαιο και άρα περιορίζονται οι εισπράξεις από μερίσματα ή και πωλήσεις πακέτων μετοχών. Ετσι δικαιολογείται και το γεγονός, ότι τα έσοδα από αυτή την πηγή, συνεχίζουν να παρουσιάζουν το 2003 πτώση, όπως έγινε φέτος και πέρσι.

Λεπτομέρεια δεύτερη:Οσο ενισχύεται ο οικονομικός και διοικητικός έλεγχος των ΔΕΚΟ από το ιδιωτικό κεφάλαιο, τόσο θα ενισχύονται τα φαινόμενα κερδοσκοπίας στην αγορά και αναζωπύρωσης του πληθωρισμού. Κι αυτό για τον απλό, απλούστατο λόγο, ότι η τιμολογιακή τους πολιτική θα καθορίζεται όλο και πιο πολύ με γνώμονα τη μεγιστοποίηση των κερδών των μετόχων.

Μόνο με βάση όσα προαναφέρθηκαν, είναι φανερό ότι οι κυβερνώντες επιμένουν να καταρτίζουν προϋπολογισμούς που θυμίζουν τη λαϊκή παροιμία «απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα». Εχοντας κάνει σημαία, τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τη «δημοσιονομική εξυγίανση», τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας κλπ, όχι μόνο κοροϊδεύουν τα πλατιά λαΐκά στρώματα, αλλά προκαλούν κι από πάνω τη νοημοσύνη των εργαζομένων ζητώντας την ψήφο τους (όπως κάνουν και τώρα παραμονές των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών) για να κάνουν - λένε - ακόμη πιο «ισχυρή την Ελλάδα»! Το πόσο «ισχυρή» έκαναν την Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ και οι κυβερνήσεις του - μπερδεύοντας σκόπιμα την οικονομία της χώρας με τα κέρδη των μεγάλων ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων - το μαρτυρούν και τα εξής στοιχεία:

  • Πρώτον, η προσήλωσή τους στην πολιτική εκποίησης των στρατηγικής σημασίας και κερδοφόρων ΔΕΚΟ στο ιδιωτικό κεφάλαιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χώρα.
  • Δεύτερον, η διατήρηση του δημόσιου χρέους σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα που σαν ποσοστό του ΑΕΠ όχι μόνο διατηρείται πάνω από 102%, αλλά μεγάλωσε αρκετά και η διαφορά με το μέσο όρο που μας χώριζε με τους «15» της ΕΕ το 1996 και αυτό θα το πληρώσουν οι εργαζόμενοι.
  • Τρίτον, το γεγονός ότι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στη φτώχεια μεταξύ των 15 χωρών - μελών της ΕΕ με το 22% (περίπου 2,5 εκατομμύρια κατοίκους) να ζουν κάτω από το επίσημο όριο φτώχειας.
  • Τέταρτον, στο ότι η αγοραστική δύναμη του μέσου Ελληνα, αντιστοιχεί στο 69% του μέσου κοινοτικού όρου και βρίσκεται στην τελευταία θέμα στην ΕΕ των «15».
  • Πέμπτον, οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα σαν ποσοστό του ΑΕΠ, είναι δυο μονάδες κάτω από το μέσο κοινοτικό όρο, καθώς ανέρχονται μόλις στο 25,5% του ΑΕΠ, έναντι 27,6% για το σύνολο των «15» χωρών - μελών της ΕΕ. Αλλά και να μην ήταν η πραγματικότητα για την δεινή κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων δεν θα άλλαζε.
  • Εκτον, ελέω μακροχρόνιας λιτότητας, οι Ελληνες αποταμιεύουν λιγότερο από ό,τι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, καθώς το κατά κεφαλήν ποσοστό αποταμίευσης των Ελλήνων αντιστοιχεί στο 82,8% του μέσου κοινοτικού.

Ολα τα παραπάνω σχετικά με την αποτελεσματικότητα, (για το κεφάλαιο), και τα μεγάλα «επιτεύγματα» της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση (μιας πολιτικής την οποία υπερασπίζονται η ΝΔ και οι κάθε είδους συνοδοιπόροι της «ελεύθερης οικονομίας» και της «καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης»), θα πρέπει να τις πάρουν σοβαρά υπόψη τους οι εργαζόμενοι και όσοι πλήρωσαν τις συνέπειες της μακροχρόνιας λιτότητας, όταν θα βρεθούν στις 13 Οκτώβρη μπροστά στην κάλπη για να εκλέξουν με την ψήφο τους νέους άρχοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ