ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Δεκέμβρη 1998
Σελ. /49
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η ληστεία σε παραδείγματα και αριθμούς

Τα στοιχεία που παραθέτουμε στη συνέχεια - είναι επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών - επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι παρά τις φορολογικές "επαναστάσεις" που έκαναν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στην τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα ήταν και παραμένει ένας μεγάλος φορολογικός παράδεισος για το μεγάλο κεφάλαιο και ταυτόχρονα μια φρικτή φορολογική κόλαση για τους εργαζόμενους και για τα πλατιά λαϊκά στρώματα.

Οι μεταβολές που σημειώθηκαν στην τελευταία δεκαοχταετία (1198-1997) στην κατανομή της "πίτας" του δηλωθέντος εισοδήματος και του φόρου που πληρώθηκε, αποτελούν ατράνταχτη απόδειξη για το βαθιά ταξικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος στην Ελλάδα. Σύμφωνα, λοιπόν, με την επεξεργασία των επίσημων στοιχείων του υπουργείου Οικονομικών, προκύπτει ότι σε κάθε 100 δραχμές εισοδήματος που δηλώθηκε από όλες τις κατηγορίες των φορολογουμένων:

  • Με βάση την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που υποβλήθηκαν το 1981 (για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 1980), οι 62,60 δραχμές ήταν εισοδήματα που είχαν δηλώσει οι μισθωτοί και συνταξιούχοι (49,40 δραχμές από τους μισθωτούς και 13,20 δραχμές από τους συνταξιούχους), οι 29,80 δραχμές προέρχονταν από τους εμποροβιομηχάνους και εισοδηματίες (25,40 δραχμές οι εμποροβιομήχανοι - βιοτέχνες και 4,40 δραχμές οι εισοδηματίες) και οι υπόλοιπες 7,70 δραχμές από τους υπόλοιπους φορολογούμενους (7,50 δραχμές από τους ελεύθερους επαγγελματίες και 0,20 δραχμές από τους αγρότες).
  • Με βάση την εκκαθάριση των δηλώσεων που υποβλήθηκαν το 1997 (για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 1996), οι 65,60 δραχμές προέρχονταν από μισθωτούς και συνταξιούχους (οι 44,50 δραχμές από μισθωτούς και οι 21,10 δραχμές από συνταξιούχους). Την ίδια χρονιά οι εμποροβιομήχανοι και βιοτέχνες και εισοδηματίες (δηλαδή οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι) δήλωσαν στην εφορία το 25% των εισοδημάτων.

Για την εκκαθάριση των δηλώσεων που υποβλήθηκαν φέτος και αφορούσαν τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 1997,δεν υπάρχουν οριστικά στοιχεία. Ομως, η εικόνα δεν έχει αλλάξει, καθώς οι μισθωτοί και συνταξιούχοι φορολογούνται από την εφορία σαν ...πλούσιοι και οι πλούσιοι μεγαλοεπιχειρηματίες σαν... φτωχοί και άποροι! Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων αυξάνονται σε μονοψήφιους αριθμούς και πάντα κάτω από τον πληθωρισμό, ενώ αντίθετα τα κέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών και μεγαλοεισοδηματιών καλπάζουν στα ύψη με ρυθμούς πολλαπλάσιους του πληθωρισμού.

Η φορολογική επιβάρυνση

Το γεγονός ότι το ισχύον φορομπηχτικό σύστημα του 1980 έγινε φορομπηχτικότερο για τα πλατιά λαϊκά στρώματα προκύπτει και από την κατανομή της "πίτας" του φόρου που πληρώθηκε. Συγκεκριμένα για κάθε 100 δραχμές προσωπικό φόρο εισοδήματος που εισέπραττε το κράτος:

  • Το 1980 (εισοδήματα που δηλώθηκαν το 1981) η Εφορία έπαιρνε τις 52,10 δραχμές από τους μισθωτούς και συνταξιούχους (38,80 δραχμές από τους μισθωτούς και 13,30 δραχμές από τους συνταξιούχους), τις 35,30 δραχμές από τους... "φτωχούς" εμποροβιομηχάνους (29,80 δραχμές από τους εμποροβιομηχάνους και βιοτέχνες και 5,50 δραχμές από τους εισοδηματίες) και τις υπόλοιπες 12,60 δραχμές από τους άλλους φορολογούμενους (12,40 δραχμές από τους ελεύθερους επαγγελματίες και 0,20 δραχμές από τους αγρότες).
  • Το 1996 (εισοδήματα που δηλώθηκαν το 1997) η Εφορία έπαιρνε τις 56,80 δραχμές από τους μισθωτούς και συνταξιούχους (41,20 δραχμές των μισθωτών και 15,60 δραχμές των συνταξιούχων), 29,20 δραχμές από τους εμποροβιομηχάνους και εισοδηματίες (24 δραχμές από εμποροβιομηχάνους και βιοτέχνες - η αύξηση οφείλεται κυρίως στην εφαρμογή των "αντικειμενικών" κριτηρίων που έπληξε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και όχι στο φιλότιμο των μεγαλοεπιχειρηματιών να δηλώσουν περισσότερα από τα παχυλά εισοδήματά τους - και 5,40 δραχμές από τους εισοδηματίες).

Τα παραπάνω στοιχεία - τα οποία δείχνουν πόσο κάλπικες ήταν οι διακηρύξεις τόσο της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ στα τελευταία 18 χρόνια για φορολογικές "επαναστάσεις" που θα κάνουν δικαιότερη την κατανομή των φορολογικών βαρών - ανατρέπουν τους ισχυρισμούς του κυρίου υφυπουργού ότι δήθεν η κυβέρνηση του εκσυγχρονιστή πρωθυπουργού Κ. Σημίτη μείωσε τα φορολογικά βάρη από τους "μη έχοντες και μη κατέχοντες" και τα αύξησε για τους πλούσιους έχοντες και κατέχοντες.

Οσον αφορά τον ισχυρισμό που πρόβαλε - χωρίς να κοκκινίζει ο υφυπουργός Οικονομικών - ότι δηλαδή η κυβέρνηση δεν τιμαριθμοποίησε τη φορολογική κλίμακα και τα αφορολόγητα ποσά, επειδή δήθεν ήθελε να ευνοήσει τους εργαζόμενους και τους οικονομικά αδύνατους και να τιμωρήσει τους μεγαλοεπιχειρηματίες και οικονομικά ισχυρούς, τα στοιχεία που έδωσε ο ίδιος στη Βουλή τον διαψεύδουν. Από τους πίνακες που κατέθεσε στη Βουλή ο κ. Δρυς, προκύπτει ότι, με την απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη να μην τιμαριθμοποιήσει τη φορολογική κλίμακα, η ωφέλεια για το δημόσιο (και άρα η ζημιά για τους φορολογούμενους) θα ανέλθει σε περίπου 97 δισ. δραχμές.

Η συνολική επιβάρυνση, μόνο από τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας για το 1998, θα ανέλθει σε περίπου:

  • 3,2 δισ. δραχμές για τους 1.350.000 φορολογούμενους που εμφανίζονται στην εφορία με εισόδημα μέχρι 2.500.000 δραχμές το χρόνο.
  • 23 δισ. δραχμές για τους 1.600.000 φορολογούμενους που εμφανίζονται στην εφορία με ετήσιο εισόδημα από 2.500.000 μέχρι και 4.000.000 δραχμές το χρόνο.
  • 26 δισ. δραχμές για τους 850.000 φορολογούμενους με ετήσιο εισόδημα από 4.000.000 μέχρι και 7.000.000 δραχμές.
  • 9 δισ. δραχμές για τους 120.000 περίπου φορολογούμενους που δηλώνουν στην εφορία ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο από 7.000.000 δραχμές.

Η φορολογική ληστεία δεν κρύβεται με ψέματα

Τα επιλεκτικά στοιχεία που κατέθεσε στη Βουλή ο υφυπουργός Οικονομικών Γ. Δρυς, για να αποδείξει πως επί κυβέρνησης Σημίτη έγινε "δικαιότερη η κατανομή των φορολογικών βαρών", απλά επιβεβαιώνουν τη ρήση ότι στην Ελλάδα "ευημερούν οι αριθμοί και υποφέρουν οι άνθρωποι"

"Ο προϋπολογισμός του 1999 (...) είναι ένας δίκαιος προϋπολογισμός ενός κράτους σε ανάπτυξη. Είναι ένας προϋπολογισμός με αυξημένη ευαισθησία και προοπτική ευημερίας". Τα λόγια αυτά αποτελούν ένα μικρό τμήμα της 17σέλιδης ομιλίας που έκανε στη Βουλή - στη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό του 1999 - ο υφυπουργός Οικονομικών Γ. Δρυς,την οποία διάνθισε με μια σειρά πίνακες και διαγράμματα με φορολογικά στοιχεία, που αποσκοπούσαν στο να αποδείξουν το αναπόδεικτο. Οτι, δηλαδή, το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα έγινε επί των ημερών "δικαιότερο" στην κατανομή των βαρών. Και επειδή γνώριζε πως δύσκολα θα μπορούσε να πείσει με όσα έλεγε, ότι δηλαδή επί κυβέρνησης Σημίτη έγινε πράξη το σχετικό άρθρο του Συντάγματος που ορίζει πως "κάθε Ελληνας πολίτες πρέπει να συμβάλει στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες", δε δίστασε να πει και μισές αλήθειες που στην πράξη ισοδυναμούσαν με χοντρά ψέματα.

Ιδού μερικά από αυτά:

Ψέμα 1ο

Επικαλέστηκε στοιχεία του προϋπολογισμού που δείχνουν ότι το 1998 συγκριτικά με το 1993 μειώθηκε το ποσοστό συμμετοχής των έμμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό είναι αλήθεια και δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε την ειλικρίνεια των στοιχείων ή την εκτίμηση πως γενικά οι έμμεσοι φόροι είναι πιο αντιλαϊκοί σε σχέση με τους άμεσους φόρους. Αμφισβητούμε όμως τον ισχυρισμό του κυρίου υφυπουργού, ότι δηλαδή κάθε αλλαγή της σχέσης έμμεσων - άμεσων φόρων, με τη μείωση των πρώτων και την αύξηση των δεύτερων οδηγεί σε ντε φάκτο... δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών.Αυτό είναι χοντρό ψέμα,επειδή η αύξηση του μεριδίου συμμετοχής των άμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων - που σημειώθηκε στο διάστημα από το 1993 μέχρι το 1998 - οφείλεται σε μια σειρά κυβερνητικές ρυθμίσεις και μέτρα, που "βελτίωσαν" επί τω... αντιλαϊκότερω τους άμεσους φόρους.

Ανάμεσα στα μέτρα αυτά, ήταν:

  • Η θεσμοθέτηση των λεγόμενων αντικειμενικών κριτηρίων,με την εφαρμογή των οποίων έγινε πιο φορομπηχτική και πιο άδικη η φορολογία στα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων βιοτεχνών - εμπόρων και αγροτών κτλ., καθώς τους υποχρέωνε να πληρώνουν κεφαλικό φόρο,ανεξάρτητα αν τα εισοδήματά τους αυξάνονταν ή μειώνονταν.
  • Η μη τιμαριθμοποίηση ή υποτιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και των αφορολόγητων ποσών ή των φόρων που εκπίπτουν.
  • Η μείωση των κλιμακίων φορολογίας εισοδήματος και η καθιέρωση νέας φορολογικής κλίμακας - που έγινε λιγότερο προοδευτική - σε συνδυασμό με τη μείωση του ανώτατου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από 49% σε 45%.
  • Η κατάργηση μιας σειράς φοροαπαλλαγών,που στο μεγαλύτερο μέρος τους έπληξε τους φορολογούμενους με μικρά και μεσαία εισοδήματα.

Ολοι οι παραπάνω παράγοντες συνέβαλαν καθοριστικά στο να αυξηθούν ταχύτερα οι άμεσοι φόροι σε σχέση με τους έμμεσους και έτσι να μειωθούν οι δεύτεροι συγκριτικά με τους πρώτους. Και πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι μεγάλο μερίδιο στην ταχεία αύξηση των άμεσων φόρων και ειδικότερα των φόρων εισοδήματος είχαν οι φόροι που πλήρωσαν οι αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες, βιοτέχνες, έμποροι, αγρότες, που ήταν και παραμένουν τα μεγάλα θύματα, των λεγόμενων αντικειμενικών κριτηρίων...

Ψέμα 2ο

Υποστήριξε ο κύριος υφυπουργός πως "η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας ωφελεί κυρίως τα υψηλά εισοδήματα". Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, ισχυρίστηκε πως η κυβέρνηση δεν τιμαριθμοποίησε τη φορολογική κλίμακα, επειδή δήθεν ήθελε να βάλει χέρι στα εισοδήματα των πλουσίων και να ευνοήσει τους εργαζόμενους και τους οικονομικά αδύνατους!Και για να γίνει πιο πειστικός, απέναντι στους βουλευτές και την κοινή γνώμη, κατέθεσε στη Βουλή και έδωσε στους δημοσιογράφους μια σειρά πίνακες, από τους οποίους προκύπτουν οι επιπτώσεις που θα έχει η απόφαση της κυβέρνησης να μην τιμαριθμοποιήσει τη φορολογική κλίμακα για τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν το 1999.

Από τους πίνακες αυτούς προκύπτει ότι η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας θα έχει ως συνέπεια τα εισοδήματα από 2,5 μέχρι 4 εκατ. δραχμές το χρόνο (που αντιπροσωπεύουν το 75% των φορολογουμένων), να επιβαρυνθούν με πρόσθετους φόρους από 2.500 μέχρι και 14.500 δραχμές το χρόνο (φορολογική επιβάρυνση από 0,1% μέχρι και 0,48%). Για τα εισοδήματα από 4 μέχρι 8 εκατ. δραχμές (που αντιπροσωπεύουν το 22,5%) η φορολογική επιβάρυνση κυμάνθηκε από 14.242 μέχρι και 75.959 δραχμές το χρόνο (ήτοι επιβάρυνση από 0,4% μέχρι 0,95%). Τέλος, για τα μεγάλα εισοδήματα που κυμαίνονται από 8 μέχρι και 15 εκατ. δραχμές η φορολογική επιβάρυνση ήταν από 75.959 ήτοι από 0,5% μέχρι 0,8%. Από τα στοιχεία αυτά, δεν τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ότι δήθεν η τιμαριθμοποίηση ευνόησε τους φτωχούς και επιβάρυνε τους πλούσιους, αφού η επιβάρυνση ήταν για όλους σχεδόν η ίδια με ανεπαίσθητες μικροδιαφοροποιήσεις.

Αν στις παραπάνω απώλειες - τις οποίες ομολογεί δημόσια ο υφυπουργός Οικονομικών - προσθέσουμε και τις απώλειες από τη μη τιμαριθμοποίηση των αφορολόγητων ποσών (για αποδείξεις, για γιατρούς κτλ.) ή των φόρων που εκπίπτουν (που δικαιούνται οι έγγαμοι και άλλοι φορολογούμενοι), τότε οι απώλειες είναι ακόμα μεγαλύτερες για τους μισθωτούς και συνταξιούχους. Κι αυτό, γιατί οι τελευταίοι και να θέλουν, δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν, όπως οι επιχειρηματίες, που παρουσιάζουν άριστες επιδόσεις στο "εθνικό σπορ" της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο κύριος υφυπουργός προτίμησε να μη δώσει και τους υπόλοιπους πίνακες με τα φορολογικά στοιχεία - που δείχνουν την κατανομή των φορολογικών βαρών, ανάλογα με την κατηγορία των φορολογουμένων (μισθωτοί - συνταξιούχοι, επιχειρηματίες, αγρότες κλπ). Αν είχε δώσει τους πίνακες αυτούς, θα ανατρεπόταν ο ισχυρισμός του περί "δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών", επειδή θα φαινόταν ότι το 1998 το μερίδιο των μισθωτών και συνταξιούχων στο συνολικό προσωπικό φόρο εισοδήματος, παραμένει γύρω στο 60% - όσο δηλαδή και το 1990 ή το 1995 ή το 1997 - παρά το γεγονός ότι τα πραγματικά τους εισοδήματα μειώθηκαν με τις εισοδηματικές πολιτικές των αυξήσεων κάτω από τον πληθωρισμό. Επίσης, αμετάβλητο έμεινε το μερίδιο των φόρων που πληρώνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, παρά το γεγονός ότι την τελευταία οκταετία τα επίσημα και φανερά κέρδη τους αυξάνονται με ρυθμούς πολλαπλάσιους του πληθωρισμού.

Ψέμα 3ο

Είπε ο κύριος υφυπουργός στη Βουλή πως "τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα - μέχρι 4 εκατ. δραχμές - δε θα έχουν ούτε την αυτή επιβάρυνση (σ. σ. των 2.500 μέχρι 14.500 δραχμών που αναφέραμε παραπάνω), διότι η απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει τη φορολογία σε μια σειρά αγαθά που χρησιμοποιούν οι Ελληνες πολίτες θα αποφέρει συνολικά μεγαλύτερη ωφέλεια". Κανείς, δεν επέκρινε την κυβέρνηση για την απόφασή της να μειώσει τους έμμεσους φόρους στη βενζίνη, το πετρέλαιο θέρμανσης, το ηλεκτρικό ρεύμα και το αυτοκίνητο. Μόνο που η απόφασή της αυτή: Πρώτον, δεν πάρθηκε επειδή ήθελε να προστατέψει τα εισοδήματα των εργαζομένων και των οικονομικά αδύνατων, αλλά επειδή η κυβέρνηση θέλει να μειώσει πάση θυσία τον πληθωρισμό στο όριο ή κοντά στο όριο, που θα επιτρέψουν την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001. Δεύτερον, η μείωση των έμμεσων φόρων - καθώς και το ποσοστό που αυτή θα συμβάλει στη μείωση του πληθωρισμού το 1999 - ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία που πάρθηκαν υπόψη για την απόφαση της κυβέρνησης να περιορίσει τις ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων με την εισοδηματική πολιτική του 1999 μόλις στο 1,5%, ποσοστό που έτσι κι αλλιώς είναι μικρότερο του πληθωρισμού. Εξάλλου, οι μειώσεις στους έμμεσους φόρους που αποφασίστηκαν - με εξαίρεση τη μείωση του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα - αφορούν επιμέρους κατηγορίες των φορολογουμένων και όχι το σύνολο. Για παράδειγμα, από τη μείωση της φορολογίας στα αυτοκίνητα θα ωφεληθούν μόνο μερικές χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες εργαζομένων που θα αγοράσουν αυτοκίνητο.

Ψέμα 4ο

Τέλος, ο κύριος υφυπουργός υποστήριξε ότι "με τα οφέλη που επιφέρει η μείωση των έμμεσων φόρων στα ελληνικά νοικοκυριά, επιτυγχάνεται και η μείωση του πληθωρισμού, ο οποίος αποτελεί βασικό κριτήριο για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ". Και επιχειρώντας να εμφανίσει τη μείωση του πληθωρισμού σαν κάτι που είναι ντε φάκτο καλό για τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι "η διατήρησή του (σ. σ. του πληθωρισμού) σε υψηλά επίπεδα αποδυναμώνει την αγοραστική δύναμη των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων". Και αυτός ο ισχυρισμός του κυρίου υφυπουργού - ότι δήθεν από τη μείωση του πληθωρισμού κερδίζουν μόνο οι εργαζόμενοι - είναι αυθαίρετος. Στην ουσία ο κύριος Δρυς λέει και πάλι ψέματα, για τον απλό λόγο ότι παράλληλα με τη μείωση του πληθωρισμού, η κυβέρνηση μειώνει και τις ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων που καθορίζει με την εισοδηματική της πολιτική. Η μείωση του πληθωρισμού θα ήταν επωφελής για τους εργαζόμενους και γενικά την αγοραστική δύναμη των μεσαίων στρωμάτων, μόνο στην περίπτωση που η μείωση του πληθωρισμού δε συνοδευόταν με εισοδηματικές πολιτικές που περιορίζουν τις ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων σε ποσοστά μικρότερα του επίσημου πληθωρισμού. Ομως, στην Ελλάδα, παρατηρείται το ευτράπελο, όσο μειώνεται ο πληθωρισμός, τόσο περισσότερο μειώνονται οι ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων και ανοίγει η "ψαλίδα" σε βάρος των εργαζομένων.

Πέρα όμως από τους αριθμούς που προβάλλει ο υφυπουργός Οικονομικών Γ. Δρυς, ότι δήθεν από τον Οκτώβρη του 1993 που επανήλθε το ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία μέχρι σήμερα και κυρίως από το 1996 που στην κυβέρνηση βρίσκεται ο "εκσυγχρονιστής" πρωθυπουργός Κ. Σημίτης μειώθηκαν τα φορολογικά βάρη για τους οικονομικά ασθενέστερους, υπάρχει και η πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα που βιώνουν οι φορολογούμενοι με μικρά και μεσαία εισοδήματα έγινε ακόμη πιο σκληρή, καθώς έχουν φορτωθεί και πληρώνουν ακόμη μεγαλύτερα φορολογικά βάρη.Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν και τα επίσημα στοιχεία, που παραθέτουμε στην επόμενη σελίδα, που δείχνουν την κατανομή των φορολογικών βαρών ανά κατηγορία φορολογουμένων από το 1980 μέχρι σήμερα, αλλά και το γεγονός ότι με τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, η κυβέρνηση παίρνει τα πολλά από τους πολλούς και φτωχούς και τα λίγα από τους λίγους χρυσοκάνθαρους του πλούτου και τους μεγαλοεισοδηματίες.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ