Copyright 2020 The Associated |
Ο 47χρονος είναι το πολλοστό θύμα της αστυνομικής βίας στις ΗΠΑ και πέθανε από ασφυξία, στη διάρκεια της σύλληψής του από λευκό αστυνομικό, με βεβαρημένο παρελθόν παραβατικότητας, ο οποίος επί οκτώ περίπου λεπτά τού πατούσε το λαιμό με το γόνατο, παρά το γεγονός ότι ο Αφροαμερικανός ήταν ανήμπορος να αντιδράσει σε οτιδήποτε. Περιορίστηκε έτσι μάταια να εκλιπαρεί για τη ζωή του επαναλαμβάνοντας τη φράση «I can't breathe» («Δεν μπορώ να αναπνεύσω»), που έγινε και το σύνθημα των λαϊκών κινητοποιήσεων.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό που προκαλεί ασφυξία στα λαϊκά στρώματα των ΗΠΑ είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός που σάπισε και ευθύνεται για το ρατσισμό, την αστυνομική βία, την άγρια εκμετάλλευση και τις μεγάλες ανισότητες. Ολα αυτά που δημιουργούν το υπόβαθρο για τις μεγάλες κινητοποιήσεις, αλλά και για τη μεγάλη καταστολή από την πλευρά της κυβέρνησης Τραμπ.
Αλλωστε, είναι πολύ νωπά στα μυαλά όλων η ανυπαρξία του κράτους στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και ζωής στη διάρκεια της πανδημίας, το ιδιωτικοποιημένο και απλησίαστο για τους πολλούς σύστημα Υγείας, που μεγάλωσε την αγανάκτηση και πυροδότησε τη μαζική διαμαρτυρία, με αφορμή το θάνατο του Αφροαμερικανού. Ξεπερνούν τις 110.000 οι νεκροί από τον κορονοϊό και τα 42.000.000 οι νέοι άνεργοι, συνέπεια της ύφεσης στην οικονομία, όπου η πανδημία επέδρασε καταλυτικά.
Η κυβέρνηση Τραμπ ενεργοποίησε από την πρώτη στιγμή την ομοσπονδιακή αστυνομία, βλέποντας την απροθυμία τοπικών αρχών σε ορισμένες Πολιτείες να επιβάλουν με κάθε τρόπο την τάξη, όπως ζήτησε. Οι διαδηλώσεις έφτασαν τη βδομάδα που μας πέρασε μέχρι τον περίβολο σχεδόν του Λευκού Οίκου, κάνοντας τον Τραμπ και την οικογένειά του να μεταφερθούν για λίγη ώρα σε ασφαλές καταφύγιο.
Επόμενο βήμα ήταν η επιβολή απαγόρευσης της κυκλοφορίας σε πολλές πολιτείες, με άλλοθι κρούσματα βανδαλισμών σε κινητοποιήσεις, ακόμα και προβοκάτσιες. Ενεργοποιώντας νόμο για την «εθνική ασφάλεια», η κυβέρνηση επιχείρησε να αναθέσει και στο στρατό καθήκοντα καταστολής του πλήθους, προκαλώντας την αντίδραση του υπουργού Αμυνας και φήμες για αποπομπή του.
Ανάλογα φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στα πιο χαμηλά κλιμάκια του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, με πολλούς αξιωματικούς και απλούς ένστολους να συμπαρατάσσονται με τους διαδηλωτές, ή να αρνούνται την καταστολή τους. Δεν λείπουν βέβαια και περιπτώσεις όπου ακροδεξιές ομάδες παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, πυροβολώντας ακόμα και ενάντια στο πλήθος των διαδηλωτών.
Η αγανάκτηση και η μαχητικότητα των διαδηλωτών δεν άφησαν φυσικά αδιάφορο τον άλλο πόλο του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, το κόμμα των Δημοκρατικών, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που οι ΗΠΑ βρίσκονται σε προεκλογική περίοδο. Με παρεμβάσεις τους, στελέχη των Δημοκρατικών, ακόμα και ο πρώην Πρόεδρος Μπ. Ομπάμα, σηκώνουν κουρνιαχτό για το ρατσισμό και τις ανισότητες, κρύβοντας ότι και στην περίοδο της δικής τους διακυβέρνησης δεν έλειψαν οι ανθρωποκτονίες από την αστυνομία, ούτε βέβαια οι κοινωνικές - ταξικές ανισότητες.
Δείχνοντας τα αντανακλαστικά του αστικού πολιτικού συστήματος σε αυτές τις δύσκολες ώρες, και μάλιστα στη Μέκκα του καπιταλισμού, οι Δημοκρατικοί και επιτελεία που συνδέονται μαζί τους επαναλαμβάνουν μονότονα την ανάγκη να αποτελέσει η δολοφονία του 47χρονου Αφροαμερικανού κίνητρο για μαζική προσέλευση στην κάλπη, προσπαθώντας να εκτονώσουν αλλά και να καπηλευτούν τη δίκαιη λαϊκή αγανάκτηση.
Σε κάθε περίπτωση, οι λαϊκές αντιδράσεις στη δολοφονία Φλόιντ ανέδειξαν ξανά τις βαθιές διαιρέσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ και τις ενδοαστικές αντιθέσεις που κορυφώνονται τα τελευταία χρόνια πάνω στο βασικό ζητούμενο για την αστική τάξη της χώρας: Με ποια πολιτική και με ποιες συμμαχίες θα μπορέσουν οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την άνοδο των ανταγωνιστών τους και να διατηρήσουν τη θέση τους στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Καθόλου τυχαία, η άγρια καταστολή των διαδηλωτών προκάλεσε την αντίδραση της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν, που έχουν βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο των ΗΠΑ με κατηγορίες για περιστολή των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Παίρνοντας τη «ρεβάνς» στη σκακιέρα των ανταγωνισμών, τα αντίπαλα κέντρα και κράτη κατηγορούν τις ΗΠΑ για τη βάρβαρη αντιμετώπιση των λαϊκών διαμαρτυριών, ενώ το ζήτημα έφτασε μέχρι τον ΟΗΕ, που συνέστησε «έρευνα» για τους δράστες της δολοφονίας και ...μετριοπαθέστερη διαχείριση από την κυβέρνηση της αγανάκτησης για το θάνατο του Φλόιντ.
Στον αντίποδα, με μεγάλες κινητοποιήσεις σε πολλές χώρες του κόσμου, ανάμεσά τους και στην Ελλάδα, το εργατικό - λαϊκό κίνημα εκφράζει την αλληλεγγύη του στους διαδηλωτές των ΗΠΑ, που συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους, παρά τις συλλήψεις, την τρομοκρατία και τις απειλές στη «γη της ελευθερίας», όπως θέλουν να παρουσιάζουν την Αμερική...
«Η κυβέρνηση Τραμπ, όπως και αυτή του προκατόχου του, Ομπάμα, και όλες οι έως τώρα αμερικανικές κυβερνήσεις, Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, έχουν μεγάλες ευθύνες, γιατί τα ρατσιστικά εγκλήματα, η αστυνομική βία και καταστολή δεν σταμάτησαν ποτέ.
Ταυτόχρονα, με τους πολέμους και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που διεξάγουν στο εξωτερικό, τροφοδοτούν το φυλετικό και εθνικιστικό μίσος, προκαλούν αιματοκυλίσματα, σπέρνουν μεγάλα βάσανα για τους λαούς. Γι' αυτό και εκτίθενται για ακόμη μια φορά η κυβέρνηση της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα, που θεωρούν τις ΗΠΑ "σύμμαχο" του ελληνικού λαού εμπλέκοντας τη χώρα στους αμερικανοΝΑΤΟικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς».
Η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ έκανε παρέμβαση στην Ευρωβουλή.
Η ΚΝΕ διοργάνωσε στην Αθήνα διαμαρτυρία στην αμερικάνικη πρεσβεία και παρεμβάσεις σε όλη τη χώρα.
Φορείς του εργατικού - λαϊκού κινήματος, με κάθε τρόπο, με ανακοινώσεις, με πανό και πλακάτ σε εργατικές κινητοποιήσεις, φοιτητές, γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη κ.α. καταδίκασαν τη δολοφονία του Τζ. Φλόιντ και εξέφρασαν την αμέριστη αλληλεγγύη τους στον αγωνιζόμενο αμερικανικό λαό. Το κύμα αλληλεγγύης αγκάλιασε και πολλές άλλες χώρες και πόλεις του κόσμου με μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις. Η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία εγκαινίασε διεθνή καμπάνια με σύνθημα «Να σταματήσουν οι ρατσιστικές δολοφονίες, αγώνας για τη ζωή και τα δικαιώματα των εργαζομένων». Ανακοίνωση εξέδωσε και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης.