ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Ιούνη 1998
Σελ. /64
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Επιχείρηση για καθαρά... τραπεζικά κέρδη

Η κυβέρνηση δεν εξετάζει καν εναλλακτικές προτάσεις για τη χρηματοδότηση των αναγκών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, μέσω μηχανισμών, που θα απάλλασσαν τον κρατικό προϋπολογισμό από τα υψηλά επιτόκια που καθορίζουν οι τράπεζες, και τις σχετικές "προμήθειες"

Διαστάσεις σκανδάλου με απροσδιόριστο μάλιστα κόστος και άλλες επιπτώσεις, για την οικονομία της χώρας γενικά και τα δημοσιονομικά ειδικότερα, προσλαμβάνει η εμμονή της κυβέρνησης να αναθέσει ουσιαστικά στις τράπεζες την υπόθεση της χρηματοδότησης των αναγκών του δημοσίου. Τα υψηλά επιτόκια που καθορίζουν οι τραπεζίτες και οι "προμήθειες" που καταβροχθίζουν σε κάθε έκδοση δημόσιων τίτλων, ισοδυναμούν με απώλειες δεκάδων δισεκατομμυρίων το χρόνο, τα οποία ουσιαστικά υφαρπάζονται από τους φορολογούμενους και προσφέρονται στις τράπεζες. Η σκανδαλώδης αυτή πολιτική μάλιστα αποκτά και το χαρακτήρα της πρόκλησης, αφού η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών απορρίπτουν και κάθε εναλλακτική πρόταση, διασφάλισης ουσιαστικά του δημοσίου χρήματος. Αλωστε, σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες του "Ρ", υπάρχει διαμορφωμένη πρόταση υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Οικονομικών, η οποία, αν είχε υιοθετηθεί, θα επέτρεπε στο ελληνικό δημόσιο να καλύψει τις δανειακές του ανάγκες με μικρότερο επιτόκιο, - της τάξης του 7% αντί για 9% που δανείζεται σήμερα από τις τράπεζες - γεγονός που θα απέφερε ετήσια εξοικονόμηση δεκάδων δισεκατομμυρίων δραχμών! Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, η οποία στηρίζεται σε ανάλογη εμπειρία του υπουργείου Οικονομικών της Αγγλίας, η ανάπτυξη τραπεζικών εργασιών (συγκεκριμένα γίνεται λόγος για προσέλκυση καταθέσεων ταμιευτηρίου) από το ίδιο το υπουργείου Οικονομικών, θα επέτρεπε να δανείζεται το ελληνικό δημόσιο με φθηνότερο χρήμα και να απαλλαγεί από τα τοκογλυφικά επιτόκια που με το "έτσι θέλω" επιβάλλουν οι εμπορικές τράπεζες μέσω δημοπρασιών - "μαϊμού". Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου (Γ. Παπαντωνίου και Ν. Χριστοδουλάκης) όχι μόνο δεν προτίθενται να εξετάσουν τις προτάσεις αυτές, αλλά έχουν επιλέξει να παραδώσουν (να ιδιωτικοποιήσουν για την ακρίβεια) την ίδια τη διαχείριση του τεράστιου δημόσιου χρέους, των 43 τρισ. δραχμών, στο τραπεζικό σύστημα. Τέτοιο μέτρο ήταν η δημιουργία του θεσμού των λεγόμενων "Πρωτογενών Διαπραγματευτών" όπως και η δημιουργία του "Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους", όπου το βαρύ χέρι των τραπεζιτών έχει βάλει τη σφραγίδα του.

Από την πλευρά τους υπηρεσιακοί παράγοντες και στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αναφερόμενοι στις τράπεζες, κάνουν λόγο για "σφίγγες που απομυζούν κάθε ικμάδα του ελληνικού δημοσίου", το οποίο παρομοιάζουν με "την αγγελαδα που την αρμέγουν κατά ληστρικό τρόπο, για να τροφοδοτεί τα τραπεζικά κέρδη". Σύμφωνα με άλλους παράγοντες, στην προκειμένη περίπτωση έχουμε μια καραμπινάτη κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, όπου το υπερχρεωμένο ελληνικό δημόσιο δανείζεται με τοκογλυφικά επιτόκια από τις τράπεζες.

Αν προσέξει κανείς το ύψος των επιτοκίων που διαμορφώνεται στις τακτικές"δημοπρασίες" - μαϊμού του υπουργείου Οικονομικών από τους λεγόμενους "Βασικούς Διαπραγματευτές", δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι κάθε τέτοια δημοπρασία αντιστοιχεί και με ένα σκάνδαλο. Και εδώ βέβαια μιλάμε για ποσά τρισεκατομμυρίων δραχμών. Σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό του 1998, για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (τόκοι μαζί με χρεολύσια), το 1996 διατέθηκαν 7,1 τρισ. δραχμές, το 1997 6,8 τρισ. δραχμές και για το 1998 υπάρχει πρόβλεψη για 6,2 τρισ. δραχμές. Οι δε δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους αποτελούν σήμερα το μεγαλύτερο κονδύλι του κρατικού προϋπολογισμού, και το μόνο που η κυβέρνηση Σημίτη δεν τολμά να αναφέρει ότι"θα επανεξετάσει σε μηδενική βάση". Αυτή την πρόταση αναφέρουν οι οικονομικοί υπουργοί, όταν πρόκειται να μιλήσουν για περικοπές κοινωνικών δαπανών.

H πρόταση

Η πρόταση των υπηρεσιακών παραγόντων στηρίζεται στην ανάπτυξη τραπεζικών εργασιών από το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών. Οπως υποστηρίζουν, αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω συνεργασίας με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, το οποίο θα αναλάμβανε να συγκεντρώνει καταθέσεις για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου, με την προσφορά ενός ανταγωνιστικού επιτοκίου. Οπως ισχυρίζονται, ανάλογη θετική εμπειρία υπάρχει σήμερα στην Αγγλία, όπου το υπουργείο Οικονομικών, μέσω της ανάπτυξης τραπεζικών εργασιών (συγκέντρωση έντοκων αποταμιεύσεων) εξυπηρετεί τις δανειακές του ανάγκες.

Το όφελος από μία τέτοια κίνηση θα ήταν σημαντικό καθώς, μέσω των καταθέσεων, το δημόσιο θα μπορούσε να δανείζεται με επιτόκιο μέχρι και δύο μονάδες μικρότερο. Σε απόλυτους αριθμούς, αυτό σημαίνει μία ετήσια εξοικονόμηση ύψους δεκάδων δισ. δραχμών, τα οποία σήμερα καταλήγουν στην τσέπη των τραπεζών.

Τα παραδείγματα που αναφέρουν στηρίζονται στη σύγκριση των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού δημοσίου μέσω ομολογιών και των αντίστοιχων επιτοκίων καταθέσεων. Σήμερα το επιτόκιο καταθέσεων Ταμιευτηρίου που προσφέρουν οι τράπεζες είναι 8,75% και μετά την εκκαθάριση του φόρου 7,4%. Αντίθετα, στις τελευταίες δημοπρασίες το υπουργείο Οικονομικών, στην έκδοση τριετών ομολόγων δανείστηκε από τις τράπεζες με επιτόκιο 9,7% και μετά την εκκαθάριση του φόρου με 8,7% (σε έκδοση τρίμηνων γραμματίων είχε δανειστεί με επιτόκιο 10,8%!). Αν σε αυτό το 8,7% προστεθούν και οι γενναιόδωρες προμήθειες προς τις τράπεζες, οι οποίες έφταναν μέχρι και 0,45%, προκύπτει το συμπέρασμα ότι το υπουργείο Οικονομικών δανείζεται σχεδόν με επιτόκια μεγαλύτερα κατά δύο μονάδες, ως προς τα αντίστοιχα επιτόκια καταθέσεων Ταμιευτηρίου. Η διαφορά αυτή είναι το "χαράτσι" που επιβάλλουν οι τράπεζες στους εργαζόμενους - φορολογούμενους, που τα "τσεπώνουν" μέσω των εισπρακτικών μηχανισμών του υπουργείου Οικονομικών. Και πρόκειται για δεκάδες δισ. δραχμές σε ετήσια βάση.

Οι υπηρεσιακοί παράγοντες βέβαια δεν υποστηρίζουν ότι μέσω της διαδικασίας αυτής - της συγκέντρωσης καταθέσεων - θα μπορέσει το υπουργείο Οικονομικών να υποκαταστήσει τελείως τον τραπεζικό δανεισμό. Αναφέρουν όμως ότι αν το υπουργείο είχε στα χέρια του έναν τέτοιο μηχανισμό άντλησης φθηνότερου χρήματος, θα μπορούσε να διαπραγματεύεται από καλύτερες θέσεις με τους τραπεζίτες. Κατά δεύτερο, επισημαίνουν, ότι η εγκατάλειψη της μεθόδου έκδοσης ομολογιών με διοικητικά καθοριζόμενο επιτόκιο - όπου οι αγοραστές ήταν κυρίως μικροκαταθέτες - συνιστά χαριστική πράξη για τις τράπεζες, ενώ επιφέρει αντίστοιχη ζημία στο ελληνικό δημόσιο. Εχουμε, δηλαδή, σωρεία γεγονότων, τα οποία αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση Σημίτη έχει παραδώσει το κιούπι με το μέλη του δημόσιου χρέους, στις ορέξεις των τραπεζιτών.

Οι ληστές που φορούν σμόκιν

Μια αναδρομή στις ανακοινώσεις του υπουργείου Οικονομικών που αναφέρονται στα αποτελέσματα των εικονικών δημοπρασιών, κατά τον τελευταίο μήνα Μάη, είναι αρκετή για να πείσει και έναν κακοπροαίρετο ακόμη, για το μέγεθος της ληστείας που συντελείται με επίκεντρο το δημόσιο χρέος. Οπου οι τραπεζίτες διεκδικούν ρόλο ληστή - τοκογλύφου, ο ελληνικός λαός αποτελεί το θύμα της ανηλεούς ληστείας και η κυβέρνηση Σημίτη - η κάθε κυβέρνηση για να είμαστε δίκαιοι - ρόλο ενδιάμεσου εκπροσώπου των ληστών.

Με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός τον Απρίλη διαμορφώθηκε στο 5,3%, στη δημοπρασία Εντοκων Γραμματίων τρίμηνης διάρκειας που έγινε στις 4 Μάη, το υπουργείο Οικονομικών δανείστηκε 70 δισ. δραχμές με μεσοσταθμικό επιτόκιο

10,8%, που είναι 5,5 μονάδες μεγαλύτερο από τον τρέχοντα πληθωρισμό.

Στις 6 Μάη ανακοινώνεται η δημοπρασία 10ετών ομολόγων ύψους 220 δισ. δραχμών με σταθερό επιτόκιο 7,8%. Με δεδομένο ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να μειωθεί ο πληθωρισμός σε επίπεδα κάτω από 2% μέχρι το τέλος του 1999, αυτό απλά σημαίνει ότι οι κάτοχοι των τίτλων αυτών θα εισπράττουν για μια δεκαετία πραγματικά επιτόκια μεγαλύτερα των 5 μονάδων. Τέτοια προκλητικά πραγματικά επιτόκια είναι άγνωστα όχι μόνο στη Δ. Ευρώπη, αλλά ίσως σε ολόκληρο τον κόσμο. Φυσικά οι τραπεζίτες έτρεξαν σαν τρελοί να αγοράσουν.

Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται στις 14 Μάη, όταν προσφέρονται ομόλογα 15ετούς διάρκειας, ύψους 100 δισ. δραχμών και σταθερού επιτοκίου 7,5%. Τέλος, στις 25 Μάη διενεργείται νέα δημοπρασία τριετών ομολόγων ύψους 60 δισ. δραχμών, όπου το μεσοσταθμικό επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 9,65%. Αν ο πληθωρισμός αποκλιμακωθεί, σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις, οι κάτοχοι των ομολόγων θα εισπράττουν για τρία χρόνια πραγματικά επιτόκια 7 ολόκληρων μονάδων.

Οι δύο όψεις της απάτης

Οι τραπεζίτες, όμως, δεν κερδίζουν από τα υψηλά επιτόκια που επιβάλλουν στο ελληνικό δημόσιο με τις δημοπρασίες - "μαϊμού". Κερδίζουν και με τα χαμηλότερα επιτόκια που προσφέρουν στη λεγόμενη δευτερογενή αγορά ομολόγων. Το ομόλογο π.χ. με επιτόκιο 9,65% και με ημερομηνία έκδοσης 25/5/98, δεν το βάζουν στα συρτάρια των γραφείων, ώστε να περιμένουν να εισπράξουν τα κουπόνια στις 25/5 του 99, του 2000 και 2001. Το διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά. Με τι επιτόκιο όμως το πουλάνε; Οχι βέβαια με 9,65% αλλά με αρκετά χαμηλότερο, με 9,2% ή και με 9,1%. Αμέσως βάζουν τη διαφορά των 0,45 ή 0,55 μονάδων στην τσέπη χωρίς να έχουν ιδρώσει ούτε για μια στιγμή. Είμαστε στην κλασική περίπτωση του "ραντιέρη" που είχε αναφέρει ο Λένιν στον "Ιμπεριαλισμό" ο οποίος ζει από την τοκογλυφία. Αν, όμως, ο τραπεζίτης πουλά στον μικρό ιδιώτη ομόλογα με επιτόκιο 9,1%, αυτό σημαίνει ότι στο ίδιο επιτόκιο θα μπορούσε να πουλήσει και το ελληνικό δημόσιο στους ιδιώτες. Ποιος όμως εμποδίζει κάτι τέτοιο;

Οι δημοπρασίες - "μαϊμού"

Στα μέσα της νομισματικής κρίσης του προηγούμενου Οκτώβρη - όπου οι κάτοχοι δραχμών και ελληνικών κρατικών τίτλων τα εγκατέλειπαν πανικόβλητοι - ο υφυπουργός Οικονομικών με μια ανακοίνωση γνωστοποιούσε ότι ποτέ πλέον το ελληνικό δημόσιο δε θα εκδώσει κρατικούς τίτλους με διοικητικά καθοριζόμενο επιτόκιο και ότι οι δημοπρασίες θα γίνονταν πλέον μέσω των Βασικών Διαπραγματευτών. Γνωστοποιούσε δηλαδή ότι παρέδιδε το μηχανισμό έκδοσης κρατικών τίτλων στα χέρια των εννιά τραπεζών, οι οποίες συγκρότησαν το θεσμό των Βασικών Διαπραγματευτών. Μέσω του θεσμού αυτού οι τράπεζες πέτυχαν: να καθορίζουν από μονές τους τα επιτόκια των κρατικών τίτλων μέσα από προσυνεννοημένες - "ανταγωνιστικές" υποτίθεται - προσφορές. Να εκτοπίσουν τους μικρούς αποταμιευτές, καθώς η προσφορά δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 2 δισ. δραχμών. Πήραν, δηλαδή, αποκλειστικά στα χέρια τους τα χρυσοφόρα πακέτα των κρατικών τίτλων τα οποία και ροκανίζουν με πολύ μεγάλη όρεξη.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ