Σαράντα τρία χρόνια αργότερα, το 1976, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσιγκερ, συμβούλευε τον υπουργό Εξωτερικών της χούντας της Αργεντινής να επιλύσει το συντομότερο δυνατό «το πρόβλημα με τους τρομοκράτες». Τρομοκράτες, στην περίπτωση αυτή, ήταν οι Αργεντινοί δημοκράτες, που αγωνίζονταν για την ανατροπή του φασιστικού καθεστώτος. Η χούντα, όπως είναι γνωστό, απαντούσε με χιλιάδες συλλήψεις, δολοφονίες, «εξαφανίσεις», με χαρακτηριστική περίπτωση τη δολοφονία ιερέων και την εγκατάλειψη σαράντα επτά πτωμάτων στο δρόμο μέσα σε μία μόνο μέρα.
Τα δύο αυτά παραδείγματα, ανάμεσα στα εκατοντάδες και χιλιάδες άλλα παρόμοια, δείχνουν τι εννοούν οι αντιδραστικές δυνάμεις, όταν συζητούν για την πάταξη της τρομοκρατίας. Δείχνουν, επίσης, ότι η ιστορία της αντιτρομοκρατικής υστερίας κάθε άλλο παρά νέα είναι.
Ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε ένα ενδεικτικό ιστορικό αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο, μάλιστα, έρχεται από την Εσπερία: Αναφέρομαι στη σχετική ομολογία της εφημερίδας του γερμανικού μεγάλου κεφαλαίου, «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ», η οποία έγραφε στις 3.12.1974 ότι η δράση των τρομοκρατών της RAF ενίσχυσε και σταθεροποίησε τελικά το σύστημα, που, στα λόγια, προσπαθούσαν να πολεμήσουν. Αντίστοιχα, η γερμανική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα «Φόρβερτς» παραδεχόταν ότι τα μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία δε στρέφονταν «ενάντια στους 50 τρομοκράτες, αλλά ενάντια στα 60 εκατομμύρια πολίτες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας».
Στο ζήτημα αυτό, ότι, δηλαδή, η δράση τέτοιων οργανώσεων είναι ανοιχτά προβοκατόρικη και στρέφεται ενάντια στο λαό, οφείλει να τοποθετηθεί με ξεκάθαρο τρόπο κάθε φορέας, κάθε πολιτική δύναμη, κάθε εργαζόμενος. Αυτό πρέπει να γίνει, όχι για να γίνουμε αρεστοί στην κυρίαρχη τάξη, που ζητά υποκριτικά «να αποκηρύξουμε την τρομοκρατία και τη βία», αλλά για να προσανατολίσουμε τους λαϊκούς αγώνες σωστά και αποτελεσματικά.
Ετσι, τελικά, οι τρομοκρατικές ομάδες χρησιμοποιούνται για να συκοφαντηθεί το επαναστατικό κίνημα, για να ενταθεί στο έπακρο ο αυταρχισμός, για να αποπροσανατολιστούν οι λαϊκές μάζες από τα πραγματικά προβλήματα και για να καλλιεργηθεί σύγχυση στα λαϊκά στρώματα για τον τρόπο πάλης και απαλλαγής από την κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Χαρακτηριστικό για τους λεπτούς και αμφίσημους χειρισμούς, με τους οποίους φέρνουν σε πέρας οι ιμπεριαλιστικές υπηρεσίες τέτοιες αποστολές, είναι το ακόλουθο παράδειγμα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η τοποθέτηση εκείνης της εποχής του Μάλερ, σχετικά με τους σκοπούς των τρομοκρατών: «Μία όξυνση της καταπίεσης μέχρι και τη φασιστική τρομοκρατία (που θα προκληθεί από τη δράση οργανώσεων τύπου RAF), τελικά θα στρέψει το λαό ενάντια στο κράτος και θα τροφοδοτήσει, έτσι, την επαναστατική αντίσταση». Πρόκειται, βεβαίως, για αντιδραστική, φιλοφασιστική θέση, μασκαρεμένη με το μανδύα της επανάστασης. Αυτή η αντίληψη βρίσκεται, ρητά ή σιωπηρά, στη βάση της δράσης κάθε τρομοκρατικής οργάνωσης και, είτε διατυπώνεται από πολιτική αφέλεια, είτε εκ του πονηρού, δεν παύει να αποτελεί μια εξαιρετικά επιζήμια για το λαϊκό κίνημα θέση.
Αυτή είναι μία μόνον από τις αρνητικές αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις των δυνάμεων του κατεστημένου. Είναι επικίνδυνη, γιατί, αν σήμερα παραβιάζονται τα δικαιώματα ενός προβοκάτορα και εγκληματία, αυτό ανοίγει το δρόμο, ώστε αύριο να παραβιαστούν τα δικαιώματα κάθε πολίτη που κατηγορείται (άδικα) για κάποιο αδίκημα και ιδίως των λαϊκών αγωνιστών που θα βρεθούν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, επειδή, για παράδειγμα, σταμάτησαν τις ΝΑΤΟικές φάλαγγες ή επειδή έγραψαν αντιΝΑΤΟικά συνθήματα σε ένα μαντρότοιχο.
Ωστόσο, η υπεράσπιση των δικονομικών αυτών εγγυήσεων δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να αποτελεί τον πρώτο στόχο του κινήματος για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών κατακτήσεων του λαού. Αυτό για δύο λόγους:
Πρώτον, από την άποψη της ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος (και όχι από την άποψη μιας αφηρημένης, αστικο-δημοκρατικής αντίληψης), προέχει η υπεράσπιση των κατακτημένων δικαιωμάτων συλλογικής δράσης, όπως είναι η απεργία, η διαδήλωση, η διάδοση των απόψεων. Προέχει η υπεράσπιση των χιλιάδων αγροτών, συνδικαλιστών, φιλειρηνιστών, μαθητών, που δικάστηκαν και δικάζονται για τη συμμετοχή τους στους μαζικούς αγώνες.
Δεύτερον, η καυτηρίαση της όποιας τυχόν παραβίασης δικαιωμάτων του όποιου κατηγορούμενου δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχνάμε την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση των κατηγορουμένων της «17 Ν», δεν μπορούμε στιγμή να παραλείπουμε το γεγονός ότι όσοι συμμετείχαν σ' αυτήν έδρασαν ως πράκτορες της αντίδρασης, ως εχθροί του λαϊκού κινήματος και, μάλιστα, ανεξάρτητα από το αν υπήρξαν ή όχι έμμισθοι κάποιας μυστικής υπηρεσίας. Πολύ περισσότερο, η υπεράσπιση των δικονομικών εγγυήσεων δεν μπορεί να οδηγήσει σε κανενός είδους κλίμα συμπάθειας προς τους κάθε λογής προβοκάτορες της μιας ή της άλλης τρομοκρατικής οργάνωσης. Μια τέτοια συμπάθεια δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την επαναστατική συνείδηση, δεν έχει καμία σχέση με τις προοδευτικές ιδέες. Αντίθετα, αποτελεί στοιχείο του αυθόρμητου και, μάλιστα, αντιδραστική αντανάκλαση της κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας στη λαϊκή συνείδηση.
Αυτό έχει σημασία να υπογραμμιστεί, καθώς κύκλοι της μικροαστικής διανόησης και του λούμπεν προλεταριάτου, δηλαδή των ολότελα εξαθλιωμένων και περιθωριοποιημένων στοιχείων της κοινωνίας, γοητεύονται ενίοτε από τέτοιες δραστηριότητες. Ο μικροαστός, που δεν τολμά να διακινδυνεύσει συμμετέχοντας στις καθημερινές δυσκολίες του λαϊκού αγώνα, αρέσκεται να νομίζει ότι υπάρχει ένας σωτήρας, κάτι σαν τον θρυλικό Ζορό, που θα πάρει εκδίκηση και θα του λύσει τα προβλήματα, χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτα ή να διακινδυνεύσει κάτι και, κυρίως, χωρίς να χαλάσει τη ζεστασιά του καναπέ του.
Ιστορικά υπάρχει, επίσης, και ο παραπλήσιος τύπος του μικροαστού, που, υποτιμώντας το ρόλο των λαϊκών μαζών, της οργάνωσής τους και της μαζικής πάλης, καταφεύγει σε τυχοδιωκτισμούς, που υποκαθιστούν τις «ανόητες μάζες που δεν καταλαβαίνουν», εκτονώνοντας, παράλληλα, με τέτοιες ενέργειες τη συσσωρευμένη καταπίεση και το θυμό του μικροϊδιοκτήτη.