Με πρωτοβουλία της Οργάνωσης Φιλοσοφικής Αθήνας της ΚΝΕ 130 φοιτητές και φοιτήτριες παρακολούθησαν την παράσταση «Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι». Ο «Ρ» μίλησε με δύο απ' αυτούς
Ο «Ρ» μίλησε για το έργο και την παράσταση με την Ιουλία Χρονοπούλου, φοιτήτρια του Φιλολογικού, και τον Αλέξανδρο Δουλκέρη, φοιτητή του Ιστορικού Αρχαιολογικού, για την πρωτοβουλία της Οργάνωσης να παρακολουθήσει τη συγκεκριμένη παράσταση και για τις εντυπώσεις που τους άφησε ένα έργο που παραμένει ζωντανό 72 χρόνια (ο Μπρεχτ έγραψε το έργο το 1940).
Οι πρώτες κουβέντες που μας είπαν ήταν ότι η πρωτοβουλία της ΤΟ της Φιλοσοφικής είχε μεγάλη απήχηση στη σχολή κι έγινε δεκτή πολύ θετικά απ' τους φοιτητές και τις φοιτήτριες. Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, πως δεν ήταν λίγοι αυτοί που πήγαν για πρώτη φορά στο θέατρο κι έτσι τους «ανοίχτηκε» ένας άλλος κόσμος, αυτός της θεατρικής δημιουργίας. «Είναι μια πρωτοβουλία που πρέπει να υιοθετήσουμε και θα υιοθετήσουμε το επόμενο διάστημα», σημείωσε η Ι. Χρονοπούλου.
Κοινή διαπίστωση της Ι. Χρονοπούλου και του Α. Δουλκέρη είναι πως το έργο «μιλάει για το σήμερα», «είναι διαχρονικό». Στο έργο, περιγράφει η Ιουλία, «ο κύριος Πούντιλα, ο μεγάλος γαιοκτήμονας, το θηρίο όπως αναφέρεται, που όταν είναι ξεμέθυστος φέρεται τόσο σκληρά και όταν είναι μεθυσμένος φαίνεται το ανθρώπινο πρόσωπό του, δείχνει τον μεγάλο κατακτητή, τον αστό, που από τη μία ξεζουμίζει τους εργαζόμενους και από την άλλη προσπαθεί να εμφανιστεί ανθρώπινος». Είναι «κάτι που το συναντάμε σήμερα. Είναι αυτό που λέμε πως μας αντιμετωπίζουν με το "μαστίγιο και το καρότο", είναι οι διάφοροι τρόποι που προσπαθούν να ενσωματώσουν ό,τι δυσαρέσκεια έχουν οι εργαζόμενοι».
Ο Α. Δουλκέρης τονίζει πως «το έργο βάζει σήμερα έναν προβληματισμό: Αποδέχεσαι την κατάσταση ή δεν την αποδέχεσαι και γι' αυτό δίνει παραδείγματα από κάθε χαρακτήρα. Εχει, για παράδειγμα, την κόρη του γαιοκτήμονα που αφήνει να την ορίζει ο πατέρας της. Της λέει με ποιον θα παντρευτεί, ποιον θα χωρίσει και φαίνεται να είναι δυστυχισμένη. Το έργο μιλάει και για διάφορες κοινωνικές συμβάσεις, βάζει και πλευρές που μιλάνε για το σύστημα και μας προκαλεί να προβληματιστούμε». Ο Αλέξανδρος προσθέτει ότι το έργο «προκαλεί συναισθήματα, σκέψεις, σε βάζει να προβληματιστείς. Δε σου λέει κάνε αυτό, σου δείχνει ένα δρόμο, σε κάνει να σκεφτείς για το μετά».
Προσθέτει ότι το έργο «μιλά» «για το θέμα του στόχου. Τονίζει πως πρέπει να έχεις στόχο, να έρθεις σε ρήξη με αυτή την κατάσταση, να σκεφτείς ότι δεν μπορεί να πάμε όλοι μαζί. Μας έδωσε το παράδειγμα του δούλου, του υπηρέτη, που πίστευε για καιρό ότι ο γαιοκτήμονας είναι και "καλός" και "κακός". Ελεγε "ας κάνουμε υπομονή, τον χρειαζόμαστε". Οσο έλεγε στους άλλους να κάνουν υπομονή δεν έβγαινε αποτέλεσμα, ίσα ίσα η κατάσταση γινόταν όλο και χειρότερη. Η απελευθέρωσή του ήταν όταν έφευγε απ' αυτή την κατάσταση. Απελευθερωνόταν όταν είχε συγκεκριμένο στόχο και του είπε "εσύ είσαι απέναντί μου", κάτι το οποίο σκεφτόταν και πιο πριν».
Η συζήτηση πήγε και στους άλλους χαρακτήρες του έργου, τον δικαστή, τον κληρικό, «τους διάφορους εκπροσώπους του καθεστώτος», όπως είπε ο Αλέξανδρος. Η Ιουλία πρόσθεσε ότι αυτοί «είχαν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους, ήταν μια γροθιά, πήγαιναν στο σπίτι του ενός τη μια μέρα, στο σπίτι του άλλου την άλλη μέρα». Επίσης, λόγος έγινε και για τα κωμικά στοιχεία του έργου, για τη μουσική της παράστασης, τους εύστοχους στίχους. Για το καθετί «υπήρχαν και τα ανάλογα μέσα για να υποστηριχτεί», λέει ο Αλέξανδρος για την παράσταση.
Είναι ενδεικτικό πώς από μια θεατρική παράσταση η συζήτηση μπορεί «ν' ανοίξει». Στην ερώτηση εάν η παράσταση και το έργο τους παρακίνησε να διαβάσουν παραπάνω για το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, αλλά και εάν τους παρακίνησε να βλέπουν πιο συχνά θέατρο, οι απαντήσεις ήταν θετικές.
Ο Αλέξανδρος υπογράμμισε: «Σε παρακινεί και δείχνει πώς το θέατρο μπορεί να βοηθήσει ειδικά σε τέτοιους καιρούς. Εχω δει κι άλλες παραστάσεις, το συγκεκριμένο έργο σε πάει ένα επίπεδο παραπέρα και βοήθησε και ο τρόπος που το είχαν στήσει οι συντελεστές». Η Ιουλία τόνισε: «Ανοίγουν πολλά ζητήματα και δημιουργούνται σκέψεις για το τι είναι τέχνη, για το εάν η τέχνη είναι δεμένη με την κοινωνία, τι είναι στρατευμένη τέχνη και αν μπορεί η τέχνη να εκφράσει τους πολλούς και όχι μόνο μια μερίδα λίγων ανθρώπων. Επίσης σκέφτεσαι πως το θέατρο μπορεί να διευρύνει τους ορίζοντές μας, ειδικά για μας που είμαστε νέοι εκπαιδευτικοί».