ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Μάη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η άλλη όψη των αριθμών

Αποκαλυπτικά στοιχεία για την απάτη της κυβέρνησης, η οποία προσπαθεί μέσα από την επιλεκτική παρουσίαση στατιστικών στοιχείων να κρύψει ότι ο μόνος κερδισμένος από την εφαρμοζόμενη πολιτική είναι το μεγάλο κεφάλαιο

«Αλήθειες και ψέματα για την ελληνική οικονομία» ονόμασε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας το προπαγανδιστικό φυλλάδιο που διένειμε προς τον Τύπο την προηγούμενη Τρίτη και θα συμφωνήσουμε απόλυτα με τον τίτλο. Είναι απόλυτα ακριβές ότι η αλήθεια για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας - από την άποψη των παραγόντων της παραγωγής - επιχειρείται να θαφτεί κάτω από τόνους ψεμάτων.

Τα στοιχεία του υπουργείου

Ολη η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης στηρίζεται στην παράθεση επιλεγμένων πινάκων (απέφυγαν να παραθέσουν στοιχεία για την ανεργία, τα επιχειρηματικά κέρδη, τα επίπεδα φτώχειας, τα οποία βέβαια καίνε...) όπου παρατίθεται η εξέλιξη του ΑΕΠ, του πληθωρισμού, των επενδύσεων, του λεγόμενου μέσου πραγματικού μισθού, των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους κατά την περίοδο 1989-2001, η οποία βέβαια δεν είναι τυχαία. Η μεν πρώτη περίοδος, 1989-1993, αναφέρεται στη ΝΔ, «ξεχνώντας» επιμελώς να αναφέρουν ότι το '89 υπήρχε οικουμενική κυβέρνηση με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ενιαίου ΣΥΝ. Η δεύτερη περίοδος, 1994-2001, αφορά βέβαια στη διακυβέρνηση από το ΠΑΣΟΚ. Ετσι, η ύφεση της περιόδου 1990-1993, που αποτυπώνεται στην εξέλιξη του ΑΕΠ, αποδίδεται στην «κακή» ΝΔ, ενώ η καλύτερη εξέλιξη του ΑΕΠ κατά την περίοδο 1994-2001 στο «καλό» ΠΑΣΟΚ. Τα ίδια λίγο-πολύ συμπεράσματα προκύπτουν και από την εξέλιξη των άλλων μεγεθών. Ετσι, ο μέσος πληθωρισμός από 13,7% το 1989, ανέβηκε στο 20,4% το 1990, έπεσε στο 14,4% το 1993, για να φτάσει στο 3,2% το 2000. Και εδώ έχουμε θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ, το οποίο εξελίσσεται σε νέο Ηρακλή Πουαρό...

Η απάτη των αριθμών

Οσοι βέβαια έχουν στοιχειώδη σχέση με τα κριτήρια κοινωνικής εξέλιξης, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η παρουσίαση των μακροοικονομικών στοιχείων για την πορεία της οικονομίας είναι χρήσιμη για την άντληση τεχνοκρατικών συμπερασμάτων. Δεν είναι, όμως, επαρκή τα στοιχεία αυτά για να απαντήσουν σε ερωτήματα του τύπου, όταν υπάρχει ανάπτυξη, τι τύπου ανάπτυξη είναι αυτή, ποιοι ωφελούνται και ποιοι ζημιώνονται από το συγκεκριμένο τύπο ανάπτυξης, τα ταξικά της δηλαδή χαρακτηριστικά, το είδος των ασκούμενων πολιτικών. Αυτά δεν απαντώνται. Ούτε η ΟΝΕ φαίνεται, ούτε η ΚΑΠ, ούτε τα επίπεδα φτώχειας και πλούτου, ούτε αν η οικονομία είναι καπιταλιστική, δουλοκτητική, ή φεουδαρχική. Αν το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας επιχειρούσε να κάνει μια τέτοια προσέγγιση, απλώς θα αποκαλυπτόταν ότι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν έχουν την παραμικρή διαφορά, ότι πατάνε στο έδαφος του καπιταλισμού, ότι έχουν κοινά πολιτικά προγράμματα και τα ίδια αφεντικά.

Τα πραγματικά αποτελέσματα

Ο,τι δεν κάνει όμως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, θα επιχειρήσουμε να το κάνουμε εμείς, αποκαλύπτοντας τα ταξικά χαρακτηριστικά των ακολουθούμενων πολιτικών και τις καταστρεπτικές συνέπειες που έχουν οι πολιτικές αυτές στα λαϊκά στρώματα.

Πριν από αυτό να αναφερθούμε σε μια λαθροχειρία της κυβέρνησης: Την περίοδο 1989-1993 σημειώθηκε μια επιβράδυνση συνολικά της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία διερχόταν περίοδο ύφεσης. Ετσι, το ευρωπαϊκό ΑΕΠ επιβραδύνθηκε σταδιακά από 3,8% το 1989, στο 3,6% το 1990, στο 2,4% το 1991, στο 1,5% το 1992, στο -0,8% το 1993, για να σημειωθεί μια μικρή ανάκαμψη μετά το 1994 με επίπεδα ανάπτυξης από 2,3% μέχρι 2,8% το 1998. Την πορεία αυτή ακολούθησε, με διαφοροποιήσεις, και η ελληνική οικονομία. Επομένως, η πραγματική αντίθεση είναι περίοδος ύφεσης και περίοδος ανάκαμψης και όχι «καλού» και «κακού», η οποία μάλλον παραπέμπει στο διάσημο πλέον γουέστερν.

Η ελληνική οικονομία, σε ό,τι αφορά στην εξέλιξη του ΑΕΠ, από το 1994 βρέθηκε σε περίοδο ανόδου. Μικρή την τριετία 1994-1996 με ρυθμούς 2%-2,4%, ενώ την επόμενη τριετία, 1997-1999, κινήθηκε με ρυθμούς 3,5%, 3,1% και 3,4%. Για πρώτη φορά το 2000 το ΑΕΠ σημείωσε αύξηση 4,1% και για φέτος προσβλέπουν σε άνοδο πάνω από 4,5%. Με λίγα δηλαδή λόγια, μετά το 1994 και με κριτήριο το ΑΕΠ, έχουμε μια ευνοϊκή συγκυρία για την ελληνική οικονομία, από την οποία γεννιέται ένας αυξημένος πλούτος. Ποιος όμως καρπώθηκε τον πλούτο αυτό; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα και δυστυχώς τα στοιχεία είναι καταλυτικά. Παράλληλα με την αύξηση του συνολικού πλούτου έχουμε και μια μεγάλη διεύρυνση των κοινωνικών και ταξικών ανισοτήτων, σε τέτοιο βαθμό, ώστε δίπλα στο βασίλειο των αυξανόμενων καπιταλιστικών κερδών, έχουμε μια εντυπωσιακή αύξηση των ατόμων που ζουν, με βάση τα επίσημα στοιχεία, κάτω από το όριο της φτώχειας. Σήμερα 2,5 εκατ. περίπου συνάνθρωποί μας αντιμετωπίζουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, πρόβλημα αξιοπρεπούς διαβίωσης και σε έσχατες περιπτώσεις πρόβλημα επιβίωσης.

Τι λένε οι αριθμοί που λάμπουν;

Λόγος φυσικά γίνεται για τα καπιταλιστικά κέρδη, τα οποία δεν μπορούν να κρυφτούν. Ετσι, ο ΟΟΣΑ, με στοιχεία του Δεκέμβρη 1998, κατατάσσει την Ελλάδα πρώτη, μεταξύ όλων των χωρών του Οργανισμού, σε ό,τι αφορά στις διεθνείς συγκρίσεις του επιπέδου της κερδοφορίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η αποδοτικότητα του κεφαλαίου (μεικτά κέρδη προς κεφαλαιακό απόθεμα) στην Ελλάδα ανερχόταν στο 24% με τη δεύτερη Ολλανδία στο 20% και την τελευταία Δανία κάτω από το 10%!

Αλλά και σε επίπεδο αριθμών τα κέρδη ξεχειλίζουν:

  • Τα βιομηχανικά καθαρά κέρδη από μόλις 15,7 δισ. δρχ. το 1987, φτάνουν τα 51,7 δισ. δρχ. το 1990, και μετά από συνεχή άνοδο εκτινάσσονται στα 527,5 δισ. δραχμές το 1998 και στα 750 δισ. δρχ. το 1999.
  • Τα επίσημα καθαρά κέρδη μόνο το 1999 των μεγάλων εταιριών στον τομέα των υπηρεσιών (τράπεζες, ασφάλειες, χρηματιστηριακές εταιρίες) έφτασαν στα 2,5 τρισ. δρχ.!
  • Τα κέρδη των μεγάλων εμπορικών εταιριών από 241 δισ. δρχ. το 1995 φτάνουν τα 557 δισ. δρχ. το 1999.
  • Την τριετία 1998-2000 οι μεγαλοεπιχειρηματίες, μέσω των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιριών, τσέπωσαν περί τα 10 τρισ. δραχμές.
  • Την περίοδο 1994-2000 εκτελούνται επενδύσεις μέσω του Β΄ ΚΠΣ ύψους 10 τρισ. δραχμών, ενώ το σχετικό «πακέτο» για το Γ΄ ΚΠΣ ανέρχεται στα 17,5 τρισ. δρχ. Πρόκειται για ποσά που με τον ένα ή άλλο τρόπο κατευθύνονται στις τσέπες μεγαλοεπιχειρηματιών.

Οποιο δείκτη κερδοφορίας και αν εξετάσει κανείς τη δεκαετία του '90 θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.

Στον αντίποδα τώρα της κοινωνίας, τα πράγματα είναι άκρως ανησυχητικά:

  • Η ανεργία, ειδικά μετά το 1997, όταν η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε να αυξήσει τις στροφές των μηχανισμών λιτότητας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, φτάνει το δ΄ τρίμηνο του 1999 τα 553 χιλιάδες άτομα ή το 12,4% του εργατικού δυναμικού. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η πραγματική ανεργία είναι σημαντικά υψηλότερη.
  • Η Ελλάδα είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες οικονομικές ανισότητες μεταξύ των χωρών- μελών της ΕΕ. Ετσι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat μετά από έρευνα το Σεπτέμβρη του 1998, το φτωχότερο 10% της ελληνικής κοινωνίας κατείχε μόλις το 2,2% του ΑΕΠ, ενώ το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατείχε το 26,3% του συνολικού εισοδήματος. Με τις επιδόσεις αυτές η Ελλάδα διατηρεί τη δεύτερη θέση - με την Πορτογαλία στην πρώτη - μεταξύ των χωρών με την πιο άνιση διανομή του εισοδήματος.
  • Τα λαϊκά στρώματα πλήρωσαν ουσιαστικά το κόστος της δημοσιονομικής «εξυγίανσης» που επιβλήθηκε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα τρέχοντα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αυξήθηκαν από 37,4% του ΑΕΠ το 1994 σε 42,6% του ΑΕΠ το 2000. Σημειώθηκε δηλαδή μια αύξηση 5,2 μονάδων, η οποία μεταφράζεται σε αρκετά τρισ. δραχμές φόρους που, κατά κοινή ομολογία, «σήκωσαν» οι εργαζόμενοι.
  • Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων (χωρίς τις πιστωτικές κάρτες) από μόλις 548,2 δισ. δρχ. το 1996, εκτινάχτηκαν σε 1.787,4 δισ. δραχμές το 2000. Πρόκειται για χρήμα που οι εργαζόμενοι πληρώνουν πανάκριβα, με τοκογλυφικά επιτόκια, για να καλύψουν τις «μαύρες τρύπες» των οικογενειακών τους προϋπολογισμών, οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί από τις πολιτικές λιτότητας.
  • ολόκληρες κοινωνικές ομάδες βρίσκονται υπό διωγμό. Ο αγροτικός τομέας, βασική συνιστώσα της ελληνικής οικονομίας, καθημερινά απαξιώνεται, κάτω από το βάρος περιορισμών που επιβάλλουν οι πολιτικές της αναθεωρημένης ΚΑΠ. Ο διωγμός των αγροτών αποψιλώνει την ύπαιθρο από τα πιο δυναμικά της στοιχεία, τους νέους ανθρώπους, που συνωστίζονται στα αστικά κέντρα, επιδεινώνοντας έτσι τα ήδη σοβαρά προβλήματα των κέντρων αυτών. Οι συνταξιούχοι, μαζί με τους άνεργους και τους ξεκληρισμένους αγρότες, δημιουργούν, με επιταχυνόμενους ρυθμούς, συνιστούν τους νεόπτωχους της καπιταλιστικής κοινωνίας, στις συνθήκες της «παγκοσμιοποίησης».

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ