Copyright 2023 The Associated |
Δημιουργούν ταυτόχρονα και ερωτήματα. Ερωτήματα που για όλους μας έρχονται ασυναίσθητα κάθε φορά που αντικρίζουμε μια μεγάλη φυσική καταστροφή, όπως είναι ο σεισμός. Το ερώτημα «μα καλά... δεν υπάρχει τρόπος να σωθούν οι άνθρωποι και οι περιουσίες τους από έναν τέτοιο μεγάλο σεισμό», στριφογυρνά στο μυαλό όλων μας.
Υπάρχει; Κι όμως υπάρχει. Και ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Ο σεισμός είναι ένα αναπόφευκτο φυσικό φαινόμενο. Σε ολόκληρο τον πλανήτη καθημερινά γίνονται χιλιάδες σεισμοί, μικροί και μεγάλοι. Στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου είναι δεκάδες οι σεισμοί που γίνονται καθημερινά, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Βρισκόμαστε, είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, σε μια περιοχή που έχει έντονη σεισμική δραστηριότητα και στην οποία αργά ή γρήγορα θα σημειωθούν σεισμικές δονήσεις που ενδέχεται να είναι και μεγάλου μεγέθους, άρα και εν δυνάμει καταστροφικοί για τις ανθρώπινες υποδομές.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Από τη στιγμή που γνωρίζεις ότι θα γίνει στο εγγύς μέλλον ένας σεισμός τέτοιου μεγέθους, τι κάνεις;
Αυτό όμως το ερώτημα δεν τίθεται γενικά, ή ακόμα καλύτερα δεν είναι ένα ατομικό ερώτημα που παίρνει και ατομική απάντηση. Είναι ερώτημα που απευθύνεται στο κράτος, τους «αρμόδιους» όπως λέμε.
Γιατί; Γιατί πολύ απλά το ζήτημα της αντισεισμικής θωράκισης, όπως και το καθετί που αφορά την πρόληψη, από μία φυσική καταστροφή έως μία ασθένεια, μπαίνουν στη ζυγαριά του «κόστους - οφέλους». Γιατί στον καπιταλισμό, το αστικό κράτος, όσο επιτελικό και αν είναι, όσο ψηφιακά μετασχηματισμένο και να είναι, όλα θα τα λογαριάζει με τη βασική του αρχή, το κέρδος. Ακούγεται «χοντρό» στα αυτιά των περισσότερων, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Μια ματιά σε μια οποιαδήποτε μελέτη κατατίθεται προς έγκριση για ένα δημόσιο έργο, που αφορά αντισεισμικές ή αντιπλημμυρικές κατασκευές, αρκεί για να πειστεί και ο πιο «αδαής».
Είναι γιατί το σύγχρονο αστικό κράτος, οποιαδήποτε απόχρωση και αν έχει, έχει επιλέξει συνειδητά ότι τέτοιου είδους ζητήματα που αφορούν την πρόληψη φυσικών καταστροφών «δεν συμφέρουν και άρα δεν είναι επιλέξιμα». Και επειδή θα πουν πως δεν είναι έτσι, ας απαντήσουν εδώ στην Ελλάδα αυτοί που κυβέρνησαν, τα τελευταία 30 χρόνια τουλάχιστον, ορισμένα απλά ερωτήματα.
Γίνονται έλεγχοι, στατικότητας και αντοχής, σε όλα τα δημόσια κτίρια (σχολεία, νοσοκομεία κ.α.) και αντίστοιχα σε μεγάλους εργασιακούς χώρους (βιομηχανικά και βιοτεχνικά κτίρια); Πόσοι είναι οι μηχανικοί που είναι επιφορτισμένοι για να τους πραγματοποιούν σε όλη τη χώρα; Πόσο έχει μειωθεί η χρηματοδότηση για την έρευνα στα πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας, αλλά και τι γίνεται σε ό,τι αφορά το μέλλον του ΙΤΣΑΚ (Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών), το μοναδικό ερευνητικό και τεχνολογικό ινστιτούτο της χώρας;
Και επειδή είναι ζήτημα προτεραιότητας, πολιτικής επιλογής που στα πλαίσια αυτού του κοινωνικοοικονομικού συστήματος θα βρίσκεται πάντα στην τελευταία θέση οποιασδήποτε λίστας, θα πάμε ένα βήμα παραπέρα και θα πούμε κάτι «κολλημένο». Τη λύση και σε αυτό το ζήτημα θα την δώσει ένα άλλο κράτος, το εργατικό. Ενα κράτος που στην προτεραιότητά του έχει τον ίδιο τον εργαζόμενο και την οικογένειά του, από το πιο μικρό έως την ίδια του τη ζωή.
Το ΚΚΕ «δεν μασάει τα λόγια του» όταν κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές και την ίδια στιγμή να μιλάμε για κόστη και οφέλη. Αυτά δεν μπαίνουν στο ζύγι, δεν αποτιμώνται.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι πολύ σημαντική η συνειδητοποίηση της θέσης ότι «μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό, στον δρόμο της ανατροπής, με πιο δυνατό ΚΚΕ», παντού και στις εκλογές, ώστε να δυναμώσει η πάλη για την κατάκτηση τέτοιων ουσιαστικών μέτρων, να δοθεί ώθηση στο διεκδικητικό κίνημα και να συσπειρωθούν εργατικές - λαϊκές δυνάμεις στον δρόμο της ανατροπής.
Εκείνο το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη», όπως και το σημερινό, είχε για βασικό θέμα την αλληλεγγύη που εξέφρασε ο ελληνικός στον τουρκικό λαό από την πρώτη στιγμή, «αγκαλιάζοντας» τις πρωτοβουλίες του ΠΑΜΕ, συνδικάτων και φορέων για τη συγκέντρωση και την αποστολή βοήθειας.
Τη δύναμη αυτής της ταξικής αλληλεγγύης εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο και το σύντομο άρθρο που φιλοξενούνταν στην πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη», υπογεγραμμένο από τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Παύλο Ριζαργιώτη. Το αναδημοσιεύουμε γιατί παραμένει επίκαιρο...
«Κράτα, Μεμέτ, σύντροφέ μου
Εδώ είμαι, Μεμέτ, αδελφέ μου. Χαράματα με φώναξες, μόλις ένιωσες τη γη να τρέμει. Από τον γείτονα ζητάει βοήθεια ο άνθρωπος την ώρα του κακού. Σ' άκουσα, σαν σε όνειρο, μέσα στον ύπνο μου. Πετάχτηκα. Ο γείτονάς μου κινδυνεύει. Πάγωσα, σαν σε είδα θαμμένο στα ερείπια να παλεύεις για να σωθείς. Θα σε βοηθήσω. Η θάλασσα, που βρίσκεται ανάμεσά μας, μας ενώνει, δε μας χωρίζει. Τίποτα δε μας χωρίζει. Το ξέρεις, όπως κι εγώ.
Κουράγιο, Μεμέτ, καρντάση μου. Σκούπισε τα δάκρυά σου. Σφίξε την καρδιά σου. Ορθωσε το κορμί σου. Κράτα. Βρες τη δύναμη να θάψεις τους νεκρούς σου, να συμπαρασταθείς στους άλλους λαβωμένους. Προσπάθησε να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου. Ετοιμάσου να εκδικηθείς αυτούς που σ' έκλεισαν στα "κούφια κτίρια", αφήνοντάς σε απροστάτευτο στις δονήσεις του θυμωμένου, καταστροφικού Εγκέλαδου, αβοήθητο την ώρα της μεγάλης ανάγκης.
Εργάτης είσαι, Μεμέτ σύντροφέ μου κι ο εργάτης είναι δυνατός. Αντέχει. Από σένα περιμένει η Τουρκία να ξαναχτίσεις πιο σταθερά τα ερειπωμένα σπίτια, να ξαναβάλεις μπροστά τις μηχανές για να λειτουργήσουν πάλι τα γκρεμισμένα εργοστάσια. Να παράγεις προϊόντα, να δημιουργείς πλούτο, να εξασφαλίσεις ένα καλύτερο αύριο για τον τούρκικο λαό, να καλυτερέψεις τη ζωή των φτωχών, των αδυνάτων, των κατατρεγμένων, όλων των ανθρώπων.
Ξέρω, είσαι θυμωμένος, Μεμέτ, φίλε μου. Με τον Ετσεβίτ, που δε νοιάστηκε ποτέ για σένα και την ώρα που υπέφερες και τον χρειαζόσουνα δε φάνηκε, ζητώντας από τον Αλλάχ να σε βοηθήσει. Είμαι κι εγώ θυμωμένος με τον Σημίτη. Ποτέ δε φαίνεται κι αυτός, όταν ο δικός μας εργάτης κινδυνεύει και τον ζητάει. Και μην τον πιστεύεις που λέει πως σε συμπαραστέκεται στα βάσανά σου. Αυτός μόνο με τον Ετσεβίτ "τα βρίσκει". Δικό μας χρέος, των λαών μας όφελος, να αλληλοβοηθιόμαστε και να ζούμε ειρηνικά».