Από αυτήν τη σημαντική πολιτική μάχη μπορούμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τη δουλειά μας από εδώ και μπρος στο επίπεδο των δήμων. Για να μπορέσουμε δηλαδή να οργανώσουμε καλά και με συνέχεια την πολιτική μας παρέμβαση σε περιοχές δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, όπως και την αγωνιστική διεκδικητική δράση ενάντια και στις δημοτικές αρχές, που έχουν το δικό τους σημαντικό αντιλαϊκό μερίδιο στη χειροτέρευση της ζωής του λαού και μάλιστα σε εξαιρετικά ζωτικά ζητήματα, όπως τα σχολεία, οι παιδικοί σταθμοί, οι ελεύθεροι χώροι, η τοπική φορολογία.
Επικεντρώνουμε φυσικά σε δήμους όπου πλειοψηφεί σημαντικά το εργατικό - λαϊκό στοιχείο, με την έννοια ότι εκεί υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα να εξελιχθεί πιο καθολικά η παρέμβασή μας. Ομως δεν υποτιμούμε καμία περίπτωση, άρα και των δήμων αυτών που έχουν και πιο πολυπληθή μεσαία στρώματα, αφού και εκεί υπάρχει κόσμος που υποφέρει, άρα και περιθώριο δράσης και παρέμβασης.
Πόσο μάλλον που πλέον και στους λαϊκούς δήμους δεν είναι όλα ταξικά ομοιογενή, άρα χρειάζεται έτσι κι αλλιώς μια πιο σύνθετη και πολλών επιπέδων παρέμβαση. Ετσι, και στο Περιστέρι και στη Νέα Ιωνία και στο Αιγάλεω χρειάζεται πρωτίστως δουλειά και παρέμβαση στην εργατική τάξη, αλλά και στα μεσαία στρώματα, γιατί αλλιώς η δουλειά μας είναι μισή, τελικά αποσπασματική.
Είναι σαφές ότι δεν συζητάμε γενικά και αόριστα για τη «δημοτική δουλειά», αλλά για το πώς οι κομμουνιστές οργανώνουν την παρέμβασή τους μέσα στον λαό, πώς εξασφαλίζουν να είναι οργανωτές της πάλης για σοβαρά και οξυμένα θέματα, πώς γινόμαστε όλο και πιο διεισδυτικοί και εύστοχοι στην εκλαΐκευση και προώθηση της πολιτικής μας.
Καταρχάς, ο δήμος δεν είναι ένα απρόσωπο και άμορφο γεωγραφικό σημείο, έτσι όπως περίπου θέλησαν να το παρουσιάσουν οι συνδυασμοί που στηρίζονταν από τα αστικά κόμματα, έμμεσα ή άμεσα, όπως και από επιχειρηματικά συμφέροντα, οι οποίοι και μίλαγαν για τις «έξυπνες» πόλεις, για το ότι «ξέρουν και μπορούν να κάνουν τη ζωή των κατοίκων καλύτερη» και άλλα ανάλογα.
Στους δήμους υπάρχουν εργάτες όλων των κλάδων, που είτε απλώς κατοικούν ή και δουλεύουν σε αυτούς, μικροί επαγγελματίες, νέοι, συνταξιούχοι, όπως φυσικά υπάρχουν και υψηλά μεσαία στρώματα και αστική τάξη. Οι ΚΟΒ λοιπόν που έχουν στην ευθύνη τους έναν δήμο χρειάζεται πρωτίστως να έχουν όσο γίνεται καλύτερη και πιο διεισδυτική εικόνα της κοινωνικής, της ταξικής σύνθεσης και διαστρωμάτωσης του πληθυσμού. Να γνωρίζουν τους χώρους δουλειάς, τις υπηρεσίες, τα σχολεία της περιοχής, και να έχουν τακτική επικοινωνία με πολλούς τρόπους ειδικά με αυτούς τους χώρους.
Ακόμα περισσότερο, χρειάζεται να γνωρίζουν καλά τα σωματεία, τους συλλόγους, τους μαζικούς φορείς που δραστηριοποιούνται μέσα στον δήμο. Να μην υποτιμούν κανέναν φορέα που συσπειρώνει απλούς λαϊκούς ανθρώπους. Μόνο έτσι έχουμε την καταρχήν βάση για να μπορέσουμε να οργανώσουμε καλά τη δουλειά μας, να θέσουμε προτεραιότητες και στόχους.
Η πείρα μας μάλιστα λέει πως στην προσπάθειά μας να οργανώσουμε την πάλη του λαού ενάντια σε ένα οξυμένο πρόβλημα, δεν χωρούν ούτε σχηματοποιήσεις, ούτε στερεότυπα. Συχνά ο πυλώνας που ξεκινά μια αγωνιστική προσπάθεια μπορεί να μην είναι ένα εργατικό σωματείο, αλλά π.χ. κάποιοι σύλλογοι γονέων, γιατί εκεί μπορεί να έχει εκφραστεί πιο άμεσα ένα λαϊκό πρόβλημα, π.χ. η καταπάτηση ενός χώρου για επιχειρηματικούς σκοπούς ενώ ήταν να γίνει σχολείο, ή κάτι ανάλογο. Αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα.
Η ικανότητά μας κρίνεται και πώς μέσα στον σύλλογο γονέων - που και εκεί φυσικά υπάρχει μια ταξική διαστρωμάτωση - καταφέρνουμε να συζητάμε ζωντανά και κατανοητά, ώστε με βάση και την πείρα των ανθρώπων που συμμετέχουν να γίνονται υπαρκτά βήματα στον διεκδικητικό χαρακτήρα του, και φυσικά πώς αυτή η κίνηση αγκαλιάζεται, ενθαρρύνεται και ενισχύεται και από άλλους εργατικούς - λαϊκούς φορείς με όρους αληθινής διαπάλης, ζύμωσης και οργάνωσης.
Αρα, το πώς μέσα στον αγώνα και οπωσδήποτε στην εξέλιξή του κατανοείται πιο βαθιά ο ταξικός χαρακτήρας π.χ. του προβλήματος της Εκπαίδευσης ή της Υγείας. Τι σημαίνει δηλαδή για τα φτωχά στρώματα μιας περιοχής ότι κλείνει το Κέντρο Υγείας, ή ότι δεν υπάρχει παιδικός σταθμός.
Είναι «εύκολο» να πας π.χ. σε έναν χώρο και να αρχίσεις να λες πολλά και σωστά, χωρίς όμως να υπολογίζεις ότι αυτοί με τους οποίους συζητάς έχουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο πείρας, γνώσεων και σκέψης, μαζί και με λογής στερεότυπα. Η ικανότητά μας λοιπόν δεν κρίνεται μόνο στο τι είπαμε, αλλά και στο πώς το είπαμε, ώστε να τους προβληματίσουμε δημιουργικά, να κάνουμε ρωγμές στη σκέψη τους. Αυτό δεν κρίνεται ούτε «μια κι έξω», ούτε με μια ενέργεια. Αν αποκτήσεις επαφή, είναι σίγουρα πιο βατό να κάνεις και πιο ολοκληρωμένη συζήτηση, πόσο μάλλον να καταφέρεις να βάλεις κόσμο σε αγωνιστικό δρόμο, στο να ακούσει και να υιοθετήσει τελικά τις θέσεις μας, που οπωσδήποτε είναι το ζητούμενο.
Εχουμε πλούσια πείρα πάνω σε αυτήν την καθημερινή μάχη. Για παράδειγμα, στους πιο πολλούς συλλόγους γονέων αυτό που συναντάς είναι η διαρκής επιδίωξη διευθύνσεων σχολείων να γίνονται οι γονείς «χορηγοί», δηλαδή να βάζουν λεφτά από το ταμείο τους για λειτουργικά έξοδα, για υποδομές. Ετσι, φυσικά, βγαίνουν «λάδι» τόσο η κυβέρνηση όσο και ο δήμος για την αντιλαϊκή τους κατεύθυνση, και όλα ανάγονται στην ατομική ευθύνη των γονιών και των παιδιών.
Μάλιστα, μέσα σε γονείς είναι διαδεδομένο «να βάλουμε κάτι για τα παιδιά μας», αφού «η κατάσταση είναι χάλια». Αυτό το θέμα δεν σπάει με γενικά συνθήματα. Απαιτεί επίμονη δουλειά, συζήτηση, οργάνωση διεκδικήσεων, εύστοχα αιτήματα, διαρκή επαφή, ανακοινώσεις, εκδηλώσεις. Αρα απαιτεί προσπάθεια, δεν «ξεμπερδεύεις» με μια ατάκα, όσο πετυχημένη και να είναι.
Σε κάθε περίπτωση, όσο ανοίγει αυτή η δουλειά τόσο θα λέγαμε ότι «διευρύνεται» ο χώρος ευθύνης της ΚΟΒ. Με την έννοια ότι ανοίγονται νέοι δρόμοι, πιάνονται νέες επαφές, μεγαλώνουν οι απαιτήσεις.
Ας το πούμε σχηματικά: Είναι άλλο να περιορίζεις την πολιτική δράση της ΚΟΒ στο ότι έχουμε μια σταθερή εξόρμηση με τον «Ριζοσπάστη» και κάποιες εμφανίσεις με τις κεντρικές ανακοινώσεις μας, και άλλο να πρέπει ως ΚΟΒ να καθοδηγήσεις συντρόφους που εξελέγησαν ή έστω δραστηριοποιούνται στους συλλόγους γονέων, σε πολιτιστικούς και αθλητικούς συλλόγους. Να νιώθεις την ανάγκη να εκδόσεις τοπικές ανακοινώσεις της ΚΟΒ, να έχεις σταθερά σημεία για εφημερίδες τοίχου, σταθερό «τραπεζάκι» σε πολυσύχναστους χώρους. Να συζητάς πώς τοποθετούνται οι άλλες δυνάμεις, ποια επιχειρήματα αναπτύσσουν, πώς απαντάνε σε εμάς. Αυτό κάνει την καθοδηγητική δουλειά πιο απαιτητική, αλλά τελικά πιο αποτελεσματική και ενδιαφέρουσα.
Οι δημοτικοί μας σύμβουλοι πρωτοστατούν στη συγκέντρωση υπογραφών για ένα λαϊκό θέμα, στις διαμαρτυρίες του λαού για όλα όσα τον καίνε. Εχουν οι ίδιοι πολλές απευθείας επαφές με εργάτες, μικρούς επαγγελματίες, εκπαιδευτικούς, νέα παιδιά. Στην πράξη δηλαδή κατοχυρώνουν τον ρόλο του «γνωστού» κομμουνιστή στην περιοχή, με εργατικά - λαϊκά κριτήρια, κόντρα στο πρότυπο του τάχα «επιτυχημένου» δημάρχου και των παρατρεχάμενών του, που άλλο δεν έχουν στο μυαλό τους παρά την προώθηση επιχειρηματικών συμφερόντων, όπου όμως μπλέκουν και τον λαό, με εκδουλεύσεις και άλλους τρόπους.
Αρα ο κομμουνιστής δημοτικός σύμβουλος, στενά δεμένος με τη δουλειά της ΚΟΒ, μπορεί να αναδεικνύεται - κυρίως μέσα από τις πράξεις του και την πορεία του - σε έναν ηγέτη αναγνωρισμένο από ευρύτερα λαϊκά στρώματα, που αντιλαμβάνονται και νιώθουν ποιος πραγματικά παλεύει για τα δικά τους συμφέροντα.
Αυτό φυσικά πρέπει να δένει με τη διαρκή προσπάθεια αυτά τα τμήματα να τραβιούνται στην πάλη, δηλαδή όχι απλώς να μας αναγνωρίζουν, κάτι που επίσης δεν είναι αυτοματοποιημένο και εύκολο. Επίσης, όλα αυτά τελικά είναι στενά συναρτώμενα με τη γενικότερη πορεία ανάπτυξης του εργατικού - λαϊκού κινήματος, όμως σε κάθε περίπτωση ο κομμουνιστής σύμβουλος δεν περιορίζει την παρουσία του μόνο στα Δημοτικά Συμβούλια, ούτε περιμένει μόνο κάποιες γενικότερες ανατάσεις για να βγει μπροστά μαχητικά και πρωτοπόρα.