ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Σεπτέμβρη 2003
Σελ. /32
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ
Ανάγκη η συνολική διεύρυνση των αιτημάτων τους για την Ανώτατη Παιδεία

Το αίτημα για αυξήσεις δεν οδηγεί σε λύση του προβλήματος των πανεπιστημιακών, αν δε συνοδεύεται με το αίτημα για γενναία αύξηση των δαπανών για τα ιδρύματα από τον κρατικό προϋπολογισμό
Το αίτημα για αυξήσεις δεν οδηγεί σε λύση του προβλήματος των πανεπιστημιακών, αν δε συνοδεύεται με το αίτημα για γενναία αύξηση των δαπανών για τα ιδρύματα από τον κρατικό προϋπολογισμό
Για άλλη μια φορά μέσα στα τελευταία δυο χρόνια οι πανεπιστημιακοί κινητοποιούνται με αιχμή τα μισθολογικά τους αιτήματα και, ταυτόχρονα, μόλις προχτές έληξε στο Βερολίνο η Σύνοδος των Ευρωπαίων Υπουργών Παιδείας για το μέλλον της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που προδιαγράφεται μελανό για τις μορφωτικές ανάγκες των λαών και την εξέλιξη της επιστήμης.

Το πανεπιστήμιο του μέλλοντος, όπως περιγράφεται στα ευρωπαϊκά κείμενα και η μορφή του, έχει ξεκινήσει να διαγράφεται πια και στη χώρα μας με τις αλλαγές που δρομολογούνται, έχει ως κύριο στόχο την ανταγωνιστική, επιχειρηματική λειτουργία, τη σύνδεσή του με τις απαιτήσεις της αγοράς. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο μεταλλάσσεται και ο ρόλος του πανεπιστημιακού δασκάλου, το σύνολο της δουλιάς του οποίου πρέπει να υποτάσσεται στην προσέλκυση ερευνητικών κι ευρωπαϊκών προγραμμάτων και στη μετατροπή του διδακτικού έργου σε μετάδοση εκείνων των δεξιοτήτων που απαιτούν οι επιχειρήσεις από τους αποφοίτους. Σ' αυτές τις συνθήκες ατονεί η κρατική ευθύνη για ικανή χρηματοδότηση τόσο των ιδρυμάτων, όσο και των εκπαιδευτικών, ακριβώς για να καλύπτεται το κενό από τον ιδιωτικό τομέα και για να σπρώχνεται το ίδρυμα σε ανταποδοτική λειτουργία (δηλαδή να πουλάει τις υπηρεσίες του).

Δεν αρκεί το αίτημα για αυξήσεις

Η δεινή οικονομική κατάσταση, λοιπόν, στην οποία βρίσκονται οι πανεπιστημιακοί, που ζουν μόνο από το μισθό τους κι ιδιαίτερα όσοι βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες, είναι άρρηκτα δεμένη με τις συνολικές αντιδραστικές εξελίξεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση, που δε μένουν μόνο στο επίπεδο των ευρωπαϊκών διακηρύξεων, αλλά έχουν ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζονται και στη χώρα μας. Ο κύριος όγκος της χρηματοδότησης για την έρευνα, για παράδειγμα, προέρχεται από ιδιωτικούς φορείς και ευρωπαϊκά προγράμματα κι, αντίστοιχα, οι πανεπιστημιακοί καλούνται να γίνουν κυνηγοί αυτών των προγραμμάτων, με ό,τι δεσμεύσεις αυτό συνεπάγεται για την επιστημονική τους δουλιά. Επίσης, σπρώχνονται να αναζητήσουν εξωπανεπιστημιακές αμειβόμενες δραστηριότητες, προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, πράγμα που σε κάθε περίπτωση γίνεται εις βάρος του πανεπιστημιακού έργου.

Επομένως, είναι απόλυτα δίκαιο το αίτημα του κλάδου τους για αύξηση των αποδοχών τους, όμως δεν μπορεί, ακόμα κι αν ικανοποιηθεί από την κυβέρνηση, να τους βγάλει από το αδιέξοδο του κυνηγιού συμπληρωματικών χρηματοδοτήσεων, εφόσον αυτό προκύπτει από τις γενικότερες εξελίξεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση, τη δομή και το περιεχόμενο του πανεπιστημίου που φτιάχνεται.

Δεν αρκεί, λοιπόν, το αίτημα για αυξήσεις χωρίς ταυτόχρονα απαίτηση για πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των πανεπιστημιακών και μισθό τέτοιο που να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του αποκλειστικά απασχολούμενου στο πανεπιστήμιο «δασκάλου». Κι ένας τέτοιος μισθός, βέβαια, δεν μπορεί να έχει επιδοματικό χαρακτήρα, πόσο μάλλον που τα επιδόματα που παίρνουν όλοι οι πανεπιστημιακοί (ερευνητικό, εξωδιδακτικής απασχόλησης κτλ.) είναι για συστατικά στοιχεία της δουλιάς τους. Δηλαδή, δε νοείται πανεπιστημιακός που να μην κάνει έρευνα και να μην αναπτύσσει τις δραστηριότητές του πέρα από το αμφιθέατρο της διδασκαλίας, να μην παρακολουθεί επιστημονικά συνέδρια, να μην αγοράζει και μελετάει βιβλία και επιστημονικά περιοδικά, να μη συγγράφει κτλ.

Παράλληλα, το αίτημα για αυξήσεις δεν οδηγεί σε λύση του προβλήματος των πανεπιστημιακών, αν δε συνοδεύεται με το αίτημα για γενναία αύξηση των δαπανών για τα ιδρύματα από τον κρατικό προϋπολογισμό (γιατί είναι κρατική ευθύνη) κι όχι από διάφορους ιδιωτικούς φορείς, που χρηματοδοτούν για το δικό τους συμφέρον, έχουν απαιτήσεις, περιμένουν συγκεκριμένα κέρδη. Αν το κράτος δε χρηματοδοτεί επαρκώς τα ιδρύματα, τότε αυτά αναγκάζονται να ιδιωτικοποιούν λειτουργίες τους και παράλληλα να γίνονται όμηροι των επιχειρήσεων, πράγμα που σημαίνει ανάπτυξη της έρευνας κι ανάπτυξη της ίδιας της επιστήμης προς όφελος του κεφαλαίου.

Απαιτείται ρήξη με τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση

Αυτός ο αγώνας όμως, για την πραγματική αναβάθμιση των πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών, δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια στις ίδιες τις αναδιαρθρώσεις της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η υποβάθμιση των σπουδών και των πτυχίων, η χειραγώγηση της έρευνας από τις επιχειρήσεις, η δημιουργία σχολών και Τμημάτων επιπέδου κατάρτισης, χωρίς δηλαδή επιστημονικό αντικείμενο, δεν είναι φαινόμενα τυχαία, ούτε συνέπεσαν απλά με τα προβλήματα των πανεπιστημιακών. Εντάσσονται όλα στο πλέγμα των κατευθύνσεων της ΕΕ, της πολιτικής που εφαρμόζεται και στη χώρα μας και υποβαθμίζει συνεχώς την Ανώτατη Παιδεία, κάνοντάς την ακριβότερη για το λαό. Το πολυνομοσχέδιο για την αξιολόγηση των ΑΕΙ και ΤΕΙ είναι ένα από τα βασικότερα εργαλεία της κυβέρνησης στην εφαρμογή όλων αυτών. Γι' αυτό και πρέπει να βρει τους πανεπιστημιακούς στους δρόμους να παλεύουν, όχι μόνο για τη μη ψήφισή του, αλλά και για τη μη εφαρμογή του. Κι ακόμα, να τους βρει στο δρόμο, απέναντι σε κάθε άλλη προσπάθεια της κυβέρνησης για την προώθηση των αναδιαρθρώσεων στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Σ' αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, μπορεί ο αγώνας τους να έχει πραγματικά αποτελέσματα, να τρομάξει, να πιέσει και να βάλει φρένο στην αντιεκπαιδευτική - αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης κι όχι να «σκοντάψει» στην εισοδηματική πολιτική λιτότητας και να παζαρεύει το «πέντε πάνω, πέντε κάτω», γιατί τότε όλο «στα λεφτά τους» θα βρίσκονται, όλο και περισσότερο θα πιέζονται οι ίδιοι, στην «τσέπη» και στο σύνολο του έργου τους.

Αλλά αυτή η συνολική αντιπαράθεση δεν μπορεί να γίνει μόνο από τους εκπαιδευτικούς. Είναι υπόθεση συνολικά της ακαδημαϊκής κοινότητας, των φοιτητών, των εργαζομένων στα ιδρύματα, είναι υπόθεση όλου του λαού. Αρα τόσο οι μορφές πάλης, όσο και ο συντονισμός του αγώνα χρειάζεται να προσανατολιστούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην έρχονται σε αντιπαράθεση φοιτητές - πανεπιστημιακοί, να έχει διάρκεια, αλλά και αντιστοίχιση των μορφών με το ολοκληρωμένο πλαίσιο. Να οξύνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγήσει και σε ένα ευρύ ρεύμα, μια πλατιά συμμαχία στο χώρο της Παιδείας, ένα μέτωπο που θα παλεύει για την Παιδεία των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών.


Γιάννα ΣΤΡΕΒΙΝΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ