Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους:
Την Παρασκευή 20 του Σεπτέμβρη σημειώθηκε μικρή άνοδος στα χρηματιστήρια Νέας Υόρκης, Φρανκφούρτης και Λονδίνου, ενώ στο χρηματιστήριο του Παρισιού συνεχίστηκε η πτώση. Η εξέλιξη αυτή δεν αλλάζει καθόλου τα δεδομένα αφού οι οικονομικοί αναλυτές, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, εκτιμούν ότι πρόκειται για μια στιγμιαία ανάκαμψη, αφού κανένας από τους παράγοντες που ωθούν σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα δεν έχει εκλείψει.
Στην αρχή της βδομάδας επιχειρήθηκε από τους χρηματιστηριακούς κύκλους να αποδοθεί η πτώση στις αυξανόμενες ενδείξεις για την επιδρομή των ΗΠΑ κατά του Ιράκ. Σίγουρα, το φάσμα ενός πολέμου μπορεί να επηρεάζει την οικονομία και τη χρηματιστηριακή αγορά εξαιτίας κυρίως της κατακόρυφης αύξησης των τιμών του πετρελαίου. Ομως, δεν μπορεί μόνον ο επικείμενος πόλεμος να εξηγήσει την καταβαράθρωση των χρηματιστηριακών δεικτών.
Τις αμέσως επόμενες μέρες από τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα αποδείχτηκε ότι η χρηματιστηριακή κρίση αντανακλά κυρίως τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, αλλά και στις μεγάλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η κρίση αυτή παρουσιάζεται αλλού ως ύφεση και αλλού ως επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης.
Στις 17 του Σεπτέμβρη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) ανακοίνωσε ότι ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής παρουσίασε τον Αύγουστο κάμψη κατά 0,3%. Η εξέλιξη αυτή διέψευσε όσους υποστήριζαν ότι η βιομηχανική παραγωγή είχε περάσει από τον περασμένο Γενάρη σε φάση διαρκούς ανάπτυξης. Την ίδια μέρα ανακοινώθηκε ότι το συνολικό εισόδημα των αμερικανικών νοικοκυριών μειώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2002 κατά 1,425 τρισεκατομμύρια δολάρια ή ποσοστό 3,4%. Στις 18 του Σεπτέμβρη ανακοινώθηκε ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ αυξήθηκε τον περασμένο Αύγουστο κατά 0,3%. Τέλος, στις 19 του Σεπτέμβρη ανακοινώθηκε από το υπουργείο Εργασίας ότι κατά την περασμένη βδομάδα υποβλήθηκαν 424.000 αιτήσεις για τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, η διατήρηση του αριθμού των αιτήσεων στο κρίσιμο επίπεδο των 400.00 είναι δείκτης συνθηκών ύφεσης της οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται στη Γερμανία, όπου το υψηλό ποσοστό ανεργίας συνδυάζεται με πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, αύξηση του πληθωρισμού και μεγάλη μείωση των μετοχικών αξιών. Συνολικά, η γερμανική οικονομία βρίσκεται ουσιαστικά στο στάδιο της ύφεσης. Την περασμένη Πέμπτη, το υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας ανακοίνωσε ότι η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε τον περασμένο Ιούλη κατά 1% σε σχέση με τον Ιούνη. Η μείωση της παραγωγής στον κρίσιμο κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας ήταν 1,5%.
Το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες των ΗΠΑ και των μεγαλύτερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποτυπώνεται σε σειρά άρθρων και αναλύσεων στον Τύπο. Οι αναλύσεις την περασμένη βδομάδα επικεντρώθηκαν στις δραματικές χρηματιστηριακές εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος άρθρου της γνωστής αμερικανικής εφημερίδας «Γουόλ Στριτ Τζιόρναλ» στις 18 του Σεπτέμβρη: «Στροφή από τον καπιταλισμό του χρηματιστηρίου». Ο αρθρογράφος σημειώνει: «H χειρότερη πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς στην Ευρώπη από την περίοδο της Μεγάλης Υφεσης σταματά τους δείκτες του ρολογιού και απειλεί να τους γυρίσει πίσω. Πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις, κυβέρνηση και ιδιώτες αρχίζουν να κάνουν στροφή από τον καπιταλισμό του χρηματιστηρίου, έννοια που έχει αρχίσει να "παγώνει". Τα προγράμματα ιδιωτικοποίησης, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις και η δημιουργία νέας γενιάς μετόχων έχουν "παγώσει" επ' αόριστον. Η διαδικασία σταθεροποίησης έχει διακοπεί, ενώ ο τομέας παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών της Ευρώπης διέρχεται τη χειρότερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών, υπό το βάρος των επισφαλών δανείων».
Φυσικά, ο τίτλος του άρθρου κρύβει μια υπερβολή αλλά είναι ενδεικτικός της κατάστασης και του κλίματος που επικρατεί στην Ευρώπη, όπου η αξία των επιχειρήσεων μειώθηκε από το Μάρτη του 2000 μέχρι σήμερα κατά 5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση συγκριτικά με το κραχ του 1987.
Τα παραπάνω στοιχεία μπορούν να αξιολογηθούν και στην ανάλυση για την επιθετικότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που επιχειρεί μια «πολεμική» έξοδο από την κρίση μέσω και της στρατιωτικοποίησης της βιομηχανίας, αλλά και της επιχείρησης για την απόκτηση του πλήρους ελέγχου του πετρελαίου, από τις πετρελαιοπηγές του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν, της Κασπίας, τους δρόμους της μεταφοράς του μέχρι την παγκόσμια αγορά του «μαύρου χρυσού». Τα ίδια στοιχεία μπορούν, βέβαια, να φωτίσουν και αρκετές πλευρές των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, που εκδηλώνονται με σκληρότητα αυτή την περίοδο.
Ο μεγαλύτερος γερμανικός τηλεπικοινωνιακός όμιλος «MobilCom» βρίσκεται αυτή την περίοδο στη δίνη μιας μεγάλης κρίσης. Οι τεράστιες ζημιές που σημείωσε το 2001 έφεραν την «MobilCom» στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης, το περασμένο Σαββατοκύριακο, να χορηγήσει στον όμιλο πακέτο οικονομικής βοήθειας εν είδη δανείου, από διάφορες κρατικές τράπεζες, θεωρήθηκε προσωρινή λύση.
Ωστόσο, η διοίκηση της «MobilCom» ανέλαβε την υποχρέωση να προχωρήσει ταχύτατα σε «αναδιαρθρώσεις» με στόχο την εξοικονόμηση περίπου 150 εκατομμυρίων ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτών των «αναδιαρθρώσεων» ανακοινώθηκε την περασμένη Τετάρτη η απόλυση 1.600 απολύσεων του ομίλου, αριθμός που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού της «MobilCom». Περί τους 800 εργαζόμενους θα απολυθούν από τον κλάδο των κυρίως επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ομίλου και άλλοι 800 από τον κλάδο της κινητής τηλεφωνίας τρίτης γενιάς. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, με τις απολύσεις αυτές η «MobilCom» στοχεύει στην εξοικονόμηση 110 εκατομμυρίων ευρώ.