ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Φλεβάρη 2000
Σελ. /56
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η λαίλαπα του «ελεύθερου ανταγωνισμού»

Ενας - ένας οι νόμοι και οι ρυθμίσεις που προώθησαν όλα τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ αποβλέπουν στη νομιμοποίηση της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου και την ενίσχυση των εκπροσώπων του

Πολλοί χρησιμοποιούν τον όρο «μικρομεσαίες επιχειρήσεις» βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τους μικρούς και τους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες, βιοτέχνες και εμπόρους με τις μεγάλες επιχειρήσεις, βιομηχανίες, μεγαλοκαταστήματα, δίκτυα πωλήσεων και παροχής υπηρεσιών. Ακόμα και οι εμποροβιομήχανοι σε δηλώσεις τους «κόπτονται» για τη «μικρομεσαία επιχείρηση». Αυτή η γενίκευση δεν είναι τυχαία. Δεν είναι τυχαίο όταν η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα προγράμματα της ΕΕ απευθύνονται στις «μικρομεσαίες επιχειρήσεις», γνωρίζοντας ότι αυτές που περιλαμβάνει το πρόγραμμά της δεν έχουν καμία σχέση με τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους, ούτε πάλι όταν συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των παρατάξεων που υποστηρίζουν την «ελεύθερη αγορά» και τον «ελεύθερο ανταγωνισμό», αποφεύγουν συστηματικά να γίνουν σαφείς και επιμένουν στο τσουβάλιασμα των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους.

Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή για την ελληνική βιομηχανία, το 94% των μεταποιητικών επιχειρήσεων απασχολεί μέχρι 9 εργαζόμενους, το 3,5% απασχολεί 10 - 19, ενώ πάνω από 50 εργαζομένους απασχολεί μόνο το 1% του συνόλου των μεταποιητικών μονάδων (ΒΕΑ, 1998). Επομένως, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι οι αυτοαπασχολούμενοι, οι άνθρωποι που δουλεύουν μαζί με τις οικογένειές τους και απασχολούν και 1 - 2 άτομα. Τα όποια μέτρα παίρνονται κατά καιρούς για τη «στήριξη των ΜΜΕ» από την ΕΕ και την κυβέρνηση δεν απευθύνονται σ' αυτούς τους ανθρώπους. Απευθύνονται στις επιχειρήσεις με τους 50 εργαζόμενους και πάνω, που η πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ χαρακτηρίζουν «βιώσιμες» επιχειρήσεις που μπορούν να αντεπεξέλθουν με επάρκεια στον «ανταγωνισμό». Επιχειρήσεις, σαν αυτή που επισκέφτηκε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός την προηγούμενη άνοιξη, κάνοντας σαφές για ποιους ενδιαφέρεται η πολιτική της κυβέρνησης. Τότε είχε επισκεφτεί μια εξαγωγική επιχείρηση με εξαγωγές σε 80 χώρες και με 50 εργαζόμενους, θεωρώντας τη χαρακτηριστική περίπτωση «μικρομεσαίας επιχείρησης».

Τα όποια μέτρα έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εντάσσονταν στα πλαίσια της «ελεύθερης αγοράς». Ηταν μέτρα που πάρθηκαν σε εφαρμογή των εντολών της ΕΕ και της ΟΝΕ, δηλαδή στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών. Αυτό αποδεικνύουν οι αριθμοί των λουκέτων που μπαίνουν στις μικρές επιχειρήσεις καθημερινά, εξαιτίας της μεγάλης πτώσης του τζίρου, της δυσβάσταχτης αύξησης του λειτουργικού κόστους. Το αποδεικνύει η μετατόπιση του τζίρου στις μεγάλες επιχειρήσεις και τα μονοπώλια, η δραματική συρρίκνωση ολόκληρων κλάδων, αλλά και η μετατροπή πολλών επιχειρήσεων που έχουν κατορθώσει να επιβιώσουν κάτω από το νέο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς σε δορυφόρους των πολυεθνικών.

Η λαίλαπα της «απελευθέρωσης της αγοράς» και του «ελεύθερου ανταγωνισμού» εκφράστηκε μέσω της κυβερνητικής πολιτικής με μια σειρά από μέτρα και αποφάσεις και πάντα στο όνομα της διευκόλυνσης και της εξυπηρέτησης των καταναλωτών που τελικά βρέθηκαν έρμαια στις κερδοσκοπικές ορέξεις των πολυεθνικών.

Διά του νόμου... ασυδοσία

Την τελευταία δεκαετία οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ επέβαλαν διά του νόμου την ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου στην αγορά, εφαρμόζοντας σχετικές οδηγίες της ΕΕ. Στην πράξη ένας - ένας οι νόμοι που καταρτίζονταν άνοιγαν τις πόρτες στην επέλαση των πολυεθνικών, στην επέκταση των αλυσίδων των πολυκαταστημάτων και των σούπερ μάρκετ, με στόχο να άρουν και το παραμικρό εμπόδιο για την απόλυτη κυριαρχία τους σε βάρος της ντόπιας παραγωγής, των εκατοντάδων χιλιάδων επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων και των εργαζομένων. Παράλληλα με τα γενικότερα μέτρα που αφορούν στη λειτουργία της αγοράς, οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων έχουν πάρει και μια σειρά από ειδικότερα μέτρα που αφορούν συγκεκριμένους κλάδους. Μέτρα, που κάθε φορά με πρόσχημα τη ρύθμιση ζητημάτων που σχετίζονταν με την άσκηση κάποιου επαγγέλματος, στην πράξη διευκόλυναν την είσοδο μεγάλων επιχειρήσεων σε συγκεκριμένους κλάδους και έθεταν όρους στους οποίους δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν οι μικρές επιχειρήσεις.

Η «απελευθέρωση του ωραρίου» ήταν από τα μέτρα που χτύπησαν καίρια τις μικρές επιχειρήσεις. Τις επιχειρήσεις δηλαδή όπου ο βιοτέχνης, ο έμπορος κι ο επαγγελματίας δουλεύουν οι ίδιοι μαζί με τις οικογένειές τους και ένα - δυο εργαζόμενους. Η «απελευθέρωση» του ωραρίου ουσιαστικά ισοδυναμεί με την καθιέρωση ενός απάνθρωπου τρόπου λειτουργίας των επιχειρήσεων στα πλαίσια του οποίου οι αυτοαπασχολούμενοι ΕΒΕ καλούνται να δουλεύουν όλο και περισσότερες ώρες, με αυξημένο κόστος λειτουργίας για ένα όλο και μικρότερο μεροκάματο, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό με τις αλυσίδες των μεγαλοκαταστημάτων, που παραμένουν δίπλα τους ανοιχτές δώδεκα ώρες τη μέρα. Και βέβαια, η καθιέρωση αυτού του ωραρίου δεν είχε στόχο την εξυπηρέτηση των καταναλωτών όπως διατείνονταν οι νομοθέτες του, αλλά την ενίσχυση της θέσης των μονοπωλίων, μέσω της εξόντωσης των μικρών επιχειρήσεων.

Το πρόβλημα της επαγγελματικής στέγης

Σχεδόν ταυτόχρονα οι ΕΒΕ δέχτηκαν το πλήγμα της «απελευθέρωσης» της επαγγελματικής στέγης που εκτίναξε τα ενοίκια στα ύψη και μετέτρεψε ανθρώπους, που με τον ιδρώτα μιας ζωής είχαν φτιάξει εμπορικές πιάτσες, σε θύματα της ασυδοσίας και των εκβιασμών των ιδιοκτητών. Οι αυξήσεις που επιβλήθηκαν σε χώρους που νοικιάζονταν ως επαγγελματική στέγη οδήγησαν πολλούς ΕΒΕ στα όρια της απόγνωσης.

Παράλληλα με όλα αυτά, η επέλαση των πολυεθνικών και η επέκταση των αλυσίδων των πολυκαταστημάτων έφερε και τους δικούς τους κανόνες παιχνιδιού. Ενός παιχνιδιού άνισου και άγριου σε μια ζούγκλα όπου από τη θέση του ισχυρότερου το μεγάλο κεφάλαιο μετέρχεται, με τις ευλογίες ασφαλώς της κυβέρνησης - πέρα από τις κατά καιρούς ανέξοδες δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων περί μονοπωλίων, με αυτονόητη σκοπιμότητα - διάφορα τερτίπια, προκειμένου να εγκλωβίσει τα λαϊκά εισοδήματα και να εξοντώσει τις μικρές επιχειρήσεις. Αυτά έχουν να κάνουν με τις πωλήσεις κάτω του κόστους, τη διαφορετική μεταχείριση των πελατών τους εμπόρων, όταν πρόκειται για προμηθευτικές επιχειρήσεις, ανάλογα με το μέγεθός τους, την πραγματοποίηση εκπτώσεων με τη μορφή προσφορών όλο το χρόνο. Μέθοδοι στις οποίες οι μικρές επιχειρήσεις δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν λόγω του μεγέθους τους, του κόστους παραγωγής και του μεγέθους των πωλήσεών τους. Επιπλέον, η βίαιη είσοδος των πολυεθνικών στην ελληνική αγορά είχε πολλαπλά αποτελέσματα για την ελληνική παραγωγή. Από τη μια έφερε τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές προϊόντων, που είχε σαν συνέπεια τη δραματική συρρίκνωση ολόκληρων παραγωγικών κλάδων της βιοτεχνίας. Επιπλέον, μετέτρεψε ελληνικές βιοτεχνίες σε υπαλλήλους των πολυεθνικών με όρους αποικιοκρατικούς. Πολλοί επαγγελματίες ή έμποροι αναγκάστηκαν να θέσουν την επιχείρησή τους στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου, παρέχοντάς του τη δυνατότητα παραγωγής και προώθησης των προϊόντων του με μικρότερο κόστος.

Τα παραπάνω είναι μερικές πλευρές του τι σημαίνει η περίφημη «απελευθέρωση» της αγοράς για εκατοντάδες χιλιάδες μικρών και αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ. Αυτό το καθεστώς λειτουργίας της αγοράς, πρέπει να επισημάνουμε, ότι δεν είναι γενικό και αόριστο, ασφαλώς και δε γίνεται για να εξυπηρετηθούν οι καταναλωτές, που σε κάθε περίπτωση μένουν απροστάτευτοι απέναντι στην κερδοσκοπία του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, και δεν είναι γενικώς και αορίστως «κακό». Στο βαθμό που ό,τι έχει γίνει στα πλαίσια της «ελεύθερης αγοράς», όποιο μέτρο έχει ληφθεί, λειτουργεί έτσι που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη συγκέντρωση όλο και μεγαλύτερου μέρους των κερδών σε όλο και λιγότερα χέρια, στο βαθμό που συρρικνώνεται η εγχώρια παραγωγή, που αγριεύουν οι μορφές της εκμετάλλευσης, που κλείνουν επιχειρήσεις και διογκώνονται οι στρατιές των ανέργων, σ' αυτό το βαθμό η «απελευθέρωση» είναι άκρως επικίνδυνη και χτυπά την πόρτα όλων των επαγγελματιών, των βιοτεχνών και των εμπόρων, των οικογενειών τους και των εργαζομένων σ' αυτές. Αυτή η πολιτική, που επιβάλλει η ΟΝΕ και τα μονοπώλια δεν είναι μονόδρομος. Μονόδρομος είναι η αποκάλυψη και η καταγγελία και μπροστά στις εκλογές, της επικινδυνότητας αυτής της πολιτικής, μονόδρομος είναι ο αγώνας για την ανατροπή της μαζί με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα που βιώνουν τα αποτελέσματά της.


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ


Κριτήριο ψήφου η ανατροπή της εφαρμοζόμενης πολιτικής

Ο Β. Διαμάντης
Ο Β. Διαμάντης
Μιλώντας στο «Ρ» για τα προβλήματα των ΕΒΕ και τις επικείμενες εκλογές ο Βαγγέλης Διαμάντης, μέλος του ΔΣ της Ομοσπονδίας Υδραυλικών Ελλάδας, ανάμεσα στα άλλα τόνισε:

Το 80% - 85% από τους υδραυλικούς είναι αυτοαπασχολούμενοι. Από αυτούς το 50% δεν έχουν ούτε βοηθό, ενώ το υπόλοιπο 50% έχουν το πολύ 1 - 2 εργαζόμενους. Το υπόλοιπο 15% είναι επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να πάρουν και μεγάλα έργα.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ένας κλάδος με τέτοια διάρθρωση δέχτηκε και συνεχίζει να δέχεται βαρύτατα πλήγματα από την εφαρμοζόμενη «φιλελεύθερη» πολιτική.

Κατ' αρχάς, το πολύ μεγάλο κομμάτι των συναδέλφων έχει για πελάτες του εργαζόμενους και συνταξιούχους, επαγγελματοβιοτέχνες, εμπόρους, αγρότες, τα λαϊκά στρώματα δηλαδή. Αφού αυτά τα στρώματα έχουν πληγεί από την ασκούμενη πολιτική και το εισόδημά τους έχει συρρικνωθεί, αναπόφευκτα και το εισόδημα των συναδέλφων μειώνεται.

Από την άλλη μεριά, φορολογικά νομοσχέδια και αντικίνητρα που ισχύουν έχουν δημιουργήσει και στους συναδέλφους πλήγματα ως προς την επιβίωσή τους. Πολύπλοκοι φορολογικοί νόμοι και κώδικες φορολογικών στοιχείων δημιουργούν πρόσθετα έξοδα και παγίδες για πρόστιμα. Ο κλάδος μας εξαρτάται για μερικά υλικά από πολυεθνικές και μονοπώλια, με ανεξέλεγκτες τιμές, με αποτέλεσμα οι συνάδελφοι να δουλεύουν πολλές ώρες χωρίς να μπορούν να καλύψουν τα έξοδά τους.

Η Ομοσπονδία έγκαιρα έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να οργανώσει τους συναδέλφους. Ξεκίνησε τη δημιουργία των προμηθευτικών συνεταιρισμών για να παίρνουν τα υλικά και να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο στην αγορά, όπως και έγινε. Μέχρι σήμερα έγιναν 35 συνεταιρισμοί σε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα, ξεκίνησε μια προσπάθεια συνένωσης σε πιο οργανωμένες επιχειρήσεις μέχρι 10 συναδέλφων. Υπήρξε μια καλή ανταπόκριση. Η επιβολή του 35% ανέτρεψε όλη την προσπάθεια, με αποτέλεσμα όλες αυτές οι επιχειρήσεις να διαλυθούν. Αυτοί που κράτησαν παρ' όλες τις αντίξοες συνθήκες ήταν οι συνεταιρισμοί.

Στις μέρες μας τα προβλήματα στον κλάδο μας είναι πολύ οξυμένα. Στο τμήμα της οικοδομής γενικότερα οι δουλιές είναι λίγες με μεγάλο ανταγωνισμό. Στις επισκευές και συντηρήσεις έχουν μπει ακόμα και ασφαλιστικές εταιρίες.

Πιστεύω ότι για να μπορέσουν οι συνάδελφοι να επιβιώσουν πρέπει να αντισταθούν σ' αυτή την πολιτική. Πρέπει να οργανωθούν στα σωματεία τους. Να συσπειρωθούν γύρω από τους συνεταιρισμούς, εκεί που υπάρχουν, και να δημιουργήσουν νέους. Πρέπει να προσανατολιστούμε στη συνεταιριστικοποίηση της κατασκευής και των επισκευών και συντηρήσεων. Τέλος, να ψηφίσουμε εκείνη την πολιτική που θα ανατρέψει αυτό το νεοφιλελεύθερο σύστημα σε όφελος του λαού και όχι των λίγων ντόπιων και ξένων.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ