Associated Press |
Για τις ΗΠΑ, ο στρατηγικός και πολιτικός ρόλος της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας και του Ομάν, τριών χωρών που οι ηγεσίες τους κατατάσσονται ξεκάθαρα στους «καλούς συμμάχους», είναι κομβικός. Η Σαουδική Αραβία διαθέτει την ιδανικότερη, γεωγραφικά, αεροπορική βάση για την εξαπόλυση αεροπορικών επιδρομών, τη βάση «Πρίγκιπας Σουλτάνος». Επίσης, είναι ο στενότερος και ισχυρότερος, οικονομικά, παράγοντας στην αραβική χερσόνησο. Τέλος, με δεδομένες τις διαστάσεις της κρίσης, αποκτά κομβική σημασία η παροχή, εκ μέρους της, ανοιχτής υποστήριξης αφού στο έδαφός της φιλοξενεί δύο από τους ιερότερους τόπους του Ισλάμ: τη Μεδίνα και τη Μέκκα.
Associated Press |
Οι δηλώσεις «επιβεβαίωσης των στενών δεσμών και επαφών» ανάμεσα στις χώρες αυτές και στις ΗΠΑ, καθώς και η, εξαρχής διατυπωμένη, στοίχισή τους στο πλευρό της «αντι-τρομοκρατικής συμμαχίας» και η «κατανόηση που έχουν για την αποφασιστικότητα της Ουάσινγκτον να πατάξει την τρομοκρατία» κυριάρχησαν στην περιοδεία Ράμσφελντ. Αλλωστε, ο Αμερικανός υπουργός, πολύ καλός γνώστης της περιοχής αφού διετέλεσε ειδικός απεσταλμένος της κυβέρνησης Ρήγκαν στη Μέση Ανατολή, διακήρυξε, σε όλους τους δυνατούς τόνους, ότι «δεν πρόκειται για μια αντιπαράθεση κατά των μουσουλμάνων ή των Αράβων, στους οποίους οι ΗΠΑ έχουν επανειλημμένως δείξει την αμέριστη υποστήριξή τους (στο Κουβέιτ, στο Κόσσοβο, στη Βοσνία) αλλά για έναν πόλεμο κατά των τρομοκρατών, που απειλούν όχι τη Δύση αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα».
Ο Ράμσφελντ, επίσης, επέδειξε «κατανόηση στις ανησυχίες των συγκεκριμένων αραβικών ηγεσιών για τυχόν δευτερεύουσες συνέπειες στο εσωτερικό των χωρών τους μετά από ενδεχόμενο στρατιωτικό πλήγμα κατά του Αφγανιστάν». Γι' αυτό φρόντισε να τονίσει ότι «αυτός ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας δε θα κριθεί από έναν πύραυλο ή από μία βόμβα, αλλά από την καλή ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα σε όλες τις χώρες» αναγγέλλοντας έναν παγκόσμιο Μεγάλο Αδελφό. Για να καταστήσει την αντίληψη αυτή πιο κατανοητή, παραλλήλισε τη διαμορφωθείσα κατάσταση με «τον Ψυχρό Πόλεμο, που διήρκεσε, χωρίς μεγάλες εμπόλεμες συγκρούσεις επί δεκαετίες, και τελικά απέφερε αποτελέσματα με την εξάλειψη του κομμουνισμού». Οσο για τους συνομιλητές του, στην Αίγυπτο και στη Σαουδική Αραβία, είχαν το περιθώριο να τονίσουν ότι δε θα εμπλακούν στρατιωτικά.
Φυσικά, οι συγκεκριμένες αραβικές ηγεσίες δεν περίμεναν την περιοδεία Ράμσφελντ για να συμπαραταχτούν. Αλλωστε, είχαν, με διάφορους τρόπους, δείξει να κατανοούν ότι πρόκειται για έναν «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και όχι των μουσουλμάνων». Εντούτοις, αυτό δε σημαίνει ότι, γνωρίζοντας πολύ καλά τη μεγάλη δύναμη που διαθέτουν εξαιτίας της θέσης και του ρόλου τους, στην περιοχή, δε θα απαιτούσαν ανταλλάγματα για την οποιαδήποτε παραχώρηση. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο αρχίζει η μεγάλη διαπραγμάτευση: ποια ανταλλάγματα θα έθεταν σε προτεραιότητα και ποια από αυτά η Ουάσιγκτον επιθυμεί να υλοποιήσει.
Ως ένα βαθμό, η αμερικανική διπλωματία έδωσε την εντύπωση ότι προσπάθησε να προλάβει το, με βεβαιότητα, πρώτο αίτημα του αραβικού κόσμου: την αναγνώριση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και την καταδίκη της ισραηλινής κατοχής. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν όντως οι ΗΠΑ είχαν την πρόθεση να προβούν σε κάποια δήλωση αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους πριν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη, όπως διέρρευσε. Ούτε πώς εννοούσαν αυτό το παλαιστινιακό κράτος. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι δεν το έπραξαν. Και παρά το, προσφάτως, διατυπωθέν «όραμα Μπους» για τη Μέση Ανατολή, ουδείς γνωρίζει αν θα το πράξουν. Αλλωστε, η ισραηλινο-παλαιστινιακή αντιπαράθεση κάθε άλλο παρά αποκλιμακώνεται, με την εκεχειρία να καταμετρά περισσότερους από 30 νεκρούς και τα ισραηλινά στρατεύματα να εισβάλουν καθημερινά σε παλαιστινιακές περιοχές.
Η όψιμη «διπλωματική» κόντρα Ισραήλ - ΗΠΑ, με αφορμή τις δηλώσεις Σαρόν περί «αμερικανικής προσπάθειας προσεταιρισμού του αραβικού κόσμου σε βάρος του Ισραήλ» που προκάλεσαν τη μήνι του Λευκού Οίκου, δεν αποτελεί εχέγγυο για τον αραβικό κόσμο. Αλλωστε, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέδωσε εκ νέου, την, παλιά λίστα «τρομοκρατικών οργανώσεων» ανά τον κόσμο, στην οποία περιλαμβάνονται και γνωστές παλαιστινιακές οργανώσεις, όπως «Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης», «Τζιχάντ», «Χαμάς», «Χεζμπολάχ».
Ο Αραβες, όμως, είχαν σαφώς ξεκαθαρίσει ότι «δεν μπορεί τρομοκρατία να χαρακτηρίζεται η κάθε πράξη αντίστασης κατά ξένης κατοχής, όπως η ισραηλινή κατοχή». Από την πλευρά του, το Ισραήλ είχε αποσαφηνίσει ότι «δεν μπορεί να υπάρξει αρραγές και αποτελεσματικό αντι-τρομοκρατικό μέτωπο, αν νομιμοποιηθούν, διά της συμμετοχής τους, χώρες που υποθάλπουν την τρομοκρατία», εννοώντας αρκετές αραβικές χώρες. Είναι απορίας άξιο πως οι ΗΠΑ θα καταφέρουν να ισορροπήσουν σε αυτό το χάσμα.
Ενα δεύτερο αντάλλαγμα, που φαίνεται ότι έθεσαν μαζικά, οι αραβικές χώρες, είναι η άρση των κυρώσεων σε βάρος άλλων αραβικών χωρών, όπως η Λιβύη, η Συρία, το Ιράν αλλά και το Ιράκ. Ιδιαίτερα για την τελευταία περίπτωση, δεν πρόκειται απαραίτητα για μέριμνα των κυβερνήσεων, αλλά για πιεστική αντανάκλαση της οργής της αραβικής κοινής γνώμης εξαιτίας της εκατόμβης των Ιρακινών αμάχων λόγω των κυρώσεων. Οι ΗΠΑ δεν εμφανίζονται πρόθυμες να προχωρήσουν σε μια τέτοια κίνηση. Πιέζονται, όμως, από την τάχιστη άρση των κυρώσεων, που οι ίδιες πρότειναν για το Πακιστάν, την Ινδία και το Σουδάν: χώρες με κομβική σημασία για την «εκστρατεία» τους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο αναμένεται να «πατήσουν» και οι αραβικές χώρες γνωρίζοντας ότι και οι ίδιες διαθέτουν ακριβώς την ίδια σημασία άρα και δύναμη.
Αν και το ακριβές περιεχόμενο των συζητήσεων που ο Ράμσφελντ είχε σε Κάιρο, Ριάντ και Μασκάτ, δεν έγινε γνωστό, οι δηλώσεις που τις ακολούθησαν μπορούν να δώσουν μια αρκετά σαφή εικόνα. Η αμερικανική «κατανόηση» για τις «συνέπειες τυχόν επιθέσεων στο εσωτερικό των χωρών» δεν αποτελεί παρά παραδοχή των πραγματικών αιτημάτων που έθεσαν οι αραβικές ηγεσίες. Η κοινή γνώμη των λαών τους είναι τόσο εξοργισμένη από τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, που τίθεται, πλέον, θέμα επιβίωσης των «συμμαχικών» ηγεσιών αν δεν τηρήσουν τις εύθραυστες ισορροπίες, αν δε φανεί ότι κάτι κερδίζουν.
Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη και την καταπιεσμένη λαϊκή οργή για το ποιόν των ίδιων των ηγεσιών, είναι σαφές ότι δεν επιθυμούν καμία σπίθα να πυρπολήσει αυτή την οργή εναντίον τους. Στην παρούσα φάση, λοιπόν, είναι στην προνομιούχα θέση να απαιτούν: διατηρήστε μας στην εξουσία για να μπορέσουμε να σας βοηθήσουμε. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και τη βαθιά ανησυχία που επικρατεί στις αραβικές ηγεσίες για το επόμενο βήμα της «αντι-τρομοκρατικής εκστρατείας» (ποιος θα ακολουθήσει την Αλ Κάιντα, οι παλαιστινιακές οργανώσεις;), τότε είναι σαφές ότι κάθε άλλο παρά «ομαλές» ήταν οι διαβουλεύσεις του Ράμσφελντ. Αντίθετα, το μόνο σίγουρο φαίνεται να είναι ότι οι σχέσεις των ΗΠΑ με τον αραβικό κόσμο είναι, πλέον, περισσότερο από ποτέ ένα ατελείωτο ναρκοπέδιο.
Associated Press |
Οι «νέοι ορίζοντες» στις σχέσεις Μόσχας - Βορειοατλαντικού Συμφώνου άρχισαν να προβάλλουν μόλις ένα 48ωρο μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη στις ΗΠΑ. Η κοινή ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 13/9 μετά τη συνάντηση των πρεσβευτών του ΝΑΤΟ με τον εκεί πρεσβευτή της Ρωσίας (στο πλαίσιο του «κοινού» συμβουλίου Ρωσίας - ΝΑΤΟ) δημιούργησε αίσθηση αλλά φαίνεται πως ήταν μόνον η αρχή...
«ΝΑΤΟ και Ρωσία είναι ενωμένες και αποφασισμένες να μην αφήσουν ατιμώρητους τους δράστες των επιθέσεων της 11ης Σεπτέμβρη... Καλούν τη διεθνή κοινότητα να ενωθεί στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας... Ρωσία και ΝΑΤΟ θα εντείνουν τη μεταξύ τους συνεργασία με σκοπό να ηττηθούν τους τρομοκράτες», ανέφερε μεταξύ άλλων η λιτή αλλά πολλαπλώς σημαντική ανακοίνωση, το νόημα και το στίγμα της οποίας έμελλε όχι απλώς να επιβεβαιωθεί, αλλά και να ενισχυθεί περαιτέρω από το αποτέλεσμα της συνάντησης που είχαν την περασμένη Τετάρτη στις Βρυξέλλες ο Πρόεδρος Πούτιν και ο γγ του ΝΑΤΟ, Τζορτζ Ρόμπερτσον.
Επί παραδείγματι, κατά τη συνάντηση των δύο ανδρών συμφωνήθηκαν «κοινοί τομείς συνεργασίας» ανάμεσα σε Βορειοατλαντικό Σύμφωνο και Ρωσία. Διαπιστώθηκαν «ευκαιρίες» για την ανάπτυξη νέων σχέσεων, ενώ οι μεταξύ τους συνομιλίες χαρακτηρίστηκαν από τον ίδιο το γγ του ΝΑΤΟ «ορόσημο στις διμερείς σχέσεις». Επιπλέον, ο Ρώσος Πρόεδρος για πρώτη ίσως φορά δεν έσπευσε να φανεί έντονα επικριτικός για την προς ανατολάς (και δη προς τις Δημοκρατίες της Βαλτικής) διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Η Ρωσία, είπε ο Ρώσος Πρόεδρος μετά τη συνάντησή του με τον Ρόμπερτσον, θα μπορούσε να αναθεωρήσει τη θέση της ως προς τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, εάν η Συμμαχία «διαφοροποιηθεί» και καταστεί «πιο πολιτικός οργανισμός». Και κατέληξε, λέγοντας σιβυλλικά: «Φυσικά, θα μπορούσαμε να αλλάξουμε τη θέση μας ως προς τη διεύρυνση εάν δεν ήμασταν εκτός διαδικασίας»... Και ο Βλαντίμιρ Πούτιν προσπάθησε να επιστήσει την προσοχή της Δύσης στα νέα δεδομένα και στις ραγδαίες αλλαγές με τις οποίες, όπως είπε, είναι αντιμέτωπη η «διεθνής κοινότητα» και οι οποίες, όπως πρόσθεσε με νόημα, «δε σηματοδοτήθηκαν εξαιτίας των επιθέσεων της 11ης Σεπτέμβρη, απλώς οι επιθέσεις στις ΗΠΑ μας έκαναν να τις διαπιστώσουμε»....
Την ίδια δε ώρα που ο Πρόεδρος Πούτιν έκανε τις παραπάνω διαπιστώσεις στις Βρυξέλλες, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα, Αλεξάντερ Βερσμπάου, ανακοίνωνε πως η κυβέρνησή του παρείχε στη Ρωσία «όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για την άμεση εμπλοκή του Οσάμα Μπιν Λάντεν και της οργάνωσής του, "Αλ Κάιντα", στις επιθέσεις σε Ν. Υόρκη και Ουάσιγκτον». Ισως περιττό, ίσως όμως να αξίζει να επισημανθεί πως αυτό το έπραξαν οι ΗΠΑ -ένα 24ωρο νωρίτερα- μόνον με τους ΝΑΤΟικούς εταίρους τους...
Ωστόσο, η Ρωσία δε φαίνεται να προωθεί αλλαγές μόνον ή κυρίως με το ΝΑΤΟ, αλλά και μια στενότερη, πολυεπίπεδη, συνεργασία και με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η ατζέντα της περίπου 48ωρης επίσκεψης του Βλαντίμιρ Πούτιν στο Βέλγιο ήταν μάλλον πλούσια καθώς περιλάμβανε απανωτές συναντήσεις τόσο με τον πρωθυπουργό του Βελγίου (χώρας που ας μην ξεχνάμε προεδρεύει αυτό το εξάμηνο της ΕΕ) όσο και με σημαντικούς αξιωματούχους της ΕΕ, όπως επιτρόπους της Κομισιόν και τον επικεφαλής της ΕΕ για Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια, Χαβιέ Σολάνα...
Οι επαφές του Πούτιν με τους παραπάνω δεν περιορίστηκαν -πώς θα μπορούσε άλλωστε;-στον «εμπλουτισμό» της συνεργασίας ανάμεσα σε Ρωσία και ΕΕ, στο πλαίσιο της, υπό σύσταση, διεθνούς «αντιτρομοκρατικής συμμαχίας»... Υπήρξαν, βεβαίως, εξελίξεις σ' αυτό το πεδίο, όπως ενίσχυση των σχέσεων ΕΕ - Ρωσίας, με στόχο την ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας «σε επίπεδο ασφάλειας και αντιμετώπισης της τρομοκρατίας», αλλά συμφωνήθηκαν μεταξύ αμφοτέρων των πλευρών οι τακτικές (μηνιαίες) συνομιλίες σε «στρατηγικό και οικονομικό επίπεδο», ενώ η Μόσχα διαβεβαιώθηκε πως θα λάβει όλη την υποστήριξη (πρακτική και άλλη...) της ΕΕ, προκειμένου να επισπευστούν οι διαδικασίες ένταξης της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου... Εάν σ' αυτά προσθέσει κανείς και τις επαφές που είχε τόσο ο Πρόεδρος Πούτιν όσο και άλλα στελέχη της κυβέρνησής του (από το οικονομικό κυρίως επιτελείο) περί εντατικοποίησης της συνεργασίας ΕΕ - Ρωσίας στον τομέα της ενέργειας (δηλαδή φυσικό αέριο, πετρελαιοαγωγοί κ.λπ), τότε συμπεραίνει κανείς αβίαστα πως η Μόσχα δεν προωθεί τις, προς δυσμάς, αλλαγές μόνον σε επίπεδο «πάταξης της διεθνούς τρομοκρατίας» αλλά επιδιώκει να αξιοποιήσει -όσο μπορεί ή όσο θεωρεί ότι μπορεί- προς όφελός της τη συγκεκριμένη, πλην συγκεχυμένη, διεθνή συγκυρία... Εάν θα βγει λαβωμένη ή ενισχυμένη μέλλει να κριθεί από πολλούς παράγοντες...