ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Φλεβάρη 2001
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Νίκος Μαρτίκος, ο Ελληνας!

Θέλω να σας μιλήσω για τα βαφτίσια. Για τα βαφτίσια, που τσακίζουν ψυχές. Τι ψυχές, ψυχούλες, πες καλύτερα! Ψυχούλες τρυφερές, σαν το εσωτερικό του μαρουλιού και ακόμα τρυφερότερες. Ψυχούλες που άλλαξαν ονόματα χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί! Ψυχούλες που από τη μια μέρα στην άλλη άλλαξαν θεό, άλλαξαν αγίους, άλλαξαν γιορτές...

«Πώς σε λένε παιδί μου»;

«Εμένα»;

«Ναι, εσένα»!

«Εμένα με λένε Πέτρο»!

Πέτρος, λοιπόν, ο Χασάν, Αλέκος ο Γιούρι, Νίκος Ο Ζουρίκος! Παιδιά που ακόμα δεν έχουν καταλάβει, γιατί οι άνθρωποι πρέπει να έχουν ονόματα, τα αναγκάζουν να έχουνε δύο. Ενα για το εσωτερικό του σπιτιού και ένα δεύτερο για τον έξω κόσμο. Στο σχολείο, στο μπακάλικο, στην αλάνα (όπου και αν υπάρχει αυτή!).

«Νίκο δώσε πάσα, ρε!»

Πώς να γυρίσει ο Ζουρίκος στο πρώτο κάλεσμα. Οχτώ χρόνια δεν τον έλεγαν Νίκο. Παίρνει την μπάλα και τραβάει να βάλει γκολ μοναχός του. Νίκος είναι ο άλλος με τα κόκκινα, το μελαχρινό παιδί που μένει στη γωνία, ο Ολυμπιακός, αυτόν φωνάζουν! Αυτός είναι ο Ζουρίκος από την Τιφλίδα. Ας πούνε Ζουρίκος να δεις πώς γυρίζει!

«Πού πας, ρε, δεν ακούς, σε φωνάζω»!

«Εμένα»!

«Ναι εσένα»!

Τέτοιο, μπέρδεμα. Και ο πατέρας, που παρακολουθεί, να τρώει τα χείλη του από την αγωνία.

«Ρε, δε σου 'πα ότι Νίκο σε λένε»;

«Ναι μου είπες, αλλά το ξεχνάω»!

«Να μην το ξεχνάς, Νίκο Μαρτίκο, σε παρακαλώ»!

«Καλά Νίκο, αλλά γιατί Μαρτίκο»;

Γιατί το «Μαρτίκο» μοιάζει και δε μοιάζει ελληνικό, λέω εγώ. Ετσι μπορεί ο καθένας να ξεγελαστεί. Η μάνα ή ο πατέρας να είναι Ελληνας. Πάντως και οι δυο αποκλείεται να είναι ξένοι. Το «Νίκος» είναι η απόδειξη. Το «Μαρτίκος» κάπου το συνάντησα. Τώρα αν τα ζυγωματικά είναι φαρδύτερα, τα μαλλιά ξανθότερα, τα μάτια γαλανότερα, ποιος να σταθεί σε αυτές τις λεπτομέρειες. Το παιδί το λένε Νίκο Μαρτίκο! Του πρέπει άλλος σεβασμός.

Ο Νίκος Μαρτίκος, ο συγκεκριμένος, λοιπόν, βαφτίστηκε στην εκκλησία! Με παπά και με νουνό. Με όλες τις διαδικασίες! Εξω, βέβαια, από την κολυμβήθρα, πού να χωρέσει οχτώ χρονών παιδί. Αλλα παιδάκια, δυστυχώς, ήταν πιο άτυχα απ' αυτόν. Δεν πήραν ούτε τη χαρά της «πλάκας», που πήρε εκείνος! Αυτό το νταβαντούρι της βάφτισης, που τον έκανε να σκάσει στα γέλια. Εκείνα είχαν σεμνότερες τελετές. Τα φώναξε ο πατέρας τους ένα βράδυ, εκεί στα υπόγεια, που μένει η οικογένεια και τους είπαν σοβαρά. «Από σήμερα σε λένε Αλέκο, Κώστα, Μαρία, Χριστίνα, Γιαννούλα, Δημήτρη»!..

Χωρίς γιορτή, χωρίς σταυρουδάκια, χωρίς ψαλμωδίες. Βαφτίσια ανάγκης. Σιωπηλά και σκεπτικά. Συνωμοτικά για την ακρίβεια. Βαφτίσια για να απαντήσουν στο ρατσιστικό κράτος, στο ρατσιστικό σχολείο, στη ρατσιστική κοινωνία. Βαφτίσια που αργότερα θα απαντούν στην αστυνομία, στο εργοστάσιο, στο καφενείο...

Τώρα, τι να τα λέμε; Εδώ ο κόσμος καίγεται, τα ονόματα θα κοιτάξουμε! Νίκος, να επιβιώσει το παιδί, αφού το πετάξανε στα λιοντάρια. Γιατί, μήπως ο πατέρας του από Χασάν δεν έγινε Αλέκος, η μάνα του από Ναταλία, Μαρίνα; Λιγότερος ήταν ο πόνος γι' αυτούς, που είχαν προλάβει να ζήσουν πολλά χρόνια και με τ' άλλα ονόματα; Τα πραγματικά. Εδώ και στη γιαγιά δώσανε όνομα. Εβδομήντα πέντε χρονών, Γιαννούλα έγινε η κακομοίρα. Και το κουδούνι, στο υπόγειο δε γράφει Μαρτίκος; Μαρτίκος γράφει! Οικογένεια Μαρτίκου, απ' την Ηπειρο, ας πούμε... Γέμισαν τα υπόγεια και οι τρώγλες με ελληνικά ονόματα!

Εντάξει, εξευτελισμός είναι, όμως πώς αλλιώς να γίνει. Πρέπει να σου νοικιάσουν σπίτι, να σε πάρουν στη δουλιά, να μη σε κοροϊδεύουν στο σχολείο. Πρέπει να ενσωματωθείς! Ολοκληρωτικά. Πρέπει να γονατίσεις! Και η γιαγιά, γιατί όχι! Πρέπει όλοι να καταλάβουν, να καταλάβουμε, πως υπάρχουν αρχές, υπάρχουν αξίες!

Γιούρι, Ανατόλι, Αχμέτ, Ολια, τελείωσαν, πια, όλα αυτά. Πρέπει ο ξένος να μπει στον οδοστρωτήρα. Να πατηθεί, να σιδερωθεί, να βγει ίσος στη νέα κοινωνία! Ζήτω, λοιπόν, τα βαφτίσια. Οχι, πια, τα ατομικά. Τα ομαδικά, όπως στις εκτελέσεις!


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ


Ποιες είναι οι αγίες των ημερών μας;

Η ιστορία του εργατικού κινήματος μέσα από την ιστορία μιας γυναίκας 

Η γιαγιά με το μπαστουνάκι της, με τα παιδιά, και τις αναμνήσεις μιας ζωής δίπλα στο σύντροφό της που δε ζει πια, ακολουθεί τη διαδήλωση ενάντια στους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία. Μια ογδοντάχρονη ζωή μέσα στο εργατικό κίνημα - και ο αγώνας συνεχίζεται... Κάπως έτσι τελειώνει το βιβλίο του ηθοποιού, συγγραφέα και προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος - Ακροάματος (ΠΟΘΑ), Βασίλη Κολοβού.

Πρωταγωνιστές του, δύο άνθρωποι μόνοι στη ζωή, δύο αγωνιστές που ενώνουν τις μοναξιές τους και γίνονται ζευγάρι: Η ανθρώπινη πλευρά μιας εποποιίας, ο Γολγοθάς ενός λαού, τα γεγονότα που σηματοδοτούν μια εποχή από τις αρχές του αιώνα μέχρι τις μέρες μας, μέσα από τις περιπέτειες ενός ζευγαριού - και όχι μόνο: Υπάρχουν κι άλλοι ήρωες, αλλά κεντρικός ήρωας η γυναίκα, μια γυναίκα που αντιπροσωπεύει πολλές γυναίκες: είναι οι «αγίες των ημερών μας » - αυτός είναι και ο τίτλος του μυθιστορήματοςμ που σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Μια γυναίκα που δώδεκα χρόνων έφτιαχνε όπλα, στα 16 της ανέβηκε μαχήτρια στο βουνό, στα 17 της την έκλεισαν στη φυλακή, για να βγει ξανά στα 37 της. Βασισμένο στην πραγματική ιστορία μιας αγωνίστριας, το έργο είναι μια βιωμένη ιστορία του εργατικού κινήματος στον τόπο μας. Η διήγηση ξεκινάει από την ημέρα που πεθαίνει ο άντρας της ηρωίδας: Στο κοιμητήρι εκείνη φαντάζει σαν αγία... η αγία του λαού;

«Στο μικρό κοιμητήρι του Νεκροταφείου ήταν κυρίαρχος, τόσο που μου φάνηκε και λίγο υπερόπτης, η θεία Ελένη ίδια και αυτή τη φορά. Σιωπηλή και ψύχραιμη. Ολη νύχτα οι δυο τους φαίνεται ότι έκαναν μυστικές συνομιλίες και κράτησαν τους συνωμοτικούς κανόνες του κόμματος. Γι' αυτούς που συνωμοτούσαν και χωριστά και αυτή η νύχτα ήταν ίδια όπως οι άλλες των προηγούμενων σαράντα πέντε χρόνων της ζωής τους...

Εκλεινες τα μάτια και έβλεπες σαν σε όραμα νεραϊδογέννητου ανθρώπου κάτι να λαμπυρίζει πάνω στο κεφάλι της, κάτι σαν αγκάθινο στεφάνι, κάτι σαν αγχόνη, ίσως σαν κάποια απόφαση έκτακτου Στρατοδικείου, που έλεγε «δις εις θάνατον» και όλες αυτές οι απροσδιόριστες εικόνες, χωρίς παρέμβαση μέγιστου τεχνίτη, σχημάτιζαν ένα πανέμορφο μαγιάτικο στεφάνι της άνοιξης, που διαρκώς σίμωνε στο κεφάλι της, λες και κάποια αόρατα χέρια νεκρών και ζωντανών επέμεναν να της το φορέσουν, για να δείξουν σε όλους εμάς τους βουβούς, που στην αμηχανία και τη θλίψη μένανε προσηλωμένοι στους αγίους της Εκκλησίας που ήταν αραδιασμένοι στη σειρά, σιωπηλοί και απόμακροι, σαν να ήθελαν να μας προκαλέσουν ν' αποχτήσουμε κι εμείς τη δική μας Αγία, μια Αγία όχι μακρινών χρόνων και άγνωστων θαυμάτων, αλλά μια Αγία της καθημερινής μονότονης και καθόλου ρομαντικής πραγματικότητας, μια Αγία της αγωνίας, της πάλης, της ζωής, της αλήθειας και της ασκήμιας, μια Αγία των ημερών μας.

Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από το βίο της θείας και του θείου του συγγραφέα. Μια ζωή - δυο ζωές - που τον συγκίνησαν: «Ολοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι δε μιλούν ποτέ για τον εαυτό τους. Μου κάνει εντύπωση ο τρόπος που αντιμετωπίζουν γενικότερα τη ζωή. Ο θείος μου "πέρναγε" διηγούμενος όλα αυτά τα φρικτά πράγματα - τα μαρτύρια, το Μακρονήσι - μ' ένα τόσο ανάλαφρο τρόπο... Η θεία μου τον γνώρισε μέσα από τη φυλακή μέσω του Κόμματος. Εκείνος ήταν κάποτε παντρεμένος, αλλά η γυναίκα του είχε πεθάνει κι είχε μείνει μόνος. Της θείας μου ο πατέρας και ο αδελφός είχαν σκοτωθεί, η μάνα της, η γιαγιά της και ο άλλος αδελφός της ζούσαν στην Τσεχοσλοβακία. Της είχαν δημεύσει την περιουσία στο χωριό με το νόμο 509 και δεν είχε κανένα στον κόσμο να της συμπαρασταθεί. Κανένας δεν την επισκεπτόταν. Ετσι, όταν για πρώτη φορά τη φώναξαν στο επισκεπτήριο δεν πήγε, γιατί νόμισε πως έκαναν λάθος. Το Κόμμα γνώριζε ποιοι άνθρωποι ήταν μόνοι π.χ. από τη Μακρόνησο, από τις φυλακές Αβέρωφ και δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίναι. Τους ανέθετε να αναλάβουν ο ένας την ευθύνη του άλλου, όταν θα απολύονταν, στα πλαίσια της συντροφικής αλληλεγγύης. Ετσι αποκτούσαν επαφή, ανθρώπινους δεσμούς. Η θεία μου δεν είχε σπίτι, δεν είχε συγγενείς, τα χρόνια ήταν δύσκολα. Ο θείος μου πήγαινε φυλακή και την έβλεπε, αλληλογραφούσαν. Είχαν μια πολύ ωραία σχέση... Μέσα από τα δέκα λεπτά που συναντιόντουσαν στο επισκεπτήριο, δεν προλάβαιναν να πουν πολλά πράγματα...».

Μια ζωή, η ιστορία μας...

Ο συγγραφέας τούς βάζει να διηγούνται μέσα από τα γράμματα που απευθύνουν ο ένας στον άλλο τα περιστατικά της ζωής τους - μέσα από τα οποία περνάει το εργατικό κίνημα. Μ' ένα διαρκές πήγαιν' έλα (φλας μπακ), ο αναγνώστης ζει την καταστροφή της Σμύρνης, τη γέννηση της εργατικής τάξης, την Ακροναυπλία, την κατοχή, τον Εμφύλιο...

Πρόκειται για μια τοιχογραφία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα: Ταυτόχρονα με την πορεία του ζευγαριού και των άλλων πρωταγωνιστών φωτίζονται ιστορικά γεγονότα, όπως η ίδρυση του σοσιαλιστικού κόμματος (κατόπιν ΚΚΕ), η δημιουργία της ΓΣΕΕ, οι μεγάλες διαδηλώσεις, οι απεργίες... Ομως, αν και ο καμβάς της ιστορίας στηρίζεται σε ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν και στην πραγματικότητα στη ζωή των πρωταγωνιστών, αυτά δίνουν μόνο τη στήριξη και την αφορμή στο συγγραφέα να αναπτύξει τη διήγησή του, όπου αφομοιώνονται πολλές άλλες ιστορίες και βέβαια συμμετέχει δημιουργικά η φαντασία του ίδιου του Βασίλη Κολοβού.

Ο συγγραφέας δεν περιορίστηκε σε διηγήσεις και μαρτυρίες, αλλά για ενάμιση χρόνο μελετούσε ντοκουμέντα, ιστορικό υλικό, σχετικές δημοσιεύσεις, ειδήσεις, άρθρα, βιβλία σχετικά με το θέμα του, τα ντοκουμέντα του ΚΚΕ, ιστορίες που έχουν γραφτεί για το εργατικό κίνημα... Αλλά και για άλλα γεγονότα.

«Η λογοτεχνία έχει αδικήσει τη γυναίκα...»

Ο συγγραφέας επισημαίνει ακόμη «ότι η λογοτεχνία έχει αδικήσει τη γυναίκα. Την έχει δώσει μόνο μέσα από την ερωτική διάσταση ή την έχει εξιδανικεύσει ή την εκφράζει επιφανειακά. Δεν έχει μπει μέσα της να την ψυχογραφήσει, να δείξει τη διπλή και τριπλή καταπίεσή της, τι νιώθει όταν ξυπνάει στις πεντέμισι - έξι το πρωί για ν' αρχίσει τον καθημερινό Γολγοθά της...»

Ταυτόχρονα επισημαίνει ο ίδιος οτι «τους ήρωές μου δεν τους κάνω ποτέ "φωνακλάδες", δεν είμαι υπέρ της συνθηματολογίας. Μέσα από την πράξη, μέσα από τη ζωή, γεννιέται η συνείδηση, ο άνθρωπος φαίνεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα προβλήματα, από τη στάση του. Ο ήρωάς μου αγωνιά να ξεκουράσει τη γυναίκα του, όταν αυτή πηγαίνει δεύτερη δουλιά και καθαρίζει σπίτια. Είναι κάτι που δε χρειάζεται να το πεις, το βλέπεις».

Προτιμά να προβάλλει τις θετικές περιπτώσεις παρά τις αρνητικές, γιατί «όσο προβάλλεις μια θετική περίπτωση τόσο αποδυναμώνεις μια αρνητική». Γνωρίζει βέβαια ότι υπάρχει πρόβλημα υποτίμησης της γυναίκας στην καθημερινή ζωή.

«Το μόνο που μας σώζει, λέει γελώντας, είναι η καλή μας η καρδιά και η καλή μας διάθεση. Γιατί, πραγματικά, έχει περάσει μέσα μας αυτή η αντίληψη - ότι ο άντρας είναι "άντρας" μέσα στο σπίτι. Κι εγώ ο ίδιος πιάνω συχνά τον εαυτό μου π.χ. μετά το φαγητό να πηγαίνω για ύπνο - μ' αρέσει πολύ ο μεσημεριανός ύπνος - ενώ η συντρόφισσά μου θα μαζέψει το τραπέζι, θα συγυρίσει... Ε, θα μπορούσα κι εγώ να βάλω ένα χεράκι!»... Η ιστορία του εκτυλίσσεται εκεί όπου ζει και έχει αγωνιστεί ο συγγραφέας, στο Βύρωνα. Σ' αυτή την προσφυγούπολη, που ξέρει τόσο καλά κι έχει ζυμωθεί με τις γειτονιές και τους ανθρώπους της. Εδώ θα ξανασυναντηθεί κι ένας από τους ήρωές του με το κορίτσι που έσωσε όταν εκείνη ήταν 15 χρόνων κι είχε πέσει στη θάλασσα της φλεγόμενης Σμύρνης...


Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ