ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012
Σελ. /24
Με διαδικασίες επαγωγικές…

Με τον Δεκαπενταύγουστο αποτραβιέται το καλοκαίρι, αφήνοντας χώρο στο φθινόπωρο που καταφθάνει έρποντας. Τέσσερις οι ταινίες που βγήκαν χτες στις αίθουσες, δύο οι πρεμιέρες και ισάριθμες οι επανεκδόσεις. Από τις τελευταίες ξεχωρίζει ο βωβός «ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ» του Μπάστερ Κίτον, σημαντική κωμωδία λίγο πριν τη σαρωτική επικράτηση του ομιλούντος. Η ταινία σηματοδοτεί και την αρχή του τέλους του δημιουργού της, πρόκειται για την προτελευταία του, φτιαγμένη το 1928... Με το οικονομικό κραχ του '29, ο Κίτον χάνει όλη του την περιουσία, η γυναίκα του τον εγκαταλείπει και οι δανειστές τον κυνηγούν αλύπητα. Εκείνος το ρίχνει στο ποτό, έρχεται αντιμέτωπος με αρρώστιες, ενώ η μια απογοήτευση διαδέχεται την άλλη. Το 1956 κόβει το αλκοόλ και με βήματα δειλά αρχίζει να επιστρέφει στο προσκήνιο. Δέκα χρόνια αργότερα, κριτικοί και κοινό του επιφυλάσσουν, στη Μόστρα της Βενετίας, μεγαλειώδη υποδοχή στη ρετροσπεκτίβα των ταινιών του, εκδήλωση έναυσμα για τις νεότερες γενιές, για να ξανα-πλησιάσουν και να ξανα-ανακαλύψουν το σπουδαίο έργο του καλλιτέχνη. Ο Μπάστερ Κίτον πέθανε από καρκίνο την 1η Φλεβάρη 1966.

Την πρωτοκαθεδρία, σε ό,τι αφορά στις πρεμιέρες, καταλαμβάνει το πολυδιαφημισμένο σπονδυλωτό φιλμ «7 ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΒΑΝΑ», το οποίο στηρίζεται στην - κατά τους παραγωγούς του - ιδέα της αντανάκλασης της διεθνούς κατάστασης στην καθημερινότητα της κουβανικής πρωτεύουσας. Εφτά αναγνωρισμένοι διεθνώς σκηνοθέτες δέχθηκαν να συμμετάσχουν στο φιλόδοξο project, που κύριο χορηγό του έχει τον πανίσχυρο όμιλο ποτών «Pernod - Rickard», διεθνή διανομέα σήμερα του ξακουστού κουβανέζικου ρουμιού, με το πλέον εμπορικό σήμα κατατεθέν: Havana Club (μετά βέβαια τα φημισμένα πούρα Cohiba). Οι σκηνοθέτες κλήθηκαν να δώσουν, μέσα από 7 διαφορετικές ιστορίες, χαρακτήρες και καταστάσεις, τη δική τους εικόνα για την Αβάνα του σήμερα. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι δυτικοί κινηματογραφιστές, προϊόντα του καιρού και των κοινωνιών τους, αυτό που πρωτίστως «είδαν» στην Αβάνα και αυτό που ανεπιφύλακτα συνιστούν στο καταναλωτικό κοινό, ως καλοπληρωμένοι διαφημιστές, είναι: Εναν παράδεισο σεξουαλικού τουρισμού (κάτι σαν την Ταϊλάνδη που έχει εξειδίκευση στον παιδεραστικό τουρισμό), υποβοηθούμενου εδώ από τις «βιαγκρικές», έντονες αναθυμιάσεις αλκοόλ... Του προϊόντος, δηλαδή, που ο όμιλος/χορηγός διαφημίζει μέσω καλλιτεχνικού έργου. Διότι ο όμιλος είχε ήδη μελετήσει την άνευ προηγουμένου επιτυχία της ταινίας του Βιμ Βέντερς «BUENA VISTA SOCIAL CLUB» που εκτόξευσε κατακόρυφα στη Γερμανία - αγορά/κλειδί - την κατανάλωση της μάρκας που εκπροσωπούν... Σημειωτέον ότι 25 χώρες αγόρασαν, αμέσως, τα δικαιώματα διανομής της ταινίας... Αυτό είναι concept για διαφήμιση! Μ' ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια... Και τέχνη, και διαφήμιση, και εξαγωγή δημοκρατίας κι ελευθερίας...

Τέλος, «ΑΝΑΛΩΣΙΜΟΙ 2» τιτλοφορείται το πανδαιμόνιο καταιγιστικής δράσης που υπόσχεται το sequel της γνωστής ταινίας του Σιλβέστερ Σταλόνε - όπου ο ίδιος κρατούσε ρόλο ηθοποιού, παραγωγού, σεναριογράφου και σκηνοθέτη. Σε σκηνοθεσία Σάιμον Γουέστ το τωρινό sequel, αναβαθμισμένο με το «απόσταγμα» των διεθνών μισθοφόρων, των ανεγκέφαλων φουσκωτών εκτελεστών της «νέας τάξης», στην κινηματογραφική της έκφραση. Σιλβέστερ Σταλόνε, Μπρους Γουίλις, Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ, Ράντι Κουτίρ, Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ, Τζετ Λι, Τσακ Νόρις, Τζέισον Στέιθαμ και Ντολφ Λούντγκρεν συνθέτουν τη ραχοκοκαλιά του «μάτσου βιόλες» που δίνει φυσικά το «παρών» σ' αυτό, το παραγωγής 2012, αμερικάνικο θρίλερ περιπέτειας και δράσης.


ΜΠΕΝΙΣΙΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ, ΠΑΜΠΛΟ ΤΡΑΠΕΡΟ, ΕΛΙΑ ΣΟΥΛΕΪΜΑΝ, ΧΟΥΛΙΟ ΜΕΝΤΕΜ, ΓΚΑΣΠΑΡ ΝΟΕ, ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ ΤΑΜΠΙΟ, ΛΟΡΑΝ ΚΑΝΤΕ
«7 Μέρες στην Αβάνα»

«Η ταινία είναι ο καρπός της γοητείας μιας πόλης σε μια δεδομένη στιγμή της ιστορίας της» (...) «Τα πράγματα αλλάζουν στην Κούβα. Οπως στο Βερολίνο πριν την πτώση του τείχους» (...) «Η κουλτούρα τώρα αρχίζει να διαχέεται από την καθημερινή ζωή, καινούριοι τρόποι ζωής, σκέψης και δημιουργίας αρχίζουν να εμφανίζονται» (...) «Στην Αβάνα θα γίνουν αναμφισβήτητα αξιοσημείωτες αλλαγές τα χρόνια που έρχονται» (...) «Ο κόσμος, στο άκουσμα του ονόματος "Αβάνα" έφερνε στο μυαλό του συγκεκριμένα κλισέ. Είναι καιρός ν' αλλάξουν όλα αυτά. Ηταν καιρός να γίνει αυτό το φιλμ. Η τώρα ή ποτέ...». Αυτές οι, κατά λέξη, αναφορές στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου που εκδόθηκε για την ταινία, προσδιορίζουν με κυνική ακρίβεια και αποκαλύπτουν το γιατί έγινε αυτή η ταινία, τα πλαίσια, τους στόχους και το πνεύμα που την διαπερνά, υφασμένο με υποδόρια μαεστρία...

Το είδος της σπονδυλωτής ταινίας άνθισε τις δεκαετίες του '60 και '70 στον ιταλικό ιδίως κινηματογράφο. Το είδος μοιάζει να επανέρχεται μάχιμο. Ετσι με ραχοκοκαλιά το «βλέμμα» του κινηματογραφιστή στην πόλη, μετά το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη και το Τόκιο, ήρθε η σειρά της Αβάνας να γίνει αντικείμενο διερεύνησης «τουριστικού» βλέμματος... «Τουριστικού» με ό,τι η έννοια συνεπάγεται. Δηλαδή ρηχού, φευγαλέου, αποσπασματικού και επιφανειακού... Ακριβώς όπως και τα 7 δεκαπεντάλεπτα βλέμματα των σκηνοθετών του πονήματος, με επεισόδια που συνδέονται αφ' ενός με χρονολογική τάξη και αφ' ετέρου με κάποιους κοινούς «χαρακτήρες». Ενώ το χρονολογικό στοιχείο δεν έχει οργανικό αντίκρισμα στο περιεχόμενο, το στοιχείο των επανερχόμενων χαρακτήρων έχει και παραέχει. Αυτό γίνεται εμφανές στο προτελευταίο, αμφιλεγόμενο επεισόδιο που φέρει τον τίτλο «DULCE AMARGO» και είναι το μοναδικό που σκηνοθέτησε αυτόχθων, ο γνωστός Κουβανός Χουάν Κάρλος Ταμπίο. Ο σκηνοθέτης, μέσα από μια ιστορία με μορφολογία λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας, επαναφέρει στο προσκήνιο προβλήματα για τα οποία έχει γίνει λόγος πρωτύτερα στο φιλμ και λειτουργεί κάνοντας το «κλείσιμο». Τα προβλήματα αυτά έχουν να κάνουν με ελλείψεις αγαθών (αυγά εν προκειμένω), με συχνές διακοπές ρεύματος, με οικονομικά προβλήματα (η ψυχολόγος για να τα βγάλει πέρα οικονομικά φτιάχνει και πουλάει γλυκίσματα - προηγούμενα ήταν ο μηχανικός που δούλευε ταξιτζής), με κοινωνικά προβλήματα (κατανάλωση αλκοόλ) κλπ. Στο «κλείσιμο» μπαίνει ξεκάθαρα πια το μεγάλο δίλημμα. Να μείνει κανείς σε μια τέτοια χώρα με τόσο δύσκολη καθημερινότητα ή να εγκαταλείψει με μια σχεδία αυτήν τη μίζερη καθημερινότητα για το χρήμα;


Γιατί απ' ό,τι δείχνει το φιλμ μόνο αυτή υφίσταται σαν αντιπαρατιθέμενη αξία. Η πανέμορφη νεαρή τραγουδίστρια, στο επεισόδιο του Χούλιο Μεντέμ «Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΣΙΛΙΑ», δουλεύει, χαίρει αναγνώρισης ως επαγγελματίας τραγουδίστρια. Στην Δύση θα βγάλει λεφτά, της λέει ο Ισπανός ατζέντης, εννοώντας μάλλον ότι εκείνος θα έβγαζε λεφτά εμπορευόμενος όχι τόσο τη φωνή και ερμηνεία της, αλλά τα φυσικά της κάλλη, ως προαγωγός... Τα ζιζάνια σπάρθηκαν, το δίλημμα ριζώνει και ζυγιάζεται για τα καλά μέσα της ...

Η Αβάνα αποκτά ιδιαίτερο βάρος γιατί δεν είναι απλά ένας γεωγραφικός τόπος αλλά σύμβολο. Σύμβολο του σοσιαλισμού και του μαρτυρίου του εγκληματικού εμπάργκο εκείνων που εξάγουν δημοκρατία κι ελευθερία με τη σέσουλα. Δεν έλειψαν και κατηγορίες προς τους συμμετέχοντες σκηνοθέτες ότι δεν εξέφρασαν «πολιτική θέση» κατά του ολοκληρωτικού καθεστώτος της χώρας που «γλείφουν» ως ανταπόδοση για την παραγωγή γραφικών τουριστικών καρτ ποστάλ.

Το είδος της σπονδυλωτής ταινίας εγείρει πάντα ίδιες επιφυλάξεις. Το άνισο επίπεδο κάνει την ταινία σαν σύνολο να παραπαίει, την καθιστά αβέβαιη. Και οι «7 ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΒΑΝΑ» δεν αποτελούν εξαίρεση του κανόνα. Χωρίς να υπάρχει κάποιο επεισόδιο σπαραξικάρδιο ή άμεσα ατιμωτικό, υφίσταται δυσκολία στο να βρει κανείς κάποιο κομμάτι αριστουργηματικό. Αν κάποιο επεισόδιο ξεχωρίζει απόλυτα είναι εκείνο του Παλαιστίνιου Ελία Σουλεϊμάν με βλέμμα ουσιαστικά προσωπικό και βαθιά κινηματογραφικό πάνω στην πόλη. Ενα βασικότατο στοιχείο που λείπει από όλα τα άλλα επεισόδια. «DIARY OF A BEGINNER» τιτλοφορείται το σκετς της Τετάρτης, σκηνοθετημένο από τον «εστέτ της εξορίας», με την ψιλόλιγνη σαστισμένη φιγούρα με την παγωμένη ειρωνεία στο βλέμμα που εξερευνά τα πάντα γύρω του. Την λαβυρινθική ομοιότητα των απανταχού Γης πολυτελών ξενοδοχείων για τουρίστες, την γερασμένη Αβάνα, τα μπαρ με το άφθονο αλκοόλ και τις στημένες φωτογραφίσεις με τις εύκολες κοπέλες υπό το βλέμμα του μπρούντζινου Χέμινγουεϊ... Φωτογραφίες ταμπλό βιβάν, εικόνες αποσπασματικές χωρίς πριν και μετά, όπως ακριβώς λειτουργεί ο τουρίστας. Ο Ελία Σουλεϊμάν στην περιπλάνησή του στην αποικιακή αρτ ντεκό σκηνογραφία περιγράφει με μπουρλέσκ διάθεση μάλλον τη δική του ψυχολογική κατάσταση της αναμονής - περιμένει να πάρει συνέντευξη από τον Φιντέλ, γι' αυτό βρίσκεται στην Αβάνα - παρά διεισδύει, σχολιάζει και ερμηνεύει τις στατικές και αποσπασματικές εικόνες με τις ξεκάθαρες γεωμετρικές γραμμές, τα πρόσωπα/περιγράμματα και το μη φυσιολογικό βάθος πεδίου. Με όλους τους τρόπους ο Σουλεϊμάν συνεχώς υπενθυμίζει ότι το σινεμά είναι - πάνω από όλα - ζήτημα βλέμματος. Και ότι η ταυτότητα της επικοινωνίας περνά σε επίπεδο καθαρά κινηματογραφικής γλώσσας. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες που το ξέχασαν και το αντικατέστησαν με ένα πάτσγουορκ από καρτ ποστάλ. Αμέσως μετά το κομμάτι του Σουλεϊμάν έρχεται εκείνο της μέρας Τρίτης του Αργεντινού Πάμπλο Τραπέρο. «JAMSESSION» ο τίτλος, το πρώτο φιλμ του Τραπέρο εκτός Αργεντινής. Πρωταγωνιστεί ο πληθωρικός Εμιρ Κουστουρίτσα που φθάνει στην Αβάνα να παραλάβει κάποιο βραβείο στη δίνη μιας έντονης αισθηματικής κρίσης. Χαρισματικός, σαν τεράστια σλάβικη αρκούδα, αδιάφορος για πρωτόκολλα και τύπους, ξύνει την επιφάνεια μέχρι που την ματώνει. Στο μόνο επεισόδιο που οι κοπέλες στις μπουάτ δεν έχουν περιβολή πόρνης, που το ποτό συνιστά συμπλήρωμα του βιώματος κι όχι αυτοσκοπό για φυγή από την πραγματικότητα. Εδώ ο αισθησιασμός είναι παράγωγο της τέχνης και βρίσκεται στον αντίποδα των φτηνιάρικων δυτικότροπων συμπεριφορών που δεν είναι ανάγκη να τρέχεις μέχρι την Κούβα, δόξα τον θεό του κέρδους, τα μόνα που έφερε παντού, δίπλα σου...

Παράδειγμα κραυγαλέο το πρώτο επεισόδιο, βουτηγμένο στα κλισέ και τις κοινοτοπίες, υπογραμμένο από τον Μπενίσιο Ντελ Τόρο, που στο παρελθόν υποδύθηκε τον Τσε και για πρώτη φορά βρίσκεται πίσω από την κάμερα. «ELYUMA» ο τίτλος, έτσι αποκαλούν τους Αμερικανούς στην αργκό. Αφηγείται τον περίπλου ενός νεαρού Αμερικανού στην Αβάνα όπου έρχεται για τη σχολή κινηματογράφου και όπου αναπάντεχα ανατρέπονται όλες του οι στερεοτυπικές βεβαιότητες. Βέβαια η εικόνα των ανθρώπων «σ' αυτήν την χώρα που δείχνουν μόνο κάτι βαριές ρώσικες ταινίες», που παρουσιάζει η ταινία, λέει ότι οι δυσκολίες της επιβίωσης τρώνε όλο τους το χρόνο κι έτσι κανείς δεν ασχολείται με κάτι ουσιαστικό. Υπονοείται ξεκάθαρα ότι αν στόχος ζωής δεν είναι το κέρδος, οι άνθρωποι μετατρέπονται σε μαλθακά όντα που περιφέρουν άσκοπα την ύπαρξή τους.

Ωστόσο, παρ' όλη την καλή διάθεση και προσπάθεια είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσει κανείς σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η πολυδιαφημιζόμενη «έμπνευση» των 7 Δυτικών σκηνοθετών, που αν δεν την μετουσίωναν σε καλλιτεχνικό έργο, θα «έσκαγαν»...

Ο Κουστουρίτσα, παίζοντας τον εαυτό του, αποψιλωμένος από επαρχιωτισμούς και κοσμοπολιτισμούς, ήξερε τι ζητούσε. Φρόντισε να μείνει με συντροφιές αυθεντικές που τον έμπασαν στην γνήσια μουσική και καλλιτεχνική Αβάνα, του μόχθου, της θέλησης, της αλληλεγγύης, της ανιδιοτελούς φιλίας... ένα χώρο για τον οποίο κανείς στην ταινία δεν κάνει καν νύξη, όπως και για το εμπάργκο... Εκεί ανήκει ο ταξιτζής τρομπετίστας και η μικρή του κόρη, με το μαντιλάκι των μαθητών δεμένο στο λαιμό...

Η προσέγγιση οποιουδήποτε αφηγητή διαπνέεται από τις καταβολές του (πολιτισμικές, ιδεολογικές κλπ.) και φιλτράρεται μέσα από τα συμφέροντά του, υλικά και μη. Ισως εδώ να χωρά η περίεργη επιλογή θέματος του Γάλλου αργεντινής καταγωγής Γκασπάρ Νοέ για την πέμπτη ιστορία. Ο σκηνοθέτης μοιάζει σαν να ήθελε να κάνει επίδειξη του ταλέντου της οπτικής του σύνθεσης με το επεισόδιο με τίτλο «RITUAL» για τον νυχτερινό τελετουργικό εξορκισμό ενός κοριτσιού με ομοφυλοφιλικές τάσεις. Αισθησιακότατο δεκαπεντάλεπτο ταξίδι σε σκοτεινά ταμπού, στους κόσμους της μαγείας και των πνευμάτων, με σαμανιστική έκσταση. Ενας δεκαπεντάλεπτος ρυθμικός χορός απερίγραπτου ερωτισμού, χωρίς παραμικρό σύνδεσμο με χώρο και χρόνο. Σε διάλογο, με το τελευταίο επεισόδιο της ταινίας, του Γάλλου Λοράν Καντέ, με τίτλο «Η ΠΗΓΗ». Με ντοκουμενταρίστικους τόνους η γήινη αυτή ωδή στην επινοητικότητα και τη συλλογικότητα, με γενναιόδωρο χιούμορ και εντονότατα χρώματα, το πιο περιγραφικό επεισόδιο με τάση να θέλει να πει πολλά, σε λίγο χρόνο. Είναι η ιστορία μιας θρησκευόμενης γυναίκας που η θεότητα που λατρεύει της ζητά να κατασκευάσει ένα σιντριβάνι με χρυσόψαρα καταμεσής στο δωμάτιο του διαμερίσματος και να κάνει μια μεγάλη γιορτή για όλους. Πολύχρωμος παγανιστικός χριστιανισμός, διάσπαρτος από τις δεισιδαιμονίες και τα κάθε λογής κατάλοιπα της προηγούμενης θρησκείας των ιθαγενών πληθυσμών. Περίεργα ανώδυνο θέμα, ο Καντέ δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια ...

Παραγωγή: (ΓΑΛΛΙΑ, ΙΣΠΑΝΙΑ, 2012).


ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΣΕΝΤΓΟΥΙΚ ΚΑΙ ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΙΤΟΝ
«Ο Κινηματογραφιστής»

Ο «αγέλαστος», και ελάχιστα δημοφιλής στο πλατύ κοινό, κωμικός του βωβού κινηματογράφου Μπάστερ Κίτον υποστήριζε ανέκαθεν, ότι η κωμωδία πρέπει να είναι αστεία χωρίς το στοιχείο του γελοίου. Για το λόγο αυτό έκανε μεγάλες προσπάθειες ώστε οι ταινίες του να μπορούν να είναι αξιόπιστες, τόσο με όρους δράματος όσο και με όρους κωμωδίας. Η σκηνοθετική «αριστεία» του Κίτον εμφανίζεται - σε μεγάλο βαθμό - σαν αποτέλεσμα της αυστηρής τήρησης μιας δραματικής λογικής στην αφήγηση με την παράλληλη χρήση κωμικών ευρημάτων, κοινώς γκαγκς. Το σχήμα αυτό εξελίσσεται με ακρίβεια στη βάση ενός γεωμετρικού μοντέλου που υποστηρίζεται από τους χαρακτήρες και το σενάριο.

«Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ» περιγράφεται ως «μια ταινία επικαίρων φτιαγμένη από τον Κίτον που πηγάζει από ταινία επικαίρων του Κίτον». Θεωρείται δε, ως το τελευταίο μεγάλο φιλμ του κορυφαίου κωμικού, ο οποίος, σήμερα πια, αξιολογείται σαφώς ισάξιος του Τσάρλι Τσάπλιν, τόσο σαν ηθοποιός όσο και σαν σκηνοθέτης. Ο «ανέκφραστος» Κίτον υποδύεται τον φωτογράφο Λιουκ Σάνον, ερωτευμένο με την Σάλι, την όμορφη γραμματέα των κινηματογραφικών στούντιο MGM. Για να μπορεί να βρίσκεται συνεχώς κοντά της, αγοράζει μια κινηματογραφική μηχανή και γίνεται κάμεραμαν κατά λάθος, με μια εντυπωσιακή αδεξιότητα που οδηγεί σε επιταχυνόμενη αλυσίδα φιάσκων και ξεκαρδιστικών στιγμιότυπων. Κατά πολλούς τρόπους η ταινία συνιστά ένα αυτο-ανακλαστικό μείγμα ντοκιμαντέρ - με τεκμηρίωση πραγματικών γεγονότων - και μυθοπλασίας. Σε ορισμένα σημεία οι δύο παραπάνω άξονες ενσωματώνονται πλήρως. Ενδεικτική η σκηνή της παρέλασης στη Νέα Υόρκη με τον Κίτον και την αγαπημένη του εν μέσω βομβαρδισμού από κομφετί. Η κάμερα σιγά - σιγά τραβιέται προς τα πίσω για να αποκαλύψει τον διεθνούς φήμης αεροπόρο Τσαρλς Λίντμπεργκ - εκείνον που, έναν χρόνο πριν, πραγματοποίησε την παρθενική υπερατλαντική πτήση - να κάθεται στο αυτοκίνητο πίσω τους. Ταινία της χρυσής εποχής του βωβού, με ύψιστη κομψότητα και διακριτικότητα, όσοι δεν την είδαν, ας την δουν...

Παίζουν: Μπάστερ Κίτον, Μαρσελίν Ντέι, Χάρολντ Γκουντγουίν κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1928).


ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΛΝΤΡΙΤΣ
«Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν»

Σε επανέκδοση, το επικό αυτό κομμάτι του χολιγουντιανού γκραν γκινιόλ, ενός θρίλερ που τραβάει το μελόδραμά του ως τα όρια της ταινίας τρόμου (οι σκηνές του τέλους π.χ. μέσα στο gothic σπίτι, όπου ο φωτισμός όπως πέφτει στην Τζέιν, δίπλα στο κομοδίνο της αδελφής της, την κάνει να μοιάζει με φάντασμα). Η ταινία κρατά το θεατή με κομμένη την ανάσα μέχρις ότου το μακάβριο, επτασφράγιστο μυστικό που κρύβει στα σωθικά της βγει στην επιφάνεια... Ως προς τη θεματική του, επιδεικνύει εκλεκτικές συγγένειες με τη «ΛΕΩΦΟΡΟ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ» (1950) του Μπίλι Γουάιλντερ. 'Η πώς η βιομηχανία του θεάματος λειώνει κάποιον που της ήταν χρήσιμος. Μολυσμένες και οι παλιές δόξες της show-business, τυφλωμένες από τις νευρώσεις και την έλξη των προβολέων. Η αντιπαράθεση βέβαια εδώ είναι άλλης τάξης, αδελφική, αλλά και θρυλική, μια που λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε δυο αντίπαλες σταρ!

Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Henry Farell, η ασπρόμαυρη ταινία του Ρόμπερτ Ολντριτς γίνεται όχημα για τις σπουδαία ώριμες ερμηνείες δυο μνημείων του χολιγουντιανού μύθου, την 54χρονη (τότε) Μπέτι Ντέιβις και την 57χρονη Τζόαν Κρόφορντ, στο ρόλο δυο ηλικιωμένων αδελφών, που συμβιώνουν καταναγκαστικά στο σάπιο τους σπίτι. Παιδί - θαύμα, την εποχή του βωβού κινηματογράφου η Τζέιν (Μπ. Ντέιβις), ζει σήμερα και τρέφεται με τις μνήμες από το παρελθόν. Χωμένη σε αβύσσους νευρώσεων, τρέλας, φθόνου ονειρεύεται ένα μεγαλειώδες comeback στον κόσμο του θεάματος. Κάνει τη νοσοκόμα στην Μπλανς (Τζ. Κρόφορντ), την παράλυτη μεγάλη της αδελφή που βρίσκεται στο έλεος των εκδικητικά σαδιστικών της διαθέσεων... Γιατί από τη δεκαετία του '30, οι όροι αντιστράφηκαν. Το παιδί - θαύμα το σκέπασε η λήθη και η Μπλανς, ενήλικη, άρχισε να γνωρίζει την επιτυχία. Ωσπου, ένα μυστηριώδες δυστύχημα «ακρωτηρίασε» βίαια τη λαμπρή της καριέρα ενώ ήταν στο ζενίθ και καθήλωσε την ίδια, ανεπιστρεπτί, σε αναπηρικό καροτσάκι!

Ηλικιωμένες και παρηκμασμένες, στο λυκόφως της ζωής μέσα στο μουχλιασμένο τους σπίτι, ξεσκίζει - μεταφορικά - η μια την άλλη, ξερνώντας ποταμούς άκρατου δηλητήριου... Δύο διαφορετικές προσωπικότητες εκτίθενται με εξονυχιστική λεπτομέρεια: Μια, όσο γίνεται, φυσιολογική, η άλλη στο χείλος ολοκληρωτικής κατάπτωσης. Κι εδώ αναδύεται το ρυπαρά σπάνιο θέαμα που προσφέρουν οι δυο αυτές σπουδαίες ερμηνεύτριες... Ιδιαίτερη μνεία αναλογεί στην Μπέτι Ντέιβις, κυρίως για τις σκηνές της σεκάνς όπου τραγουδά μπροστά στον καθρέφτη, βυθιζόμενη όλο και περισσότερο στην άβυσσο του παρελθόντος... Αξίζει να την δείτε!

Παίζουν: Μπέτι Ντέιβις, Τζόαν Κρόφορντ, Βίκτορ Μπουόνο, Γουέσλι Αντι, Τζούλι Ολρεντ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1962).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ