Η δήλωση και οι αντιδράσεις σ' αυτήν είναι χαρακτηριστικά για τη θέση της χώρας στην Ευρώπη και αποκαλυπτικά για τη διάσταση ανάμεσα στην πολιτική της ηγεσίας της και τα πραγματικά συμφέροντα του λαού της. Από τη μία ο νεοπλουτίστικος αριβισμός της «ισχυρής Ελλάδας» και από την άλλη η δύναμη, που νιώθει ότι άλλοι, ισχυρότεροι προσπαθούν να της πάρουν την ιστορική, γλωσσική, βιωματική ταυτότητα.
Από τη μία η φόρα - κατηφόρα (όπως λέει κάποιο τραγούδι) της πολιτικής των αστικών κομμάτων, κυρίως του ΠΑΣΟΚ, που -αν επικρατήσει- φοβούμαστε ότι δε θα αφήσει τίποτα όρθιο, που να θυμίζει Ελλάδα. Από την άλλη ο σπαραγμός των αντιδράσεων ενάντια σ' αυτή την κατηφόρα.
Η γλώσσα είναι η υλοποίηση της σκέψης. Ροκανίζοντας το εργαλείο ενός λαού να εκφράζει τη σκέψη του, ροκανίζεις και την ίδια τη σκέψη και την ψυχοκοινωνική συγκρότησή του. Είναι η δουλιά, που γίνεται δίπλα στην οικονομική διείσδυση και ενδεχομένως τη στρατιωτική επιβολή.
Το πιο επικίνδυνο είναι η βαθμιαία, έρπουσα διάβρωση, που εκτείνεται στο χρονικό διάστημα γενιών και συγκαλύπτεται από μια «συνεταιριστική» σχέση, όπως συμβαίνει στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Τα αποφθέγματα της Ελληνίδας Επιτρόπου αποτελούν έκφραση μιας γενικότερης πολιτικής, που ο περισσότερος κόσμος δεν την παίρνει χαμπάρι, παρά μονάχα όταν παίρνει προκλητικές διαστάσεις. Τότε, τέτοια αποφθέγματα λειτουργούν κυριολεκτικά σαν σοκ.
Οποιος παρακολουθεί συνειδητά και από κοντά τα πράγματα, θα έχει διαπιστώσει ότι σε κάθε φουρνιά μαθητών οι γλωσσικές γνώσεις φτωχαίνουν. Η γλώσσα δε γίνεται φτωχότερη, αλλά την κάνουν σε μια πορεία φτωχότερη με το να μη διδάσκεται, με το να μην καλλιεργείται. Ετσι ο λεξικός και εννοιολογικός θησαυρός της γλώσσας μένει αχρησιμοποίητος και στο χρονοντούλαπο της ιστορίας πια, αρχίζει να φθίνει.
Ερευνες στις νεότερες ηλικίες δείχνουν ότι όλο και λιγότερα ελληνικά γνωρίζουν. Δείχνουν, ότι μπαίνουν όλο και περισσότερες αγγλικές λέξεις. Αν αυτό θα σήμαινε μια βαθμιαία αντικατάσταση της ελληνικής από την αγγλική, θα ήταν ήδη μεγάλο το κακό. Συμβαίνει, όμως, κάτι το πολύ χειρότερο. Δε γνωρίζουν ούτε πια καλά την ελληνική, αλλά ούτε αποκτούν σοβαρές γνώσεις της αγγλικής. Το αποτέλεσμα εξελίσσεται σ' αυτό το ιδιόμορφο μείγμα, που το συναντάμε σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου ορίστηκε ως δεύτερη επίσημη γλώσσα η αγγλική (ή η γαλλική) και σε μια πορεία έγινε από δεύτερη η πρώτη επίσημη...
Οντως, «οι Ελληνες δε θα πάθουν τίποτε, αν μάθουν να μιλούν το ίδιο καλά τα αγγλικά, όπως τα ελληνικά» (Διαμαντοπούλου). Αν μάθουν καλά, ναι, και μάλιστα και τα δυο. Θα πάθουν, όμως, πολλά, αν το αλλοτριωμένο, άγλωσσο μπέρδεμα -που όλο και προχωρεί- θα βάλει πλέον τη στάμπα του στα βασικό εργαλείο υλοποίησης της σκέψης του (κάθε) λαού, τη γλώσσα του.
Μέσα σ' αυτή την εξέλιξη ηχούν στομφώδη και κενά τα λόγια του υπουργού Παιδείας περί «υψηλών δεικτών ξενογλωσσίας των Ελλήνων». Τι εννοεί; Τα νούμερα των φροντιστηρίων, όπου ο Ελληνας γονιός ακριβοπληρώνει γεμάτος άγχος και ελπίδα για να μάθει το παιδί του ξένες γλώσσες; Οπου φτάνει λαχανιάζοντας από τα τόσα άλλα το Ελληνόπουλο για να «μαζέψει» την ιδιωτική «κατάρτιση»;
Και στο κάτω - κάτω της γραφής, τι γίνεται με τους δείκτες ελληνογλωσσίας; Οι εκάστοτε ισχυρότεροι μιας εποχής, βλέπετε, χρειάζονται ντόπιες ηγεσίες για να περάσουν σιγά - σιγά την πολιτική της αποσυγκρότησης της διανοητικής και ψυχοκοινωνικής ταυτότητας του ντόπιου πληθυσμού. Και αν πρόκειται για εκλεγμένη ηγεσία, τόσο το καλύτερο. Τότε η όλη δουλιά αποχτάει την επίφαση της νομιμότητας.
Το θέμα είναι και ταξικό. Σ' όλες τις χώρες φτωχαίνει η γλωσσική έκφραση των λαών εκτός από τα προνομιούχα στρώματα, ακόμα και στις αγγλόφωνες. Το καπιταλιστικό σύστημα θέλει να γυρίσει τους πληθυσμούς (που περισσεύουν σ' αυτή τη φάση και δεν τους χρειάζεται παρά μονάχα εφεδρικά) πίσω στη ζούγκλα των άναρθρων κραυγών.
Η παράδοση επεκτείνεται και στο σήμερα. Πολλές φορές, δίπλα στις ελληνικές ή λατινικές εξακολουθεί να υπάρχει και μια ντόπια ορολογία. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο στην καθημερινή γλώσσα. Θέλει προσοχή το θέμα. Οι γλώσσες των ηγετικών δυνάμεων μιας εποχής, αφομοιώνουν δημιουργικά ξένες λέξεις στη συγκρότησή τους. Σ' αυτό δεν αποτέλεσε εξαίρεση ούτε η αρχαία ελληνική. Το ίδιο σήμερα η αγγλική. Αλλο, όμως, η εποικοδομητική αυτή αφομοίωση, που κάνει το όλο γλωσσικό οικοδόμημα πιο ισχυρό, άλλο η διάβρωση που βαθμιαία υπονομεύει το γλωσσικό οικοδόμημα υποτελέστερων χωρών. Η έννοια της «καθαρής» γλώσσας (όπως και της «καθαρής» φυλής) είναι φασίζουσα, όπως και η κάθε προσπάθεια αποκατάστασης της «καθαρότητας» αυτής.
Οι εθνικιστικές αμυντικές αντιδράσεις, όσο κατανοητές κι αν είναι, είναι ωστόσο σπασμωδικές και απομονωτικές (όπως και η ιδέα του «είμαστε λαός ανάδελφος»). Οδηγούν το όλο ζήτημα σε μια ακραία και χωρίς διέξοδο αντιπαράθεση ανάμεσα στον φασίζοντα και κλεισμένο στον εαυτό του εθνικισμό και στην πολιτική του «δώσ' τα όλα». Το ένα σκέλος αυτής της αντιπαράθεσης τρέφει το άλλο. Ανάμεσά τους πνίγεται η μόνη βιώσιμη λύση στο όνομα του εκσυγχρονισμένου ραγιαδισμού. Δίπλα σ' αυτόν αναβιώνουν τα ιδεολογήματα περί γλωσσικής (και γιατί όχι φυλετικής) ανωτερότητας. Το δίλημμα είναι ψεύτικο και άγονο.
Κι αυτή η πολιτική δεν έχει καμιά σχέση με την πολιτική των παραχωρήσεων στον ισχυρό πυρήνα του καπιταλιστικού γίγνεσθαι εκ μέρους των ντόπιων ευρωλάγνων, έτοιμων να θυσιάσουν τη γλώσσα των Ηράκλειτου, Δημόκριτου, Δημοσθένη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη κ.λπ., στο βωμό του ξετσίπωτου νεοπλουτισμού. Μα τόσο ισχυρή είναι η Ελλάδα, αγαπητοί ΠΑΣΟΚτζήδες και συνοδοιπόροι;