ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Δεκέμβρη 2004
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Εκτροχιάστηκε το δημόσιο χρέος

Σε δυο βδομάδες, θα τεθεί για συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή, ο κρατικός προϋπολογισμός του 2005, που αποτελεί και το γενικό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής για την επόμενη χρονιά. Το πλαίσιο αυτό καθορίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ σε στενή συνεργασία με το διευθυντήριο των Βρυξελλών και τα διάφορα παραρτήματά του στην Ελλάδα (ΣΕΒ, Τράπεζα Ελλάδας, τραπεζίτες κλπ.). Ετσι, εξηγείται και η προσήλωση στη συνέχιση των πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

Ενα από τα μεγάλα «αγκάθια», που καλείται να αντιμετωπίσει ΚΑΙ ο προϋπολογισμός του 2005, παραμένει το δημοσιονομικό, όπως αυτό αποτυπώνεται με τα αυξανόμενα ελλείμματα που τροφοδοτούν τη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Η διαχρονική εξέλιξη του δημόσιου χρέους της Ελλάδας τα τελευταία 30 χρόνια, κάνουν ιδιαίτερα επίκαιρη τη γνωστή ρήση «κάθε πέρσι και καλύτερα - κάθε φέτος και χειρότερα». Η υπερχρέωση του ελληνικού κράτους, που οδήγησε πριν 111 χρόνια (το 1893) την κυβέρνηση Τρικούπη να δηλώσει το γνωστό «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», (παρ' όλα αυτά ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε), εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί ένα από τα μεγάλα «αγκάθια» της ελληνικής οικονομίας. Κι αυτό, παρά τις - σωστές κατά τα άλλα - διαπιστώσεις των κυβερνώντων για τις επικίνδυνες διαστάσεις και συνέπειες που συνεπάγεται η διόγκωση του δημόσιου χρέους στο λαό.

Τις επικίνδυνες διαστάσεις του προβλήματος, τις είχαν εντοπίσει και επισημάνει και οι πρώην πρωθυπουργοί (Κ.Μητσοτάκης - Α. Παπανδρέου - Κ. Σημίτης) των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Ποιος δε θυμάται, τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος πριν 12 χρόνια, σημείωνε με έμφαση πως «αν δεν αφανίσουμε το δημόσιο χρέος, τότε θα μας αφανίσει εκείνο»... Ομως και οι 3 προαναφερθέντες πρωθυπουργοί - που διατέλεσαν και αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ - ενώ σωστά διαπίστωναν τις εκρηκτικές διαστάσεις του προβλήματος, στην πράξη, αξιοποίησαν το υπέρογκο δημόσιο χρέος σαν άλλοθι, για να δικαιολογήσουν την προσήλωσή τους στην εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας.

Αδιάψευστος μάρτυρας, η δημόσια ομολογία του Ανδρέα Παπανδρέου το 1992 από το βήμα της Βουλής, ο οποίος - υπεραμυνόμενος σαν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης των αντιλαϊκών πολιτικών που περιλάμβανε η Συνθήκη του Μάαστριχτ - δήλωνε πως «αν δεν υπήρχε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, θα έπρεπε να την εφεύρουμε»! Θυμίζουμε, πως ένα από τα 5 κριτήρια που έθετε η εν λόγω Συνθήκη για την ένταξη των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην ΟΝΕ, ήταν η μείωση του δημόσιου χρέους στο 60% του ΑΕΠ! Ειδικά, όμως, για την Ελλάδα, που το δημόσιο χρέος τότε ήταν μικρότερο από 100% του ΑΕΠ, υπήρξε μεγαλύτερη ανοχή και αντί για τη μείωσή του στο 60% του ΑΕΠ, τέθηκε όρος να υπάρχει κάθε χρόνο μια αξιόλογη διαχρονική μείωσή του. Για όσους, δε, έχουν ασθενή μνήμη, θυμίζουμε πως τη Συνθήκη του Μάαστριχτ - και άρα το αντιλαϊκό πλαίσιο των πολιτικών που είχε ενσωματωθεί σ' αυτήν - υπερψήφισαν το 1992 οι βουλευτές ΟΛΩΝ των κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Συνασπισμός, Πολιτική Ανοιξη) και μόνο το ΚΚΕ την καταψήφισε.

Οι προσπάθειες των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν με την υπερψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ και για τη μείωση του δημόσιου χρέους, δεν καρποφόρησαν. Παρά την προσήλωσή τους στην εφαρμογή των γαλαζοπράσινων πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας, από το 1992 μέχρι σήμερα, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας - σε απόλυτα ποσά - σχεδόν... υπερδιπλαστιάστηκε (!) ενώ αυξήθηκε και σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Ενώ το 1990 βρισκόταν, επίσημα, στο 81% του ΑΕΠ, σήμερα ξεπερνά το 120%.

Ο πίνακας, με τα επίσημα στοιχεία για την εξέλιξη του δημόσιου χρέους της Ελλάδας από το 1996 μέχρι σήμερα - που επεξεργάστηκε και δημοσιεύσει σήμερα ο «Ρ» - είναι αρκετά αποκαλυπτικός.

Τι έγινε στην 8ετία 1996 - 2004

Από τον πίνακα αυτό, προκύπτει ότι από το 1996 μέχρι και το 2004 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, αυξήθηκε κατά 86,9% ή 92,5 δισ. ευρώ (μιλάμε για δεκάδες τρισεκατομμύρια δραχμές).

Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί, πως η ξέφρενη υπερχρέωση του ελληνικού κράτους στους τραπεζίτες και άλλους πιστωτές (Ελληνες και ξένους), παρατηρείται σε μια ευνοϊκή - για τη μείωσή του - συγκυρία. Κι αυτό γιατί στην περίοδο 1996 - 2004 - εκτός από τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης τους ΑΕΠ, τα αυξημένα έσοδα από την ΕΕ μέσω του Β' και Γ' ΚΠΣ κλπ. - οι κυβερνώντες προχώρησαν με τόλμη σε μια σειρά αντιλαϊκά μέτρα, με πρόσχημα και την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος. Τέτοια μέτρα ήταν:

  • Η υπέρογκη αύξηση των φορολογικών βαρών για τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Στην οκταετία, το σύνολο των φορολογικών εσόδων του κράτους αυξήθηκε κατά 109% ή κατά 21,2 δισ. ευρώ.
  • Το ξεπούλημα της περιουσίας του Δημοσίου. Από την εκποίηση (ιδιωτικοποίηση, μετοχοποίηση, αποκρατικοποίηση κλπ.) κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων και Οργανισμών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων του κράτους, εισέρευσαν στα δημόσια ταμεία αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ.
  • Η εφαρμογή περιοριστικών εισοδηματικών πολιτικών. Πρόκειται, για τις γνωστές εισοδηματικές πολιτικές, που περιόριζαν τις ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο γύρω και κάτω από τον πληθωρισμό, δίνοντας έτσι το σήμα για ανάλογες αυξήσεις και στον ιδιωτικό τομέα.
  • Το «πάγωμα» ή και τη μείωση αρκετών δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, με την κατάργηση ή την περικοπή επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων από τα κρατικά ταμεία σε οικονομικά αδυνάτους.
Η «ρίζα του κακού»

Η υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου στους τραπεζίτες και άλλους πιστωτές, είναι γνωστή. Το δημοσιονομικό - όπως και τα άλλα μεγάλα προβλήματα της χώρας και του εργαζόμενου ελληνικού λαού - θα παραμένουν άλυτα ή και θα οξύνονται όσο θα συνεχίζεται η εφαρμογή μέτρων και πολιτικών που συνθλίβουν τα λαϊκά εισοδήματα, για να ενισχύονται όλο και περισσότερο τα κέρδη και υπερκέρδη του μεγάλου κεφαλαίου.

Το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν αντιμετωπίζουν το δημόσιο χρέος και δε λύνουν τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και του εργαζόμενου λαού, οφείλεται στο ότι δε θέλουν ή δεν τολμούν να έρθουν σε ρήξη με τα μεγάλα συμφέροντα, εντός και εκτός Ελλάδας. Αντίθετα, με τις πολιτικές τους στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν τις ελπίδες τους, για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας και του ελληνικού λαού, στο μεγάλο κεφάλαιο.

Αδιάψευστος μάρτυρας, οι γενναίες επιχορηγήσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις με τη μορφή επενδυτικών ή άλλων κινήτρων, αλλά και η επιβράβευση εκείνων που επιδίδονται στη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος (με τη φοροδιαφυγή, τη φοροκλοπή, την εισφοροκλοπή κλπ.) καθώς και οι χαριστικές ρυθμίσεις που διαδέχονται η μία την άλλη, με τις οποίες επιβραβεύονται οι μεγαλομπαταχτσήδες και τα πιράνχας του Δημοσίου. Και, βέβαια, εδώ ισχύει η λαϊκή παροιμία «τρώγοντας ανοίγει η όρεξη». Είναι χαρακτηριστικό ότι όσο οι κυβερνώντες ενισχύουν τα προνόμια και την ασυδοσία των κεφαλαιοκρατών, τόσο εκείνοι αποθρασύνονται και αξιώνουν ακόμη περισσότερα!

Η διόγκωση του δημόσιου χρέους και των άλλων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας (ανεργία, φτώχεια, παραγωγική υποβάθμιση, ξεκλήρισμα αγροτών κλπ.), δικαιώνει τους κομμουνιστές και όσους υποστηρίζουν, πως το πλαίσιο των πολιτικών που χαράσσονται στις Βρυξέλλες με τα Προγράμματα Σύγκλισης, Σταθερότητας ή όπως αλλιώς τα βαφτίζουν, είναι μονόδρομος προς το αδιέξοδο. Και οι υπεραστές - υπηρέτες αυτών των πολιτικών (με πρωτεργάτες τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία) προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους άσφαιρα πυρά.

Οσο για την ανούσια αντιπαράθεση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με επίκεντρο τα δημόσια οικονομικά και τη «δημοσιονομική απογραφή», έχει ένα και μοναδικό στόχο. Να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους από τα πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητας και να τους εγκλωβίσουν στη λογική ότι «η γαλάζια λιτότητα είναι προτιμότερη από την πράσινη ή το αντίστροφο». Στους θιασώτες της μοιρολατρικής θεωρίας «υπάρχουν και χειρότερα» οι εργαζόμενοι μπορούν και πρέπει να απαντήσουν - με τους αγώνες τους - πως «υπάρχουν και καλύτερα», καταργώντας την αντιλαϊκή πολιτική.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ