ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 5 Μάρτη 2004
Σελ. /40
Για την «ενότητα της Αριστεράς» και την αξιοπιστία

«Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν πως μπορούν

να αλλάξουν ένα πράγμα,

όταν αλλάζουν το όνομά του».

Φρίντριχ Ενγκελς

(Από: Β. Ι. ΛΕΝΙΝ, «Κράτος και Επανάσταση»)

Λίγες μέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004, έχουν πλέον γίνει σαφέστατοι οι σχεδιασμοί της άρχουσας τάξης και των πολιτικών υπαλλήλων της, για την προώθηση και το βάθεμα της νεοσυντηρητικής και νεοφιλελεύθερης πολιτικής στον τόπο μας.

Η επιχείρηση μετατροπής του κυβερνητικού κόμματος σε ένα γνήσια νεοσυντηρητικό- νεοφιλελεύθερο μόρφωμα με αμερικανικό κοπιράιτ, οι πολιτικοί «γάμοι» και οι «αρραβώνες» που έλαβαν χώρα τελευταίως μεταξύ πολιτικών προσώπων και των δύο «κομμάτων εξουσίας», και η έκδηλη, πλέον, προγραμματική κατ' ουσίαν ταυτοποίηση των δύο αυτών κομματικών σχηματισμών «εξουσίας», συνθέτουν την «ύλη» διά της οποίας οικοδομείται από τους «μαστόρους» του συστήματος η ζοφερή για το λαό νεοφιλελεύθερη πολιτική που σχεδιάζουν να εφαρμοστεί στη χώρα μας, ως «φυσική συνέχεια» της νεοφιλελεύθερης «δεξιάς παρένθεσης» '90-'93 και του ΠΑΣΟΚικού νεοσυντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού 1993-2004.

Απ' αυτήν την άποψη, είναι αναντίρρητα δικαιολογημένη η αγωνία πολλών σκεπτομένων ανθρώπων, ανθρώπων του μόχθου και της δουλιάς, για ό,τι μας επιφυλάσσει η επαύριο των εκλογών. Και η διάχυτη αυτή αγωνία έχει ως φυσιολογικό απότοκο το «θεώρημα» ότι η επερχόμενη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα απαιτεί την «ενότητα της Αριστεράς», για την προστασία και την αποτελεσματική υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων. Στέρεη η συλλογιστική! Προέχει, όμως, να εξετάσουμε αν συντρέχουν οι υποθέσεις, οι όροι και οι προϋποθέσεις, ώστε να οδηγηθούμε ασφαλώς στην «απόδειξη» και στην επαλήθευση του «θεωρήματος»!

Είναι, κατ' αρχάς, απαραίτητο να σημειώσουμε ότι η αγωνία των ανθρώπων του μόχθου και της δουλιάς, για την «ενότητα της Αριστεράς», καμία σχέση δεν έχει με το δήθεν «ενδιαφέρον», που εκφράζουν σε πολλά Μέσα Ενημέρωσης για την «ενότητα της Αριστεράς» τα διάφορα επιτελεία της άρχουσας τάξης της χώρας μας. Το «ενδιαφέρον» αυτό είναι υποκριτικό και κίβδηλο για τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Είναι υποκριτικό, γιατί τα ίδια επιτελεία και τα δύο κόμματα τα που εκπροσωπούν κάνουν ό,τι μπορούν για να ενισχυθεί ο δικομματισμός, συντηρώντας μία ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής, με στόχο τον εγκλωβισμό των συνειδήσεων των εργαζομένων στους «μπλε» ή στους «πράσινους», δίκην «αιωνίων αντιπάλων»!

Είναι ακόμη κίβδηλο το «ενδιαφέρον» αυτό, αφού η άρχουσα τάξη και τα επιτελεία της, μαζί και τα δύο «κόμματα εξουσίας», ενδιαφέρονται μεν για την Αριστερά, αλλά το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στο πώς θα μπορέσουν να τη χρησιμοποιήσουν για την εφαρμογή της δικής τους πολιτικής, που έρχεται σε σύγκρουση με τα εργατικά συμφέροντα. Ενδιαφέρονται για μία «Αριστερά», που θα λειτουργεί ως θεραπαινίδα της δικής τους πολιτικής και όχι για την Αριστερά, που θα παλεύει για λογαριασμό και για το συμφέρον των εργαζομένων.

Την «ενότητα της Αριστεράς» πρέπει να την προωθούν τα αριστερά κόμματα, αφού η πολιτική των συμμαχιών στο εργατικό κίνημα είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για να μπορέσει η Αριστερά να εκπροσωπήσει και να υπερασπίσει αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Ομως, η αξιοπιστία και η φερεγγυότητα του πολιτικού λόγου για την «ενότητα της Αριστεράς» προϋποθέτουν την ενότητα στη δράση, τουλάχιστον για τα κεφαλαιώδη ζητήματα, που αποτυπώνουν τη σύγκρουση εργαζομένων και κεφαλαιοκρατών, προαπαιτούν ακόμη το σαφή προσδιορισμό του προγραμματικού πολιτικού πλαισίου στο οποίο θα στηρίζεται αυτή η ενότητα στη δράση, και, ακόμη παραπέρα, προαπαιτούν από κάθε συνιστώσα της κοινής αυτής προσπάθειας, να κόψει οποιονδήποτε ομφάλιο λώρο με την πολιτική του μεγάλου κεφαλαίου και να πάρει οριστικό διαζύγιο με την οπορτουνιστική μακαριότητα, που καλλιεργούν στους εργαζόμενους η αστική τάξη και τα κόμματά της.

Μία «ενότητα της Αριστεράς», που θα θεμελιώνεται χωρίς την εξασφάλιση αυτών των πρωταρχικών προϋποθέσεων θα είναι μία κατ' επίφαση «ενότητα», ίσως μία εκλογική σύμπραξη και συμμαχία, άνευ αξίας όμως, που όχι μόνο δε θα οδηγήσει στην επίτευξη της αποτελεσματικής υπεράσπισης και προώθησης των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει στην απογοήτευση του λαού, ο οποίος θα έχει επενδύσει ελπίδες, και εν συνεχεία θα αποτελέσει τον εν δυνάμει πολιορκητικό κριό της άρχουσας τάξης, για περαιτέρω συντηρητική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και για την ενίσχυση της αστικής πολιτικής και της πολιτικής υπέρ της περαιτέρω ασυδοσίας του κεφαλαίου σε βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων. Τα παραδείγματα στη χώρα μας το 1988 με τη δημιουργία του Συνασπισμού και την εξέλιξή του, της Ιταλίας με τον κύριο Ντ' Αλέμα και την «Ελιά», και της Γαλλίας με τον κύριο Υ είναι λίαν διδακτικά επ' αυτού.

Σήμερα στην Ελλάδα, ο ΣΥΝ, που «κόπτεται» δήθεν για την «ενότητα της Αριστεράς» και εγκαλεί το ΚΚΕ, ότι δήθεν αυτό ευθύνεται που δεν προχωρεί αυτή η «ενότητα», είναι τοις πάσι γνωστό ότι ακολουθεί πολιτική, που όχι μόνο δεν πληρεί τις στοιχειώδεις παραπάνω προϋποθέσεις για μία αξιόπιστη και φερέγγυα για το λαό «ενότητα της Αριστεράς», αλλά, το χειρότερο, η πολιτική του λειτουργεί υποβοηθητικά στις πιο θεμελιώδεις επιλογές του κεφαλαίου και της άρχουσας τάξης σε βάρος των εργαζομένων. Η υποστήριξή του και η υπερψήφιση συνθηκών και διατάξεων, που καθορίζουν όλο το αντιδραστικό και αντιλαϊκό πλαίσιο επιλογών του μεγάλου κεφαλαίου σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο (βλ., π.χ., Συνθήκη Μάαστριχτ), η ουσιαστική ανοχή του, αν όχι και υποστήριξη, σε βαθύτατα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα, όπως, π.χ., η μερική απασχόληση και το ωρομίσθιο αντί της σταθερής και μόνιμης εργασίας, η συμπαράταξη και η συνεργασία του με το νεοσυντηρητικό κυβερνητικό κόμμα στις δημοτικές εκλογές πριν από ενάμιση χρόνο (και η εκλογή στελεχών του με τα κυβερνητικά ψηφοδέλτια), για να αναφερθούμε σε τρία μόνο ενδεικτικά παραδείγματα, δεν αποπνέουν αξιόπιστο αριστερό πολιτικό λόγο, αφού δε σηματοδοτούν κάποια αριστερή πολιτική, όπως ισχυρίζεται, αλλά πολιτική απολύτως ασύμβατη και σε ευθεία αντίθεση με τα συμφέροντα των εργαζομένων, τα οποία και υπονομεύονται απ' αυτήν την πολιτική του.

Βέβαια, σ' αυτές τις εκλογές, ο δικομματισμός είναι ανάγκη να δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα. Πρέπει να αδυνατίσει. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Οι εργαζόμενοι πρέπει να εγκαταλείψουν τα δύο «μεγάλα» κόμματα και ταυτόχρονα να στραφούν αριστερά τους, ψηφίζοντας εκείνο το κόμμα που στάθηκε πρωτοπόρο σε όλους τους αγώνες των εργαζομένων, χωρίς να αλληθωρίζει προς τους θώκους της αστικής εξουσίας. Είναι το κόμμα, που θα σταθεί και αύριο δίπλα τους, με συνειδητή ανιδιοτέλεια και με ταξική συνέπεια. Είναι το κόμμα, που, δυναμωμένο μετά τις εκλογές, με τον φερέγγυο πολιτικό λόγο του, θα συμπορευθεί και με άλλες δυνάμεις, που τώρα ταλαντεύονται, σε μία πορεία ταξικής ενότητας, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων όλων των εργαζομένων. Που θα βάλει τις βάσεις για μία λαϊκή εξουσία αύριο. Είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας! Σε ό,τι αφορά στην «ενότητα της Αριστεράς», αυτή θα σφυρηλατηθεί στην κοινή δράση των εργαζομένων, γιατί είναι αναγκαιότητα! Είναι ο πλέον ασφαλής και φερέγγυος για τους εργαζόμενους τρόπος υλοποίησής της!


Αγγελος ΛΙΒΑΘΙΝΟΣ
Καθηγητής Μαθηματικών- Λυκειάρχης



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ