ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 5 Ιούνη 2024
Σελ. /32
Τι είναι και ποιον ωφελεί η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» στα πανεπιστήμια

Ακούμε συχνά τόσο τα στελέχη της ΝΔ όσο και των ΣΥΡΙΖΑ, Νέας Αριστεράς και ΠΑΣΟΚ να αναρωτιούνται σε δραματικούς τόνους: «Πότε θα γίνουμε επιτέλους μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα;»!

Ποια είναι λοιπόν η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» για τα πανεπιστήμια και πόσο συγκλίνουν ή αποκλίνουν τα πανεπιστήμιά μας από αυτήν;

Καταρχάς, η στρατηγική της ΕΕ για τα πανεπιστήμια και την Ερευνα είναι άμεσα συνυφασμένη με τη Στρατηγική της Λισαβόνας (2000) για μετάβαση σε «οικονομίες της γνώσης». Δηλαδή, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων της ΕΕ έναντι αυτών σε ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία κ.α., μέσα από την επένδυση σε υψηλής ειδίκευσης εργατικό δυναμικό και την τεχνολογική καινοτομία. Με χαμηλό κόστος και υψηλή προστιθέμενη αξία.

Ο στόχος της μετάβασης αυτής, ωστόσο, προϋποθέτει γενναία χρηματοδότηση, όπως παραδέχονται τα επιτελεία της ΕΕ. Οχι όμως (μόνο) από δημόσιους πόρους αλλά και από επενδυτές, χορηγούς, και φυσικά - τα συνήθη υποζύγια - τα λαϊκά νοικοκυριά. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι στην τελευταία έκθεση της ΕΘΑΑΕ (Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης), που δόθηκε στη δημοσιότητα λίγο πριν από το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ως «θεμελιώδης αξία» της ΕΕ αναφέρεται ο «επαναπροσδιορισμός της ευθύνης του κράτους για την Ανώτατη Εκπαίδευση». Δηλαδή, η υποχώρηση από την ευθύνη για κρατική χρηματοδότηση και άνοιγμα της αγοράς με ταυτόχρονο περιορισμό του ρόλου του κράτους στη διαμόρφωση κι εφαρμογή πολιτικών. Ο,τι δηλαδή γίνεται δεκαετίες τώρα με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στα πανεπιστήμια και θεσμικά ολοκληρώθηκε με τους τελευταίους νόμους της ΝΔ (Κεραμέως και Πιερρακάκη).

Πανεπιστήμια και επιχειρηματικότητα στην ΕΕ


Eurokinissi

Η επιχειρηματική λειτουργία δεν ήταν κάτι άγνωστο για τα συστήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στα περισσότερα κράτη - μέλη της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Ακόμα και πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) υπήρχαν δίδακτρα, χρηματοδότηση έρευνας από ιδιωτικούς φορείς, αξιοποίηση περιουσίας των ιδρυμάτων κ.ά. Ωστόσο, εκδηλωνόταν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε χώρα και σε διαφορετικό βαθμό. Η μετάβαση σε «οικονομίες γνώσης», όμως, επέβαλε την εντατικοποίηση και συστηματοποίηση της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων.

Η διαδικασία της Μπολόνια (1999) σχεδιάστηκε με οδηγό τις τέσσερις ελευθερίες του Μάαστριχτ για να διευκολυνθεί η διασυνοριακή (μεγάλη) επιχειρηματικότητα: Δηλαδή, να μπορούν οι επιχειρηματικοί όμιλοι να βρίσκουν εύκολα εργαζόμενους σε όποια ή από όποια χώρα συμφέρει περισσότερο.

Παρά τις επιμέρους διαφορές, σε κάθε χώρα μειώθηκε σταδιακά η κρατική χρηματοδότηση - και με διαφορετικό αφήγημα - ώστε τα πανεπιστήμια να ριχτούν στο κυνήγι χρηματοδότησης από ιδιωτικούς φορείς: Δίδακτρα, εκμετάλλευση υλικής και άυλης περιουσίας, χορηγίες, επενδυτές κ.λπ.

Για παράδειγμα, σε όλες τις χώρες της ΕΕ (και τις περισσότερες του ΟΟΣΑ) διαπιστώνεται αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Στη χώρα μας, η αύξηση ήταν από τις πιο θεαματικές. Το 1999, η ιδιωτική δαπάνη για υπηρεσίες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ήταν η χαμηλότερη στην ΕΕ: Μόλις 0,3% της δαπάνης για εκπαιδευτικές υπηρεσίες κάθε επιπέδου! Το 2019 (στοιχεία ΟΟΣΑ), 20 χρόνια μετά, είχε ανέλθει στο 13,3%, λίγο πίσω από τη Γερμανία (15,5%). Την ίδια στιγμή, η κρατική χρηματοδότηση για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα από περίπου 1% του ΑΕΠ το 1999 υποχώρησε στο 0,7% το 2019 και παρακάτω τα τελευταία χρόνια.

Για να αντιληφθούμε όμως το μέγεθος της υποχρηματοδότησης, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι φοιτητικοί πληθυσμοί και τα προγράμματα σπουδών αυξήθηκαν δραματικά το ίδιο διάστημα.

Οι ανάγκες της «οικονομίας της γνώσης» αλλά και οι επιστημονικές και τεχνολογικές (Ε&Τ) εξελίξεις επέβαλαν το άνοιγμα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε όλο και περισσότερους απόφοιτους Λυκείου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στόχος της ΕΕ για το 2030 είναι ο υπερδιπλασιασμός (>45%) των πτυχιούχων σε σχέση με το 1999 (~20%) στις ηλικίες 25 - 34 έτη.

Επιπλέον, δημιουργήθηκαν πολλά νέα προγράμματα σπουδών 1ου κύκλου, ενώ η εισαγωγή του 2ου κύκλου σπουδών οδήγησε επίσης σε πληθώρα προγραμμάτων μεταπτυχιακών.

Στη χώρα μας, για παράδειγμα, ενώ το ακαδημαϊκό έτος 2002 - 2003 ο αριθμός των σχολών ανερχόταν σε 55, δέκα χρόνια μετά είχε φθάσει στις 99! Ο αριθμός των τμημάτων από 239 το ακαδημαϊκό έτος 2002 - 2003 ανήλθε στα 268 το 2010 - 2011, και παρέμεινε σε αυτά τα επίπεδα μέχρι και το ακαδημαϊκό έτος 2012 - 2013 (ΙΟΒΕ, 2017). Αντίστοιχα, το 2000, στα ΤΕΙ υπήρχαν 50 σχολές και περί τα 200 Τμήματα. Σήμερα, μετά από το σχέδιο «Αθηνά» και τις καταργήσεις / πανεπιστημιοποιήσεις των νόμων Γαβρόγλου, λειτουργούν συνολικά 416 πανεπιστημιακά τμήματα.

Επίσης, το 1999 ήταν εγγεγραμμένοι 169.000 προπτυχιακοί φοιτητές στα ΑΕΙ και 80.000 στα ΤΕΙ. Σήμερα ο αριθμός αυτός έχει υπερδιπλασιαστεί. Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές από 1.000 - 2.000 το 1999, σήμερα έχουν ξεπεράσει τους 10.000 (ΕΘΑΑΕ, 2022).

Οπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού και η πληθώρα των νέων προγραμμάτων σπουδών αύξησαν δραματικά τη χρήση των υφιστάμενων υποδομών αλλά και τις ανάγκες σε νέες υποδομές, φοιτητική μέριμνα και προσωπικό. Μάλιστα, η αυξημένη ζήτηση για προσωπικό αξιοποιήθηκε μεταξύ άλλων και για την εγκαθίδρυση των «ευέλικτων» σχέσεων εργασίας, με συμβασιούχους διδάσκοντες δίπλα στους μόνιμους. Ετσι, σήμερα οι μόνιμες θέσεις ΔΕΠ είναι πρακτικά αμετάβλητες σε σχέση με το 1999 (~10.000), με τις υπόλοιπες κατηγορίες διδασκόντων να είναι περίπου 7.000. Σημειώνουμε ωστόσο ότι το 2009 - 2010, το σύνολο των διδασκόντων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ άγγιζε τους 25.000, με λιγότερους από τους μισούς να είναι μόνιμα μέλη ΔΕΠ και ΕΠ (ΚΕΠΥ, 2023). Μάλιστα, η περίφημη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα το 1999 ήταν 13:1 στα ΑΕΙ (όσο ο σημερινός μέσος όρος στην ΕΕ) και 10:1 στα ΤΕΙ, ενώ σήμερα είναι 47:1!

Υποχρηματοδότηση και επιλεκτική χρηματοδότηση

Ενώ λοιπόν οι ανάγκες μέσα σε μια 20ετία πολλαπλασιάστηκαν, η κρατική χρηματοδότηση καθώς και η στελέχωση παρέμεναν καθηλωμένες σε επίπεδα χαμηλά, πίσω ακόμα κι από τις ανάγκες του 1999. Ετσι φθάσαμε σήμερα η κρατική επιχορήγηση να μη φθάνει να καλύψει ούτε τα λειτουργικά έξοδα, οι (ανεπαρκείς) εστίες να είναι σε μαύρο χάλι, οι (ανεπαρκείς) αίθουσες να πλημμυρίζουν κ.λπ.

Αυτά όσον αφορά τις εκπαιδευτικές και φοιτητικές ανάγκες.

Οι αλλεπάλληλες «μεταρρυθμίσεις» αφορούσαν όμως και το ερευνητικό έργο. Η χρηματοδότησή του από ταμεία της ΕΕ (κυρίως) αποτέλεσε ένα βασικό όχημα για τη σταδιακή υπαγωγή ερευνητικού δυναμικού και υποδομών στον έλεγχο των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων της ΕΕ που έθεταν τους στόχους και τις προτεραιότητες των διαφόρων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως τα διάφορα πλαίσια στήριξης (Framework programmes) και τα Horizon, μέσω των οποίων περνούσε (πολύ) χρήμα μέσα από τα πανεπιστήμια όλης της ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι προϋπολογισμοί τους αυξάνονται δραματικά μετά το 2006: Από 17,5 δισ. ευρώ για το FP6 (2002 - 2006) σε πάνω από 50 δισ. για το FP7 (2007 - 2013) και πάνω από 80 δισ. για το Horizon (2014 - 2020). Αυτή η «αλλαγή παραδείγματος» στο ερευνητικό έργο των πανεπιστημίων αποτυπώνεται ανάγλυφα στους μεγάλους προϋπολογισμούς των ΕΛΚΕ (έως και 10πλάσιοι των τακτικών Π/Υ) καθώς και στα διαθέσιμά τους, μεγάλο μέρος των οποίων δεσμεύτηκαν για το διαβόητο PSI («κούρεμα») το 2012.

Μιλάμε πλέον για επιλεκτική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων με κριτήρια ιδιωτικής οικονομίας. Αλλά και άμεση εμπλοκή των πανεπιστημίων σε επιχειρηματικές κινήσεις και επενδύσεις: Κέντρα καινοτομίας, startup, spinoff κ.λπ. Ομως, το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο απαιτεί και αντίστοιχο μοντέλο διοίκησης, όπως τα Συμβούλια Διοίκησης του νόμου Κεραμέως (2022) ή τα Συμβούλια Ιδρύματος του νόμου Διαμαντοπούλου (2011). Ανάλογες αλλαγές έχουν, με διαφοροποιήσεις, προωθηθεί σε όλη την ΕΕ, κι οδηγούν στη διοικητική και οικονομική «αυτονομία» του πανεπιστημίου.

Πρόσφατα, στη συζήτηση του ν/σ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ο υπουργός Παιδείας διαφήμιζε το 1 δισ. που θα εισρεύσει στα πανεπιστήμια μέσω ΤΑΑ και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Πού θα πάνε αυτά τα χρήματα; Περί τα 400 εκατ. θα βρουν τον δρόμο τους προς μεγάλες επιχειρήσεις, μέσα από δράσεις όπως «βιομηχανικά διδακτορικά», «συμπράξεις ερευνητικής αριστείας» κ.ά., για την εκμετάλλευση των νέων ερευνητών, των υποδομών και του παραγόμενου ερευνητικού έργου τους. Ενώ τα υπόλοιπα 600 εκατ. θα δοθούν σε κατασκευαστικούς ομίλους για εστίες μέσω ΣΔΙΤ που θα έχουν ενοίκιο. Οι οποίες δεν θα καλύψουν ανάγκες των φοιτητών μας αλλά τις ανάγκες της μετατροπής της χώρας μας σε «περιφερειακό πόλο εκπαίδευσης», δηλαδή εκπαιδευτικού τουρισμού. Ναι, είναι πολλά τα λεφτά! Αλλά ούτε ένα ευρώ δεν είναι επιλέξιμο για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των δωρεάν προγραμμάτων σπουδών.

Συμπερασματικά, τα πανεπιστήμιά μας λειτουργούν και αναπτύσσονται με κριτήριο την προσέλκυση φοιτητών, εργαζομένων και χρηματοδότησης, αντιμετωπίζουν τους φοιτητές σαν πελάτες και ανάλογα με το πόσα πληρώνουν δίνεται προτεραιότητα στις ανάγκες τους. Το δε ερευνητικό έργο αναπτύσσεται ή μαραζώνει ανάλογα με τις προτεραιότητες των επιχειρήσεων που το ιδιοποιούνται κι όχι με κριτήριο τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και τις εξελίξεις της επιστήμης. Κι όλα αυτά σε ανταγωνισμό με άλλα πανεπιστήμια της χώρας, της ΕΕ ή άλλων χωρών.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις συμφωνούν με τα συμπεράσματα ερευνητών που μελετούν την εκπαιδευτική πολιτική της ΕΕ. Εντοπίζουν αύξηση του κόστους σπουδών, εισαγωγή διδάκτρων, αύξηση φοιτητικών δανείων και αλλαγές στην οργάνωση και τη διοίκηση που εντείνουν τον αυταρχισμό και την καταστολή.

Αυτή είναι η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» στα πανεπιστήμια της ΕΕ.

Και το ΚΚΕ;

Αρα, το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε, ενόψει και των ευρωεκλογών, δεν είναι ποιο κόμμα μάς φέρνει πιο κοντά στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα».

Αλλά αν η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» είναι το μέλλον που αξίζει στους λαούς της ΕΕ, και στον δικό μας.

Για παράδειγμα, η επίθεση στα πανεπιστήμια και στην Ερευνα στη χώρα μας δεν είναι ούτε καινοτομία των «αρίστων» ούτε ιδεοληψία της «κυβέρνησης Μητσοτάκη». Η ΝΔ δεν κυβερνάει με το 41% αλλά μαζί με τη συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση των ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Είναι στήριγμα στην κυβερνητική πολιτική η κριτική ότι αποκλίνει από τις «ευρωπαϊκές πρακτικές» και την «κανονικότητα». Ουσιαστικά ζητούν να τρέξει πιο γρήγορα, να πάρει ακόμα πιο αντιδραστικά μέτρα. Γιατί αντιδραστική είναι η κατεύθυνση που αναπτύσσει η ίδια η ΕΕ.

Το διαχρονικό έγκλημα στα πανεπιστήμια πρέπει να πιστωθεί σε όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα. Γιατί όλα ψήφισαν νόμους - αντιδραστικές τομές: Οπως ν. Πιερρακάκη (2024), ν. Κεραμέως (2022 & 2021), ν. Γαβρόγλου (2017 & 2018) και φυσικά ν. Διαμαντοπούλου (2011), που μάλιστα στηρίχθηκε από ευρύτατη πλειοψηφία: ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑ.Ο.Σ. και «Δημοκρατική Συμμαχία». Ολοι ψηφίστηκαν για να φορέσουν τα πανεπιστήμιά μας τον ασφυκτικό κορσέ του ΕΧΑΕ και τώρα του Ευρωπαϊκού Χώρου Εκπαίδευσης.

Μόνο το ΚΚΕ έχει διαφωνήσει από την αρχή και προειδοποιήσει για τις ολέθριες συνέπειες της στρατηγικής της ΕΕ και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Γιατί δεν παραμυθιάστηκε ποτέ ότι μια ένωση τραπεζιτών, βιομηχάνων και μεγαλοεπενδυτών μπορεί να λειτουργήσει με γνώμονα το συμφέρον των λαών.

Η ξεκάθαρη ταξική ματιά του, του επέτρεψε να πρωτοστατήσει και να σηκώσει στους ώμους του μικρούς και μεγάλους αγώνες που απέσπασαν κατακτήσεις και καθυστέρησαν εξελίξεις, δίνοντας χρόνο και χώρο να αναπτυχθούν και να σπουδάσουν γενιές φοιτητών που πρωτοστατούν σε σχολές και χώρους δουλειάς.

Κράτησε το κίνημα ζωντανό σε πολύ δύσκολες συνθήκες.

Η στάση του ΚΚΕ, από μόνη της αλλά και σε αντιδιαστολή με τη στάση των υπόλοιπων κομμάτων, απέναντι στην πολιτική της ΕΕ στην Ανώτατη Εκπαίδευση, πρέπει να αποτελέσει κριτήριο ψήφου στις ευρωεκλογές.

Καταψηφίζουμε τα κόμματα του ευρωμονόδρομου!

Δίνουμε δύναμη στη δύναμή μας και σηκώνουμε όσο πιο ψηλά μπορούμε το ΚΚΕ!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ