ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Δεκέμβρη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΚΟΦΙΝ - «ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ»
Η ακύρωσή του δε σημαίνει και κατάργηση

Αυταπατάται όποιος φαντάζεται ότι η ...χαλάρωση του Συμφώνου χάριν των Γερμανίας - Γαλλίας, σημαίνει και χαλάρωση των αντιλαϊκών προσανατολισμών της ΕΕ

Γάλλοι διαδηλωτές ενάντια στο Σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο στηρίζεται με σκληρές πολιτικές λιτότητας για τους εργαζόμενους

Associated Press

Γάλλοι διαδηλωτές ενάντια στο Σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο στηρίζεται με σκληρές πολιτικές λιτότητας για τους εργαζόμενους
Το πολιτικό και οικονομικό θέμα που απασχόλησε την κοινή γνώμη της Ευρώπης ήταν ασφαλώς η απόφαση του ΕΚΟΦΙΝ (συνεδρίαση 21- 22 Νοέμβρη) να δώσει άφεση αμαρτιών σε Γαλλία και Γερμανία, να μην επιβάλει τις κυρώσεις για υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα των δύο χωρών, οι οποίες προβλέπονται από τη Συνθήκη του Αμστερνταμ.

Η συμπεριφορά των δύο μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ασφαλώς και δημιουργεί διάφορα ερωτήματ, που έχουν σχέση με το ίδιο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και τις συνέπειες που θα έχει η απόφαση αυτή στις τύχες των εργαζομένων. Τώρα, δηλαδή, που καταργήθηκε στην πράξη το μισητό Σύμφωνο από τους ίδιους τους εμπνευστές του, ξεμπερδέψαμε με τις αντιλαϊκές πολιτικές και τα προγράμματα λιτότητας; Αμ δε, που ξεμπερδέψαμε.

Αλλά ας τα πάρουμε ένα - ένα τα πράγματα: Η ίδια η στάση Γάλλων και Γερμανών να μην αποδεχτούν τις συνέπειες της Συνθήκης, που οι ίδιοι προώθησαν το 1997 και πάντα στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, ισοδυναμεί με πραξικόπημα σε βάρος των μικρότερων κρατών. Είναι κλασική περίπτωση καταπάτησης των αστικών νόμων και της ανακήρυξης ενός και μοναδικού νόμου, αυτού που επιβάλλει το δίκιο του ισχυροτέρου. Με λίγα λόγια επιβεβαιώνεται η θέση του ΚΚΕ για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ότι δεν πρόκειται για Ενωση η οποία στηρίζεται στη δημοκρατική οργάνωση, στην ισοτιμία και ισονομία των μελών της και κατά συνέπεια η πολιτική θέση για διάλυσή της, είναι και ρεαλιστική και επίκαιρη, από τη σκοπιά βέβαια των συμφερόντων των εργαζομένων και όχι από τη σκοπιά των συμφερόντων του κεφαλαίου.

Το δεύτερο θέμα που προκύπτει είναι η εξερεύνηση της σχέσης: καπιταλιστική ανάπτυξη και Ευρωπαϊκή Ενωση. Από τα τέλη της δεκαετίας του '80, οι θιασώτες των τριών σταδίων της ΟΝΕ, υποστήριζαν την άποψη ότι η δημιουργία μιας αγοράς χωρίς δασμούς και άλλα εμπόδια θα απογειώσει την οικονομία της Ενωσης, η οποία, σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις, θα αναπτυσσόταν για μακρύ διάστημα με ρυθμούς υψηλότερους του 5%. Οι απόψεις αυτές αποδείχτηκαν απλοϊκές και ανεδαφικές. Οι ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ, η Γερμανική και η Γαλλική, όλα αυτά τα χρόνια εμφανίζουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και υψηλά επίπεδα ανεργίας. Για το 2003 προβλέπεται μηδενική ανάπτυξη και των δύο αυτών οικονομιών, ενώ για το 2004 για τη μεν Γερμανία προσδοκούν άνοδο 1,6% και για τη Γαλλία 1,7%. Αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι οι προβλέψεις αυτές, τα τελευταία χρόνια πάντα, αναθεωρούνται επί το δυσμενέστερο. Αρα, η δημιουργία της ΕΕ δεν έδωσε την αναπτυξιακή ώθηση και πνοή στα κεφάλαια που ανέμεναν οι εμπνευστές της. Το ότι περιφερειακές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, για ειδικούς λόγους, αναπτύσσονται προσωρινά με υψηλούς ρυθμούς, δεν αναιρεί τη συνολική αρνητική εικόνα.

Πάντως, μια σειρά αστοί οικονομολόγοι είχαν από καιρό προειδοποιήσει ότι η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική που ακολουθεί η ΕΕ (το περιβόητο Σύμφωνο Σταθερότητας) θα δημιουργήσει προβλήματα αναπτυξιακού χαρακτήρα. Τέτοιες επισημάνσεις είχε κάνει στο παρελθόν ο ακραίος νεοφιλελεύθερος Μ. Φρίτμαν, ο οποίος αναφερόμενος στην ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική και την επιβολή του ορίου του 3% στα δημοσιονομικά ελλείμματα, είχε μιλήσει για «στενό κολάρο» που φρενάρει τις αναπτυξιακές δυνατότητες. Το πρόβλημα, όμως, στην προκειμένη περίπτωση ήταν ότι το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ήθελε να στηρίξει τη σταθερότητα του ευρώ με σκληρές αντιπληθωριστικές πολιτικές λιτότητας, στους τομείς των μισθών, των συντάξεων και των κοινωνικών δαπανών. Προσδοκούσαν βέβαια ότι ο περιορισμός της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης θα αντισταθμιζόταν από τις υψηλές ιδιωτικές επενδύσεις, κάτι όμως που δεν έγινε. Μάλιστα η UNISE, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία των εργοδοτών, εξέδωσε πριν από λίγες μέρες ανακοίνωση, στην οποία ορθά - κοφτά έλεγαν ότι αν δεν «φιλελευθεροποιηθεί» ακόμα περισσότερο η αγορά εργασίας και αν δεν τους εξασφαλίσουν οι κυβερνήσεις νέα προνόμια, επενδύσεις δεν πρόκειται να γίνουν...

Ανάκαμψη ...με επιστροφή
στις κλασικές συνταγές

Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με δεδομένη την πίεση της οικονομικής κρίσης, Γαλλία και Γερμανία αποφάσισαν να κάνουν την ...ηρωική έξοδο, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους, άρθρα και συνθήκες που οι ίδιες είχαν προτείνει... Τώρα προσδοκούν ανάκαμψη των οικονομιών τους μέσα από τις παλιές κλασικές μορφές της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων για τη χρηματοδότηση των διευρωπαϊκών δικτύων στις τηλεπικοινωνίες, στην ενέργεια, σε σιδηροδρόμους, οδικούς άξονες κλπ. Πρόκειται για παλιά ιδέα που είχε τεθεί για συζήτηση στις αρχές της δεκαετίας του '90, αλλά στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, επειδή η υλοποίησή της προσέκρουσε σε σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης.

Το σοβαρότερο, ίσως, πρόβλημα που αναδεικνύεται από την ιστορία αυτή, έχει σχέση με τις οικονομικές εξελίξεις που συντελούνται στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Εξελίξεις οι οποίες εγκυμονούν τον κίνδυνο υποβάθμισης του οικονομικού και κατά συνέπεια πολιτικού ρόλου του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Οι νέες αγορές της Κίνας και της Ινδίας και δευτερευόντως της Ρωσίας, έχουν γίνει ο πόλος έλξης του υπερσυσσωρευμένου δυτικού κεφαλαίου. Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικές πρόσφατες δηλώσεις του οικονομολόγου Τ. Στίρλιτς, πρώην οικονομικού συμβούλου του Κλίντον. Οπως αναφέρει, τα επόμενα χρόνια δε θα πρέπει να αναμένουμε κάτι το εξαιρετικό από οικονομικής άποψης στον παλαιό κόσμο (σ.σ. στην Αμερική και την Ευρώπη). Κατά τον Αμερικανό οικονομολόγο, το ενδιαφέρον σήμερα εστιάζεται στις πολλά υποσχόμενες αγορές της Κίνας και της Ινδίας, οι οποίες προσελκύουν και απορροφούν τεράστια κεφάλαια δυτικής προέλευσης. Τα γεγονότα φαίνεται να τον επιβεβαιώνουν. Τις προηγούμενες μόλις μέρες είχαμε τις ακόλουθες ενδιαφέρουσες ειδήσεις: Ανακοινώθηκε συμφωνία ύψους 70 δισ. ευρώ του γαλλικού τηλεπικοινωνιακού κολοσσού «Τόμσον» και κινέζικης εταιρίας για πραγματοποίηση επενδύσεων στην Κίνα. Η «Τζένεραλ Μότορς» ανακοίνωσε, επίσης, την κατασκευή πάλι στην Κίνα εργοστασίου παραγωγής αυτοκινήτων, με στόχο η ετήσια παραγωγή να φτάσει τα 150.000 αυτοκίνητα, για να καλύψει αποκλειστικά την εσωτερική αγορά. Με αφορμή την επίσκεψη της δημάρχου της Αθήνας Ντ. Μπακογιάννη στην Κίνα, μάθαμε από τους δημοσιογράφους που συνόδευαν την αποστολή ότι σε μια μόνο πόλη, τη Σαγκάη με τους τεράστιους ουρανοξύστες, πραγματοποιούνται αυτή τη στιγμή επενδύσεις ύψους 90 δισ. ευρώ! Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η Κίνα σήμερα μοιάζει με την Αμερική του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, η οποία προσέλκυε τεράστια κεφάλαια και εργατικό δυναμικό απ' όλα τα σημεία του πλανήτη.

Θα ήταν παρακινδυνευμένο, βέβαια, να πάρουμε θέση για το πώς θα διαμορφωθούν οι σύνθετες και πολύπλοκες διεθνείς εξελίξεις στο μέλλον και αν υπάρξει ανακατανομή του ρόλου των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη. Απλώς εδώ επιχειρείται μια καταγραφή των τάσεων και των δυνατοτήτων που διαγράφονται, οι οποίες, ανάλογα με τις εξελίξεις μπορεί να διαμορφώσουν μια νέα πραγματικότητα.

Εμπεριέχουν κάτι το θετικό οι εξελίξεις αυτές για τους Ελληνες και Ευρωπαίους εργαζόμενους; Κάθε άλλο. Είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι η προσπάθεια εξόδου του ευρωπαϊκού καπιταλισμού από την οικονομική ύφεση, θα επιχειρηθεί να γίνει σε βάρος των εργατικών κατακτήσεων, όσων έχουν διασωθεί, με τις γνωστές βάρβαρες συνταγές που έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο. Η προοπτική της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, για το μοίρασμα αγορών, εδαφών και πλουτοπαραγωγικών πηγών, θα αποτελέσει μια επιπλέον αιτία όξυνσης της επίθεσης του κεφαλαίου κατά των εργαζομένων. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, όποια μορφή και αν παίρνει, αφετηρία και προορισμό έχει την άνοδο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, το στύψιμο μέχρι μυελού των οστών, της εργατικής δύναμης.

Ας μην υπάρχει επομένως αυταπάτη ότι το πιθανό τέλος του Συμφώνου Σταθερότητας θα οδηγήσει σε καλύτερες μέρες τους ευρωπαϊκούς λαούς. Από την ίδια τη δυναμική των γεγονότων προκύπτει το συμπέρασμα ότι τα άνυδρα τοπία και η εφιαλτική έρημος βρίσκονται ακόμη μπροστά μας και όχι πίσω μας. Το ιστορικό ξεπέρασμα του κεφαλαίου αποτελεί πάντα το ώριμο και επίκαιρο πολιτικό αίτημα του οργανωμένου προλεταριάτου, κάθε συνειδητοποιημένου πολίτη του κόσμου.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ