ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Γενάρη 2005
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η αντιδασική λαίλαπα συνεχίστηκε το 2004

Στον αντιδασικό δρόμο που χάραξε το ΠΑΣΟΚ κινήθηκε και η ΝΔ

Καταπατημένα δάση μετά από πυρκαγιά
Καταπατημένα δάση μετά από πυρκαγιά
Η χρονιά που έφυγε χαρακτηρίστηκε από την ένταση της επίθεσης ενάντια στα δάση και στο σύνολο του φυσικού περιβάλλοντος από την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία με πιο γοργούς ρυθμούς βάλθηκε να «ξεπαστρέψει» ό,τι είχαν αφήσει όρθιο οι προκάτοχοί της. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η ΝΔ εφάρμοσε τον αντιδασικό νόμο 3208/2003 της προηγούμενης κυβέρνησης, παρόλο που, ως αξιωματική αντιπολίτευση, τον είχε καταψηφίσει, εγείροντας μάλιστα και ζήτημα αντισυνταγματικότητας του νόμου. Ωστόσο, αυτό δε στάθηκε εμπόδιο στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης να αποστείλει προς τη Γενική Διεύθυνση Δασών, στις 26 Οκτώβρη, την εφαρμοστική εγκύκλιο 1099, η οποία, σε πολλές περιπτώσεις, «ξεπερνάει» σε αντιδασικό μένος και αυτόν τον ίδιο το νόμο του ΠΑΣΟΚ.

Οπως ήταν φυσικό, η εγκύκλιος ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με πιο χαρακτηριστική την αίτηση ακύρωσης που κατέθεσε η Πανελλήνια Ενωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ) ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Στην αίτηση ακύρωσης που έχει καταθέσει η ΠΕΔΔΥ στο ΣτΕ, επισημαίνεται ότι οι οδηγίες που παρέχονται για την εφαρμογή του Νόμου 3208/2003 δεν έχουν «απολύτως κανένα νομοθετικό έρεισμα και καμιά νομοθετική προς τούτο εξουσιοδότηση». Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι οι διατάξεις της εγκυκλίου «έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον ίδιο αυτό νόμο 3208/2003, αλλά και με τη λοιπή κείμενη νομοθεσία, καθώς και με τις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος».

Αξίζει να σημειωθεί πως και σε έγγραφο που εστάλη από αρμόδιους δασικούς παράγοντες προς τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, Ε. Μπασιάκο, επισημαίνονται όλες οι διατάξεις εκείνες της εγκυκλίου, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την υπάρχουσα νομολογία, είναι αυθαίρετες και ασαφείς, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είναι αντίθετες και ξεπερνούν σε αντιπεριβαλλοντικό πνεύμα ακόμη και το Νόμο 3208/2003. Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες κάνουν λόγο για αδυναμία από πλευράς τους να εφαρμόσουν τις διατάξεις της συγκεκριμένης εγκυκλίου, ακριβώς επειδή: Είναι αντίθετες με την προϋπάρχουσα δασική νομοθεσία και νομολογία, είναι ασαφείς και προκαλούν σύγχυση στις δασικές υπηρεσίες που θα κληθούν να τις εφαρμόσουν, ενώ σε πολλά σημεία υπάρχουν ελλείψεις και απαιτούν διευκρίνιση.

Στο κείμενο, το οποίο είχε σταλεί πριν από τη δημοσιοποίηση της εγκυκλίου 1099, αναφέρονται οι οδηγίες εκείνες που είναι αντίθετες, τόσο με το Νόμο 3208/2003, αλλά και εν γένει με την υφιστάμενη δασική νομολογία και νομοθεσία. Με μεγάλη λεπτομέρεια, στο κείμενο - που δεν έλαβε καθόλου υπόψη ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης - καταγράφονται μία προς μία οι κυβερνητικές αντιδασικές αυθαιρεσίες: Αρχικά επισημαίνεται ότι στην παράγραφο Γ της εγκυκλίου: «Στις περιπτώσεις ζωνών (επιμήκων λωρίδων), οι διαστάσεις αυτών να είναι τουλάχιστον ή μεγαλύτερες των τριάντα (30) μέτρων πλάτους, κατά μέσο όρο, και μήκους μεγαλύτερου των εκατό (100) μέτρων, κατά μέσο όρο». Με τη διατύπωση αυτή, επισημαίνουν οι αρμόδιοι παράγοντες, δίνεται η δυνατότητα να μη χαρακτηρίζονται ως δασικές, ακόμη και εκτάσεις εμβαδού μεγαλύτερου των τριών (3) στρεμμάτων και συγκόμμωσης, εννοείται, μεγαλύτερης του 0,25 (όταν π.χ. μια ζώνη έχει μέσο όρο πλάτους 35 μέτρα και μήκος 90 μέτρα, δηλαδή εμβαδόν 3,150 στρ.). Υπενθυμίζουμε ότι ο Νόμος 3208/2003 έθετε (εντελώς αντιεπιστημονικά) ως προϋπόθεση για να είναι μία έκταση δάσος ή δασική να έχει εμβαδόν τουλάχιστον 3 στρεμμάτων. Θα μπορούν δηλαδή, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, ακόμη και εθνικοί δρυμοί να νοούνται ως άθροισμα οικοπέδων. Τώρα η κυβέρνηση της ΝΔ αυξάνει ακόμη περισσότερο το όριο της αυθαιρεσίας.

Ο Νόμος 3208 προέβλεπε και κάποιες περιπτώσεις, όπου εκτάσεις μικρότερες των 3 στρ. θα μπορούσαν να χαρακτηρίζονται ως δασικές, όμως η εγκύκλιος ακυρώνει αυτήν τη δυνατότητα. Στην παράγραφο Γ υπάρχει η εξής διατύπωση: «(όταν δηλαδή είναι κάτω των τριών (3) στρεμμάτων ή είναι ζώνη κάτω των τριάντα (30) μέτρων πλάτους, κατά μέσο όρο) να είναι σε επαφή (οι κόμες των δένδρων) με άλλες γειτονικές εκτάσεις που συνιστούν δάσος ή δασική έκταση, κλπ.».

Με τη διατύπωση αυτή, «ερμηνεύεται» ότι η σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης που απαιτεί ο νόμος, μεταξύ μιας έκτασης που έχει συγκόμμωση πάνω από 0,25 με άλλες γειτονικές παρόμοιες εκτάσεις, υπάρχει μόνον όταν οι κόμες των δένδρων των γειτονικών εκτάσεων είναι σε επαφή. Με την ερμηνεία ότι αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ δύο εκτάσεων υπάρχει μόνον όταν υπάρχει επαφή των κομών των δένδρων, ακυρώνεται ουσιαστικά η ίδια η ερμηνευόμενη διάταξη, αφού στην πράξη τέτοιου είδους εκτάσεις αποτελούν ενιαίο σύνολο και η διάταξη καταλήγει να μην έχει αντικείμενο εφαρμογής.

Η αυθαιρεσία, όμως, έχει και συνέχεια, αφού δίνεται η δυνατότητα να χαρακτηρίζονται ως δάση μόνον αυτά που το 1979 ήταν δάση και όχι αυτά τα οποία στο παρελθόν ή κατά το χρόνο χαρακτηρισμού τους πράγματι έχουν τα χαρακτηριστικά δάσους, ακυρώνοντας μία από τις βασικότερες αρχές της υφιστάμενης νομολογίας «άπαξ δάσος, εσαεί δάσος».

Μετά την παράγραφο Ι, κάτω από τον τίτλο «Ειδικότερα» όπου δίνονται οδηγίες επί της παραπάνω διάταξης, υπάρχει η διατύπωση: «Μια βιοκοινότητα χαρακτηρίζεται ως δάσος εφόσον η έκταση καλύπτεται, σε ποσοστό 25% και άνω, οιωνδήποτε δασοπονικών ειδών, δενδρώδους μορφής κλπ.».

Με τη διατύπωση αυτή, «ερμηνεύεται» ότι δάση είναι μόνον αυτά που και το 1979 ήταν δάση και αν μια δασική ή και αγροτική έκταση του 1979 έχει αποκτήσει κατά την ημερομηνία χαρακτηρισμού τα χαρακτηριστικά δάσους δε θεωρείται δάσος, γεγονός που φέρνει τη συγκεκριμένη οδηγία σε απευθείας αντίθεση με το νόμο. Θα πρέπει, επίσης, να πούμε ότι στο συγκεκριμένο κείμενο τονίζεται ο κίνδυνος να παίρνεται εφεξής ως χρονική αφετηρία για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή δάσους, το έτος 2003, κάτι που, αν ισχύσει, εύκολα καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της καταστροφής που θα προκληθεί στο φυσικό περιβάλλον της χώρας μας.

Το κείμενο παραθέτει μία σειρά ακόμη διατάξεων, που αποτελούν μέγιστο κίνδυνο για το δασικό οικοσύστημα της χώρας, αποδεικνύοντας ότι ο συντάκτης του δεν είχε ως γνώμονα την προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων, ούτε την προστασία εν γένει των δημόσιων εκτάσεων. Αντίθετα, στοχεύει στην εξυπηρέτηση όλων εκείνων των μικρών και μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων, που, στο άκουσμα και μόνον της λέξης «δάσους», τους έρχεται αντανακλαστικά στο νου η λέξη «μπίζνες». Αυτές τις «μπίζνες» των λίγων έρχεται να εξυπηρετήσει και η δασική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ, όπως έκανε βεβαίως και η προηγούμενη του ΠΑΣΟΚ, σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, αλλά και, ακόμη χειρότερα, του μέλλοντος των επερχόμενων γενεών.

Στις αρχές του 2005 - πιθανότατα το Φλεβάρη - το ΣτΕ θα εξετάσει τις προσφυγές ακύρωσης που έχει καταθέσει η ΠΕΔΔΥ, τόσο εναντίον της εγκυκλίου 1099/2004 της ΝΔ, όσο και του Ν. 3208/2003 του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, το οικολογικό και περιβαλλοντικό κίνημα της χώρας μας, συνολικά το λαϊκό κίνημα, δεν μπορεί να επαφίει το μέλλον του σε καμία δικαστική αίθουσα - άσχετα αν σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν και αναφορικά με την προστασία των δασών οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν πράξει το καθήκον τους. Αντίθετα, θα πρέπει και μέσω της αγωνιστικής τους δράσης να πουν σε όλους, κυβερνώντες και κάθε λογής «αετονύχηδες», ότι τα δάση της χώρας μας δεν προορίζονται για να γίνουν «τσιμέντο».


Φώτης ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ