ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Μάρτη 2007
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ - ΠΟΤΩΝ
Το 18,5% «τσεπώνει» το 92,1% των κερδών

Αποκαλυπτικά τα στοιχεία του ΙΟΒΕ για τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και στον κλάδο τροφίμων - ποτών

Eurokinissi

Η συγκέντρωση του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της πίτας των κερδών σε μια χούφτα μονοπώλια και η τάση για μεγέθυνση των μονάδων παραγωγής και για συγκεντροποίηση, αποτελούν από τα κύρια χαρακτηριστικά του κλάδου της βιομηχανίας τροφίμων - ποτών. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που δόθηκε τις προηγούμενες μέρες στη δημοσιότητα, με θέμα «η ελληνική βιομηχανία τροφίμων - ποτών, διαπιστώσεις - προτάσεις πολιτικής». Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη μελέτη σε σχέση με την κατανομή των κερδών ανά μέγεθος επιχειρήσεων είναι αποκαλυπτικά της έκτασης της μονοπώλησης του κλάδου.

Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία που χρησιμοποιεί το ΙΟΒΕ,

  • Μόλις οι 52 μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε σύνολο 1.400 καταγραμμένων επιχειρήσεων του κλάδου, δηλαδή ποσοστό 3,7% επί του συνόλου, με προσωπικό περισσότερα από 250 άτομα καρπώνονται το 45,2% του συνολικού τζίρου.
  • Οι 259 μεγαλύτερες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απασχολούν από 51 μέχρι 250 άτομα, ήτοι ποσοστό 18,5% μοιράζονται το 73,3% του τζίρου.
  • Οι πρώτες 52 καρπώθηκαν το 71,8% των συνολικών καθαρών κερδών του κλάδου, ενώ οι 259 το 92,1% των καθαρών κερδών!
  • Ολες οι υπόλοιπες 1.141 επιχειρήσεις, οι λεγόμενες, σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς που αποδίδει η ΕΕ, πολύ μικρές (0 - 10 άτομα) και μικρές (11 - 50 άτομα) κατείχαν το 26,7% του τζίρου και τους αναλογούσε το 7,9% των κερδών!

Οι απόλυτοι αριθμοί «μιλούν» για συνολικά καθαρά κέρδη του κλάδου της τάξης των 674 εκατ. ευρώ το 2004 και για τζίρο που άγγιξε τα 9 δισ. ευρώ.

Είναι επομένως, φανερό, αυτό που με έμφαση σημειώνουν και οι συντάκτες της μελέτης του ΙΟΒΕ: «Το μέγεθος των επιχειρήσεων αποτελεί καθοριστικό στοιχείο των εξελίξεων: όσο αυξάνεται το μέγεθος παρατηρείται άνοδος του ποσοστού των κερδοφόρων επιχειρήσεων». Γίνεται, ακόμη, λόγος για «έντονα στοιχεία δυϊσμού» στον κλάδο, όπου «συνυπάρχουν εξωστρεφείς αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις που παρά τις δυσκολίες της αγοράς διατηρούν ή διευρύνουν το μερίδιο των πωλήσεων και των κερδών τους και βραδυπορούσες που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο ραγδαία μεταβαλλόμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον και εμφανίζονται ζημιογόνες». Αυτονόητο, είναι, βέβαια, ότι όταν το ΙΟΒΕ κάνει λόγο για «εξωστρεφείς αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις» αναφέρεται στις μεγάλες μονάδες που μονοπωλούν τον κλάδο και έχουν όλες τις προϋποθέσεις ώστε να είναι τέτοιες. Αντίθετα, οι «βραδυπορούσες» είναι εκείνες που στο καθεστώς της ζούγκλας της «ελεύθερης αγοράς» δεν έχουν τις προϋποθέσεις να αναπτυχθούν, πολλές από αυτές ούτε καν να επιβιώσουν, αποφέροντας ένα στοιχειώδες εισόδημα επιβίωσης στους αυτοαπασχολούμενους βιοτέχνες ή εκείνους που απασχολούν λίγα άτομα.

Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι οι προοπτικές του κλάδου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την εξαγωγική του δραστηριότητα, στο φόντο του ελλειμματικού ισοζυγίου εισαγωγών - εξαγωγών που παρουσιάζει και μάλιστα «με τάσεις περαιτέρω διεύρυνσης», όπως σημειώνεται. «Οι μελλοντικές εξελίξεις στον κλάδο τροφίμων - ποτών θα είναι θετικές στο βαθμό που οι επιχειρήσεις θα διευρύνουν την εξωστρέφειά τους, βελτιώνοντας την ανταγωνιστική τους θέση στις αγορές του εξωτερικού και κατευθύνοντας προς αυτές ένα μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους», σημειώνεται με έμφαση. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ο κλάδος καλύπτει το 12% των συνολικών εξαγωγών της χώρας, ενώ σε εξαγωγές μεταφράζεται το 16% της συνολικής παραγωγής του κλάδου, ποσοστό το οποίο όπως προκύπτει από την προσέγγιση του ΙΟΒΕ δεν είναι ικανοποιητικό για τους βιομηχάνους του κλάδου. Οπως φαίνεται, οι επιχειρηματίες του κλάδου επιδιώκουν να περιορίσουν το βαθμό εξάρτησης των κερδών τους από την εξέλιξη της εγχώριας αγοράς στην οποία σήμερα κατευθύνεται το 84% της παραγωγής. Η επιδίωξη αυτή δεν είναι ανεξάρτητη από την εκτίμηση ότι «η μεγέθυνση της εγχώριας αγοράς θα επιβραδυνθεί, ενώ είναι ενδεχόμενο να υπάρξουν και απώλειες από την εισαγωγική διείσδυση». Σημειώνεται, ακόμη, και ο «κορεσμός« της αγοράς ειδών διατροφής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από τη σταθερή πτώση του μεριδίου της καταναλωτικής δαπάνης για τρόφιμα - ποτά στο σύνολο των νοικοκυριών διαχρονικά.

Νέα μείωση των αγροτικών τιμών

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και μάλιστα ενόψει των αντιαγροτικών μεταρρυθμίσεων που έχει προαναγγείλει η ΕΕ, παρουσιάζει μια άλλη πτυχή της μελέτης, εκείνη που έχει να κάνει με το κόστος των πρώτων υλών, που για τον εξεταζόμενο κλάδο έχουν άμεση σχέση με τα αγροτικά προϊόντα. Το ΙΟΒΕ συναρτά άμεσα τη λεγόμενη ανταγωνιστικότητα των προϊόντων του κλάδου με τη μείωση των τιμών των αγροτικών προϊόντων και άρα με τη μείωση του εισοδήματος των μικρομεσαίων αγροτών σε μια αντιστρόφως ανάλογη πορεία. Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΕ που επικαλούνται οι συντάκτες της μελέτης, το κόστος των αγροτικών εισροών στη βιομηχανία τροφίμων κυμαίνεται μεταξύ 30% και 75% επί του συνολικού κόστους παραγωγής. «Οι επιχειρήσεις τροφίμων προμηθευόμενες το μεγαλύτερο μέρος των εισροών τους από την ευρωπαϊκή γεωργία πληρώνουν υψηλότερες τιμές για τις πρώτες ύλες τους απ' ό,τι οι ανταγωνιστές τους και έτσι αντιμετωπίζουν υψηλότερα κόστη παραγωγής τα οποία επιβαρύνουν την τιμή του προϊόντος και μειώνουν την ανταγωνιστικότητα», αναφέρεται χαρακτηριστικά. «Οι εξελίξεις που αναμένονται από την πρόσφατη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ σε ό,τι αφορά την προμήθεια φθηνότερων πρώτων υλών είναι ευνοϊκές για τις βιομηχανίες τροφίμων και ποτών», υπογραμμίζεται, για να καταλήξει ότι «οι μεταρρυθμίσεις που έχει εξαγγείλει η ΕΕ για τον αγροτικό τομέα πρέπει να ολοκληρωθούν με βασικό άξονα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών πρώτων υλών». Καθίσταται, επομένως, και απ' αυτή τη σκοπιά σαφές με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο πού αποσκοπεί η πολιτική της ΕΕ όσον αφορά στην αγροτική παραγωγή, ποιους εξυπηρετεί και ποιους θίγει. Δηλαδή, η λεγόμενη ανταγωνιστικότητα των τιμών των αγροτικών προϊόντων που συρρικνώνουν δραματικά το εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών είναι μια υπόθεση που σχετίζεται άμεσα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μονοπωλίων.

Το ΙΟΒΕ εκτιμά, ακόμη, ότι η αγαστή συνεργασία με το λιανεμπόριο στη βάση του κοινού συμφέροντος, μακριά από τις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις που κατά καιρούς προβάλλονται, μπορεί να δώσει ώθηση στα κέρδη της βιομηχανίας του κλάδου τροφίμων - ποτών. Κάνοντας λόγο για πιέσεις που δέχεται η βιομηχανία ως προμηθευτής του λιανεμπορίου, οι οποίες εντείνονται με δεδομένη τη μονοπώληση του λιανεμπορίου (οι τρεις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ κατέχουν το 46,5% του συνολικού μεριδίου αγοράς, ενώ οι 11 μεγαλύτερες το 84,4% των συνολικών πωλήσεων) το ΙΟΒΕ υποστηρίζει ότι «υπάρχουν μεγάλα περιθώρια οφέλους και για τις δύο πλευρές να αναπτύξουν μια υγιή συνεργασία».


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ