Η γενικότερη διαπίστωση που μπορεί να γίνει, σχετικά με τις παραπάνω αυτές δηλώσεις, είναι ότι δεν πρόκειται για νέα πολιτική, αλλά για διατήρηση των ίδιων κατευθυντήριων γραμμών με τη μέχρι τώρα ακολουθούμενη που, ωστόσο, εμπλουτίζεται με την πρόθεση λήψης πιο αποτελεσματικών μέτρων διαχείρισής της.
Η πρώτη έκπληξη, από την ανάγνωση των δηλώσεων του κ. υπουργού είναι, ασφαλώς, η μη παρακολούθηση των ραγδαίων μεταβολών μακροοικονομικής πολιτικής, που αποφασίζονται και άρχισαν ήδη να υλοποιούνται στις ΗΠΑ, αλλά και στην ΕΕ, μετά από τα χτυπήματα της 11.9.2001. Πράγματι, η Αμερική εγκαταλείπει αποφασιστικά τις πολιτικές λιτότητας και ισοζυγίων, και προχωρεί χωρίς δισταγμό στην εφαρμογή κεϋνσιανών συνταγών, με έντονη ενίσχυση της ζήτησης, με ενθάρρυνση της δημόσιας δαπάνης και με ανοχή των δημοσίων ελλειμμάτων, ενώ η ΕΕ την ακολουθεί με δειλά, ακόμη, αλλά αποφασιστικά βήματα.
Ο λόγος αυτής της αναβίωσης κεϋνσιανών μεθόδων, ύστερα από τη μακρότατη περίοδο της απόλυτης προσήλωσης στο νεοφιλελευθερισμό οφείλεται, φυσικά, στην παγκόσμια ύφεση, που άρχισε στις ΗΠΑ πριν από τις 11.9.2001 και, έκτοτε, εντείνεται και επεκτείνεται με γοργούς ρυθμούς σε ολόκληρη την παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Οι ρυθμοί ανάπτυξης για τη Γερμανία προβλέπονται γύρω στο 0,5% για φέτος και γύρω στο 1% για το 2002, η Αργεντινή καταρρέει και ζητά χρεοστάσιο, η οικονομία της Ιαπωνίας βρίσκεται σε χρόνια ύφεση και αδυναμία ανόρθωσης, ενώ το «ασιατικό θαύμα» αποτελεί πια μακρινή ανάμνηση. Παντού, εξάλλου, οι προβλέψεις επιχειρηματιών και καταναλωτών εξελίσσονται αρνητικά. Ετσι, η επαναφορά των εξισορροπητικών μηχανισμών του Κέυνς, σε περίοδο ύφεσης, φαντάζει ως η μοναδική λύση για τον περιορισμό των αναμενόμενων δεινών. Οχι, όμως, και για την Ελλάδα, που παραμένει αγκυλωμένη στις επιταγές του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ, αν και έχουν αναγκαστικά ατονήσει. Αλλά, το ακόμη πιο επικίνδυνο δείγμα που, σαφώς, περιλαμβάνεται στις πρόσφατες αυτές υπουργικές δηλώσεις, είναι η πεποίθηση ότι η χώρα μας θα αποτελέσει «νησίδα ασφαλείας», που δε θα θιγεί από την παγκόσμια ύφεση, αλλά ούτε από τις διογκούμενες συνέπειες του Γ` παγκόσμιου πολέμου, αυτού δηλαδή της τρομοκρατίας. Ετσι, ο νέος υπουργός Οικονομικών και Οικονομίας, με γνώμονα προφανώς αυτή την ουτοπία, αναφέρεται με αξιοθαύμαστη άνεση στην ανάγκη αύξησης της επιχειρηματικότητας, της ανταγωνιστικότητας, των επενδύσεων, της απασχόλησης, της έντασης της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και στη βελτίωση της συμπεριφοράς του ΧΑΑ, αλλά, ναι, και στην αναβάθμιση των εργαζομένων. Εύλογα διερωτάται κανείς με ποια, ακριβώς, μέτρα και κίνητρα, αυτό το μακροσκελές ευχολόγιο θα υλοποιηθεί, μέσα στο έντονα υφεσιακό περιβάλλον, στο οποίο έχει προστεθεί και η δικαιολογημένη ανασφάλεια από τις αδιέξοδες πολεμικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν, καθώς και ο τρόμος από τα αναμενόμενα τρομοκρατικά χτυπήματα.
Με βάση, πάντοτε, τις υπουργικές δηλώσεις, τα μέσα και κίνητρα που πρόκειται να εισαχθούν (ή, μάλλον, να επανεισαχθούν) στην ελληνική οικονομία είναι, πρώτον οι ιδιωτικοποιήσεις, με υπογράμμιση της υπόσχεσης μεγαλύτερης ταχύτητάς τους, τα κίνητρα για συγχωνεύσεις και μεγέθυνση του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων και η μεταβολή του φορολογικού συστήματος, με ακρογωνιαίο λίθο τη μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων.
***
Είναι προφανές, βέβαια, ότι οι εξαγγελίες του κ. υπουργού βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος με τις αβάσιμες πεποιθήσεις εκείνης της μερίδας πολιτών και οικονομολόγων, που εκλαμβάνουν τις ιδιωτικοποιήσεις ως πανάκεια, λησμονώντας ότι έως και τη δεκαετία του '80 επικρατούσε, γενικά, η αντίθεση ακραία άποψη. Οι ιδιωτικοποιήσεις, ωστόσο, σε θεωρητικό όσο και, πρόσφατα, εμπειρικό επίπεδο, κάθε άλλο παρά ως «πανάκεια» των οικονομικών προβλημάτων αναδεικνύονται. Και τούτο, για πάρα πολλούς λόγους, ανάμεσα και στους οποίους το ότι:
***
Η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, που υπόσχεται ακόμη σημαντικά αναπτυξιακά περιθώρια με βάση πολιτικές που θα ενίσχυαν τη ζήτηση και τις δημόσιες δαπάνες, θα επέβαλε την επίσπευση αξιοποίησης της παγκόσμιας στροφής των βασικών κατευθύνσεων της οικονομικής πολιτικής. Δυστυχώς, δεν είναι η περίπτωσή μας.
Συνεπώς, οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά δυσοίωνες. Δηλαδή, αύξηση της ανεργίας, διεύρυνση των ανισοτήτων και των κοινωνικών αποκλεισμών, κλείσιμο πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση του βαθμού μονοπωλίου της οικονομίας, συνέχιση του δράματος στο ΧΑΑ (ανεξάρτητα από τις πρόσκαιρες κερδοσκοπικές του εξάρσεις) και, βέβαια, συρρίκνωση των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, καθώς και συνέχιση απώλειας πολλαπλών ευκαιριών, για πραγματική σύγκλιση και περιορισμό των κορυφούμενων ανισοτήτων. Με λίγα λόγια, εμείς θα εξακολουθήσουμε να τιμούμε ισορροπίες υποαπασχόλησης, σε βάρος της ανάπτυξης με ταχύτερους ρυθμούς και της επίτευξης στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης.