ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Δεκέμβρη 2000
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΓΙΟΡΤΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Ακριβό, πολύ ακριβό

Από τη μια η μακροχρόνια λιτότητα και από την άλλη το «φούντωμα» της ακρίβειας, το τελευταίο διάστημα, έχουν συμβάλει σημαντικά ώστε να αυξάνεται ο αριθμός των εργαζόμενων νοικοκυριών που για να στρώσουν στοιχειωδώς το χριστουγεννιάτικο τραπέζι θα προσφύγουν στη «βοήθεια» των τοκογλυφικών «εορτοδανείων»

Από τη «Σκύλλα» της λιτότητας και τη «Χάρυβδη» της ακρίβειας θα πρέπει να περάσουν οι καταναλωτές, προκειμένου να ανταποκριθούν στα έξοδα των άκρως απαραίτητων για το φετινό γιορτινό τραπέζι. Μπορεί να φαίνεται υπερβολικό, ωστόσο, τη στιγμή που γράφονται αυτά (Πέμπτη βράδυ) κανένα από τα στοιχεία που διαθέτουμε δε συνηγορεί στην αποτροπή των απαισιόδοξων μηνυμάτων για την τελική διαμόρφωση των τιμών σε μια σειρά προϊόντα, τις ημέρες αγοραστικής αιχμής, με προεξάρχοντα πάντα τον τομέα των κρεάτων, οι τιμές των οποίων, αδικαιολόγητα, έχουν διαμορφωθεί σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα, χωρίς να παίζει κανένα ρόλο η εποχή. Βέβαια, μπορεί (και μακάρι) να διαψευστούμε, αφού μπροστά μας υπάρχει το ικανό για όλα διάστημα της μιας βδομάδας, αλλά ουδείς, από όσους μπορούν, φέρεται διατεθειμένος να κάνει κάτι για την αποκλιμάκωση των τιμών.

Η εύκολη και ανέξοδη δικαιολογία ότι για όλα φταίει το επαναπροκύψαν διατροφικό σκάνδαλο των «τρελών αγελάδων», σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί σοβαρό επιχείρημα για την άνευ προηγουμένου αύξηση της τιμής των αμνοεριφίων, των πουλερικών κλπ. Οσοι φέρουν τις ευθύνες, προεξάρχουσας της κυβέρνησης και της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης - αλλά και οι έμποροι κρεάτων - περιορίζονται να κακολογούν την ατυχία μας, με την ευχή ότι από μέρα σε μέρα η κατάσταση θα βελτιωθεί. «Υπάρχουν ελλείψεις» λένε για να δικαιολογήσουν τις αστρονομικές τιμές, δημιουργώντας το εύλογο ερώτημα «μα αφού όλα τα μαγαζιά και γεμάτα είναι», «μα ο κόσμος αποφεύγει την κατανάλωση κρέατος», πώς προέκυψε η έλλειψη;

Είναι προκλητικό σήμερα να μιλάει η κυβέρνηση για ελλείψεις, τη στιγμή που καταφανώς, καθημερινά, αποδυναμώνει την κτηνοτροφική παραγωγή της χώρας. Την περασμένη Πέμπτη, η υφυπουργός Ανάπτυξης αρμόδια για θέματα εμπορίου Μιλένα Αποστολάκη, έπειτα από συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των χονδρεμπόρων κρεάτων και των κρεοπωλών, δήλωσε ότι η πτώση, των υπερβολικά υψηλών τιμών, θα προκύψει από τις εισαγωγές εκατοντάδων τόνων αμνοεριφίων από τη Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ. Το γράφουμε με βεβαιότητα ότι οι εισαγωγές αμνοεριφίων θα χρησιμοποιηθούν από τους χονδρέμπορους για παραπέρα συρρίκνωση των τιμών που αγοράζουν αμνοερίφια από τους Ελληνες κτηνοτρόφους. Οσο για τις τιμές στη λιανική δε θα επηρεαστούν - προς τα κάτω βέβαια - το πολύ πολύ να μείνουν σταθερές στο... ύψος τους.

Κάθε χρόνο ο «Ρ» τέτοιες μέρες παρουσιάζει τις τιμές σε μια σειρά από είδη, που θεωρούνται απαραίτητα για το γιορτινό τραπέζι και για «παρελκόμενα». Το διατροφικό σκάνδαλο των «τρελών αγελάδων» που ξαναξέσπασε πριν από λίγες βδομάδες (έχουμε καταγράψει τις αιτίες) έχει αλλάξει άρδην την κατάσταση, επιτείνοντας πιεστικά την κλοπή του εισοδήματος των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Μπορεί με ελαφρά τη συνείδηση να ρίχνουμε τις ευθύνες στους φορείς της αγοράς, όμως το ζήτημα είναι αρκετά πολύπλοκο, οι ευθύνες προέρχονται πανταχόθεν. Η κυβέρνηση, όπως σε όλα τα ζητήματα που άπτονται και την οικονομική αφαίμαξη των εργαζομένων, ρίχνει το «μπαλάκι» αλλού. Επιδιώκει την εφαρμογή του «κοινωνικού αυτοματισμού», προσπαθώντας να μείνει στο απυρόβλητο.

Οι γιορτές - τουλάχιστον ακόμα - είναι και για τους φτωχούς. Ομως φέτος είναι σίγουρο ότι θα γίνουν σημαντικές περικοπές ακόμα και στο γιορτινό τραπέζι, χωρίς να μπαίνουμε στη διαδικασία να ασχοληθούμε και με αγορές άλλων, ειδών ένδυσης, υπόδησης, δώρα κλπ. Οπως επίσης είναι σίγουρο πως φέτος θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των νοικοκυριών από τα πλατιά λαϊκά στρώματα, που για να στρώσουν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με τα στοιχειώδη, θα αναγκαστούν να προσφύγουν στη «βοήθεια» των τοκογλυφικών τραπεζικών «εορτοδανείων», τα οποία αποτελούν ένα ακόμη επίτευγμα της μακροχρόνιας «γαλαζοπράσινης» οικονομικής πολιτικής λιτότητας.

Στα ύψη οι τιμές

Στα μέσα της περασμένης βδομάδας έκανε την «εμφάνισή» της στη Βαρβάκειο αγορά και η ντόπια γαλοπούλα, η οποία ξεκινάει με 2.600 δραχμές το κιλό, τη στιγμή που πέρσι, τις τελευταίες μέρες, έφτασε τις 2.200 δρχ. Οι τιμές των αμνοεριφίων στην ίδια αγορά κυμαίνονταν μεταξύ των 2.400 και 3.000 δραχμών το κιλό, ενώ οι τιμές στα γουρουνόπουλα κινούνται από 1.700 έως 2.200 δραχμές το κιλό. Το μοσχάρι πωλείται στις 2.500 δραχμές το κιλό, τα κοκόρια από 1.000 έως 1.300 δραχμές, οι κατεψυγμένες γαλοπούλες Βραζιλίας και Γαλλίας στις 1.150 δραχμές το κιλό, ενώ οι χοιρινές μπριζόλες κυμαίνονται από 1.200 έως 1.400 δραχμές το κιλό. Αξιοσημείωτα υψηλή είναι και η τιμή του κουνελιού, το οποίο έχει φτάσει στις 3.000 δραχμές το κιλό!

Αρκετά πιο «τσουχτερές» είναι οι τιμές στα συνοικιακά κρεοπωλεία, όπου τα αμνοερίφια πωλούνται (στα περισσότερα κρεοπωλεία) γύρω στις 3.700 δραχμές το κιλό χωρίς το κεφάλι και τη συκωταριά, ενώ με κεφάλι και συκωταριά πωλούνται περίπου στις 3.100 δραχμές το κιλό.

Ο διαχωρισμός στην τιμή γίνεται για τον εξής λόγο: Μέχρι πρότινος, οι καταναλωτές άφοβα αγόραζαν τις συκωταριές και τα κεφαλάκια από τα αμνοερίφια γάλακτος. Ωστόσο, μετά την πρόσφατη απαγόρευση της κατανάλωσης της σπλήνας από όλα τα αμνοερίφια, ανεξαρτήτου ηλικίας, και του κεφαλιού από τα ζώα που έχουν συμπληρώσει 12 μήνες ζωής, οι καταναλωτές είναι επιφυλακτικοί στο να καταναλώνουν συκωταριές και κεφαλάκια. Οι κρεοπώλες, όμως, με το αιτιολογικό ότι πληρώνουν στον παραγωγό και τα κεφαλάκια και τις συκωταριές, επιβαρύνουν τις λιανικές τιμές με 600 δραχμές το κιλό, όταν ο πελάτης δε θέλει τη συκωταριά και το κεφάλι.

Πάντως, αν θέλετε να φάτε... αγριογούρουνο, ελάφι, φασιανό, λαγό (όλα κατεψυγμένα), οι τιμές στη Βαρβάκειο έχουν ως εξής: Αγριογούρουνο και ελάφι κατεψυγμένα Γερμανίας 4.500 δραχμές το κιλό. Λαγός κατεψυγμένος Γερμανίας 3.500 δραχμές, ενώ ο κατεψυγμένος φασιανός Ιταλίας 3.500 δραχμές το κιλό. Καθώς όμως οι τιμές από κρεοπωλείο σε κρεοπωλείο διαφέρουν, καλό είναι να κάνουμε τσεκάρισμα των τιμών και μην ψωνίζουμε από όποιο κρεοπωλείο βρούμε μπροστά μας.

Επειδή το γιορτινό τραπέζι δεν επιβαρύνεται μόνο από το κρέας που θα καταναλώσουμε, ας δούμε και μια σειρά από άλλα προϊόντα, καθημερινής ή μη χρήσης, πλην όμως, ας πούμε, απαραίτητων για το τραπέζι.

Ας πάμε πρώτα στα νηστίσιμα - για όσους νηστεύουν- που θα καταναλωθούν αυτή την εβδομάδα. Ετσι λοιπόν μπορούμε να βρούμε: χταπόδι κατεψυγμένο από 2.100 δραχμές το κιλό. Καλαμάρια φρέσκα από 1.500 έως 4.000 δραχμές το κιλό. Σουπιές φρέσκες από 1.800 δραχμές το κιλό. Γαρίδες μικρές από 1.000 δραχμές το κιλό. Οι ελιές - ανάλογα με την ποιότητα - κυμαίνονται από 600 έως 1.700 δραχμές το κιλό. Οσο για το γνήσιο ταραμά, αυτός πωλείται από τις 3.450 δραχμές το κιλό και πάνω, ενώ η απομίμησή του ξεκινάει από 700 δραχμές. Ο χαλβάς ξεκινάει από τις 1.000 και φτάνει στις 1.900 δραχμές το κιλό. Το τουρσιά ξεκινάνε από 350 έως 510 δραχμές το κιλό. Αυτές οι τιμές είναι ενδεικτικές. Μπορείτε να βρείτε και χαμηλότερες αν ψάξετε.

Στα οπωροκηπευτικά οι τιμές - ως αυτή τη στιγμή - δεν παρουσιάζουν αξιόλογες αυξήσεις και γενικώς μπορούν να χαρακτηριστούν προσιτές. Βρήκαμε λοιπόν μαρούλια από 150 έως 180 δραχμές το τεμάχιο, ντομάτες από 180 - 300 δραχμές το κιλό, αγγούρια από 100 δραχμές έως 125 δραχμές το ένα. Τα τρυφερά αγγουράκια Κρήτης πωλούνται έναντι 300 δραχμών το κιλό. Από εκεί και πέρα μπορείτε να βρείτε κρεμμυδάκια χλωρά από 300 δραχμές το κιλό, ενώ τα ξερά κρεμμύδια κυμαίνονται γύρω στις 200. Το σπανάκι επίσης 300 δραχμές το κιλό, τα λεμόνια από 200, οι πατάτες από 160 δραχμές, μελιτζάνες από 300 έως 450 δραχμές το κιλό, τα κολοκυθάκια 800 δραχμές. Τα πορτοκάλια πωλούνται από 200 δραχμές, τα μήλα - ανάλογα με την ποιότητα - από 100 έως 300 δραχμές, τα ακτινίδια 400 δραχμές, τα λάχανα από 100 δραχμές το κιλό, το κουνουπίδι από 150 δραχμές το κιλό, τα αχλάδια από 100 - 150, τα μανταρίνια από 200 κ.ο.κ.

Σε ό,τι αφορά τα οινοπνευματώδη ποτά αυτά και αν... κυμαίνονται, αφού το ουίσκι μπορούμε να το βρούμε από τα δύο χιλιάρικα έως τις 8.000 δραχμές. Ωστόσο, ένα «αξιοπρεπές» μπουκάλι ουίσκι μπορούμε να το αγοράσουμε από τις 3.300 έως τις 4.000 δραχμές. Από εκεί και πέρα αν αποφασίσετε να κάνετε κάποια επίσκεψη και να αγοράσατε ένα «καλό» ουίσκι, να υπολογίζετε από 5.000 έως 7.500 δραχμές. Το εύρος της τιμής της βότκας είναι βέβαια μικρότερο και μπορείτε να βρείτε από 2.700 έως 4.150 δραχμές το μπουκάλι. Τα κρασιά, αναλόγως τι θα πάρετε, όμως οι βασικές κυρίαρχες τιμές των εμφιαλωμένων κινούνται από τις 800 δραχμές έως τις 4.000 δραχμές το μπουκάλι. Πάντως υπάρχει και το χύμα, όπου πολλές φορές η ποιότητά του είναι αρκετά καλύτερη από πολλά εμφιαλωμένα. Μπίρες μπουκάλι των 500ml μπορούμε να βρούμε από 150 δραχμές μέχρι και 270 δραχμές (εννοούμε τις γνωστές). Ακριβότερα στοιχίζουν στο κουτί του ιδίου περιεχομένου, που ξεκινούν από τις 245 δραχμές. Τα αναψυκτικά, τα περισσότερα, στη συσκευασία των 1,5ml ξεκινούν από 370 δραχμές, ενώ τα κουτιά των 330ml ξεκινούν από τις 128 δραχμές. Υπάρχουν και συσκευασίες των 6 κουτιών που στοιχίζουν 690 δραχμές κλπ.

Εμείς οφείλουμε να επαναλάβουμε ότι πρέπει να κάνουμε σύγκριση τιμών σε όλα τα είδη. Μπορεί να χάνουμε λίγο από το χρόνο μας, αλλά είναι βέβαιο ότι θα κερδίσουμε σε χρήμα. Σε λίγα είδη οι τιμές είναι παντού οι ίδιες. Τις περισσότερες φορές - αν όχι σε όλες - όταν ψάχνουμε βγαίνουμε πάντα κερδισμένοι.


Ζ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ