ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Γενάρη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ
Ο τζίρος αφορά όλο και λιγότερους

Με τα πιο μελανά χρώματα σκιαγραφούνται η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στην αγορά και οι εξελίξεις όπως έχουν δρομολογηθεί για τα αμέσως επόμενα. Οι έμποροι, κυρίως οι αυτοαπασχολούμενοι και εκείνοι που απασχολούν 2-3 άτομα προσωπικό, στενάζουν καθημερινά κάτω από την κατακόρυφη πτώση του τζίρου και την αύξηση των οικονομικών τους υποχρεώσεων. Την ίδια στιγμή, ελέω «ελεύθερης αγοράς», η ανελέητη επίθεση που δέχονται από τα μεγαλοκαταστήματα και τις πολυεθνικές παίρνει όλο και πιο άγριες μορφές. Κάτι απολύτως λογικό, αφού η λογική της ενίσχυσης των εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου είναι η πεμπτουσία της εφαρμοζόμενης πολιτικής και της κάθε κυβέρνησης, που όλα αυτά τα χρόνια σπεύδει να ικανοποιήσει κάθε νέα αξίωση του μεγάλου εμπορικού κεφαλαίου. Το σύνολο των μέτρων και των πολιτικών δημιουργούν και οξύνουν τα προβλήματα των μικρών και αυτοαπασχολούμενων εμπόρων, αφού σε κάθε περίπτωση στόχο έχουν την ενίσχυση των μονοπωλίων και τη διευκόλυνση της δράσης τους για την επικράτησή τους στην αγορά.

Χωρίς να σημαίνει ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90 τα μικρά καταστήματα ανθούσαν, πάντως, μπορεί κανείς να δει ότι το βάθεμα της κρίσης, που ακόμα και οι θιασώτες της «ελεύθερης αγοράς» δεν μπορούν παρά να κρύψουν, συντελέστηκε μέσα σ' αυτή τη δεκαετία και δημιουργήθηκαν πρόσθετες προϋποθέσεις για το βίαιο ξερίζωμα εκατοντάδων χιλιάδων μικρών εμπορικών επιχειρήσεων. Κι αυτό έχει να κάνει με τις γενικότερες αναδιαρθρώσεις που συντελέστηκαν την προηγούμενη δεκαετία. Με τη συνολική οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε την περίοδο είτε από τις κυβερνήσεις της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ σε αγαστή συνεργασία με την ΕΕ. Και οι αναδιαρθρώσεις εδώ συνδυάστηκαν με την απελευθέρωση των τιμών στην αγορά και του τραπεζικού συστήματος. Την πλήρη απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων και άρα της δυνατότητας των πολυεθνικών που αποκομίζουν κέρδη από τη χώρα να τα εξάγουν στο εξωτερικό. Τις αλλαγές στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και την αλματώδη αύξηση των εισαγωγών. Τα αλλεπάλληλα φορολογικά μέτρα και τη συνεχή φοροαφαίμαξη των αυτοαπασχολούμενων εμπόρων. Τις ανατροπές στο ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων και την απελευθέρωση της επαγγελματικής στέγης. Αυτά και άλλα μέτρα που πάρθηκαν στην κατεύθυνση της όξυνσης τού έτσι κι αλλιώς άγριου ανταγωνισμού που ασκεί το μεγάλο κεφάλαιο και της ενίσχυσης της ασυδοσίας του. Μέτρα που διευκόλυναν τη συγκέντρωση τζίρου στα χέρια των μεγάλων μονάδων του λιανεμπορίου και τους έδωσε τη δυνατότητα να επεκταθούν και παράλληλα ενίσχυσαν την επέλαση των πολυεθνικών του χώρου. Ακολούθησε το κύμα συγχωνεύσεων και εξαγορών που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη προς την κατεύθυνση της συγκέντρωσης κεφαλαίων σε όλο και λιγότερα χέρια στο λιανεμπόριο.

Βαθιά κρίση

Η βαθιά κρίση που αντιμετωπίζουν οι εκατοντάδες χιλιάδες μικρών εμπορικών καταστημάτων εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Πρώτα και κύρια με την πτώση του τζίρου τους, λόγω της εισοδηματικής πολιτικής λιτότητας μειώνεται η αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων και συνταξιούχων καταναλωτών και εξαιτίας της εισβολής των μεγάλων καταστημάτων που με διάφορες μεθόδους - συχνά παραπλανητικές για τους καταναλωτές - καταφέρνουν να καρπώνονται όλο και μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής κατανάλωσης. Είναι αποκαλυπτικό ότι μόνο τη διετία 1998-99 το 47% του τζίρου της αγοράς το καρπώθηκε το 1,4% των εμπορικών επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή, η ραγδαία επέκταση των μεγαλοεπιχειρήσεων και των πολυεθνικών αλυσίδων στην περιφέρεια, αλλά και στις γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων κάνει εφιαλτική την επιβίωση των μικρών συνοικιακών καταστημάτων και των μαγαζιών της περιφέρειας. Και, βέβαια, πρέπει να σημειωθεί πως και το γεγονός ότι ταυτόχρονα με το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων, υπάρχουν άλλες ίσως και περισσότερες που ανοίγουν, όχι μόνο δεν αναιρεί την ύπαρξη της κρίσης, αλλά αποτελεί μια έντονη κινητικότητα που είναι αποτέλεσμα της κρίσης. Αλλωστε, πολλές από τις επιχειρήσεις που εμφανίζονται να ανοίγουν είναι εμπορικά καταστήματα που αλλάζουν δραστηριότητα στην προσπάθεια των μικρών εμπόρων να διατηρήσουν ένα εισόδημα. Εξάλλου, οι μισές από τις επιχειρήσεις που ανοίγουν δεν κατορθώνουν να επιβιώσουν περισσότερο από ένα χρόνο. Είναι αποκαλυπτικά, δε, τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τα οποία στην επταετία 1991-1997 στο σύνολο των επιχειρήσεων άνοιξαν 653.003 και έκλεισαν 401.687.

Οι επιπτώσεις του ...«ανοίγματος» της αγοράς άγγιξαν πρώτα και πιο έντονα τις επιχειρήσεις των ειδών διατροφής, εκεί που καταναλώνεται σημαντικό μέρος της κατανάλωσης των λαϊκών νοικοκυριών. Τα μπακάλικα που κατάφεραν να επιβιώσουν είναι απλώς εκείνα που χρειάζονται για να επιβεβαιώσουν, ως εξαίρεση, τον κανόνα, ότι αποτελούν... παραδοσιακή εικόνα άλλων εποχών που ανήκουν στην ιστορία. Στην πορεία, η κατάσταση αυτή επεκτάθηκε στη συντριπτική πλειοψηφία των εμπορικών καταστημάτων, αφού πλέον τα σούπερ μάρκετ πουλάνε από ρύζι μέχρι είδη ένδυσης και υπόδησης και ηλεκτρικές συσκευές και είδη οικιακού εξοπλισμού. Τα καταστήματα, δε, που καταφέρνουν να φυτοζωούν είναι απλώς εκείνα που δραστηριοποιούνται σε χώρους που ακόμα δεν ενδιαφέρονται να διεισδύσουν. Είναι βέβαιο ότι όταν το αποφασίσουν, με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγηθούν και αυτά τα μαγαζιά σε περιθωριοποίηση και τελικά στο κλείσιμο.

Μια άλλη πτυχή της κρίσης, που αντιμετωπίζουν οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις και αξίζει να αναφερθεί, σχετίζεται με τη ραγδαία ανάπτυξη του franchising. Της επικράτησης δηλαδή κάποιας εμπορικής επιχείρησης με τη μέθοδο της «ενοικίασης» της φίρμας της. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα νόμισμα με δύο όψεις. Από τη μια αποτυπώνεται το χτύπημα των μεμονωμένων εμπορικών επιχειρήσεων με τη δημιουργία αλυσίδας από την εταιρία που επεκτείνεται με τη μέθοδο αυτή. Από την άλλη βρίσκεται η εκμετάλλευση των ίδιων των εμπόρων που κάνουν σύμβαση franchising, οι οποίοι αναλαμβάνοντας μια σειρά από δεσμεύσεις απέναντι στη μητρική εταιρία, αυτομάτως χάνουν μέρος του ποσοστού κέρδους που θα είχαν για ομοειδή προϊόντα σαν αυτόνομη επιχείρηση.

Σε όλο και λιγότερα χέρια

Η κατάσταση αυτή ένα είναι βέβαιο: Οτι δεν πρόκειται να αλλάξει με τον εφησυχασμό και το μοιρολατρικό συμβιβασμό στη λογική ότι όλα είναι τετελεσμένα. Μ' αυτή τη λογική, του σφάξε μ' αγά μου ν' αγιάσω, οι έμποροι, αλλά και όλοι οι μικροί και αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες και βιοτέχνες απλώς περιμένουν να χτυπήσει και τη δική τους πόρτα η ανεργία που τους επιφυλάσσει αυτή η κοινωνία. Μιλώντας στο «Ρ» ο Αλέκος Σπύρου, μέλος του ΔΣ της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), εκπρόσωπος της «Αγωνιστικής Συνεργασίας Εμπόρων», δήλωσε: «Αν και ξεκίνησαν οι εκπτώσεις, η αγορά είναι στάσιμη. Αποκαλύπτεται σ' όλο το μεγαλείο της η προπαγάνδα για την οικονομία της αγοράς, ότι θα φέρει πλούτη, ότι οι έμποροι θα φάνε με χρυσά κουτάλια, ήταν κάλπικη και οι συνάδελφοι που πίστεψαν σ' αυτή έτρεφαν φρούδες ελπίδες. Η αγορά συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, σε λίγα πολυκαταστήματα και λίγες πολυεθνικές αλυσίδες. Οι συνάδελφοι βρίσκονται σε απόγνωση, δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε βασικές λειτουργικές ανάγκες και στη φοροεισπρακτική τακτική της κυβέρνησης, με τελευταίο χτύπημα τις ρυθμίσεις για την εξαετία 1993-98. Ολο και περισσότεροι συνάδελφοι συνειδητοποιούν ότι οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην περιθωριοποίηση και στην ανεργία. Δε βλέπουν φως στο τούνελ. Και αυτό που κυριαρχεί στις συζητήσεις που κάνουμε με τους συναδέλφους είναι αν μπορούμε να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση. Σαν "Αγωνιστική Συνεργασία Εμπόρων" πιστεύουμε ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Αυτό προϋποθέτει αναβάθμιση στο περιεχόμενο και στη λειτουργία των ίδιων των πρωτοβάθμιων σωματείων. Να αλλάξει ο προσανατολισμός των αιτημάτων. Τα αιτήματα να έρχονται σε ρήξη συνολικά με την εφαρμοζόμενη πολιτική. Μόνο σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορούμε να έχουμε αποτελέσματα. Μόνο διεκδικώντας μια πολιτική που θα έχει ως άξονες τον ίδιο τον άνθρωπο, τον περιορισμό της ασύδοτης δράσης των πολυεθνικών και των μεγαλοεπιχειρήσεων, την επιβολή της κοινωνικοποίησης γενικότερα, την εφαρμογή περιφερειακών κλαδικών και διακλαδικών πολιτικών, τη στήριξη της εθελοντικής συνένωσης και συνεταιριστικοποίησης των μικρών ΕΒΕ, την ενίσχυση των λαϊκών εισοδημάτων, μπορούμε να ελπίζουμε σε καλύτερο μέλλον».


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ