2ο Μέρος: Η περίοδος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. Ο καθολικισμός, δόγμα της διοίκησης και των ευγενών στις λατινοκρατούμενες χώρες
Ωστόσο, η πολιτική των Λατίνων ηγεμόνων δεν είναι παντού η ίδια. Ενα άλλο, πολύ βασικό χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής - θρησκευτικής πολιτικής αυτής της πολύ μακράς περιόδου, είναι η «υπόγεια» (κάποτε και φανερή) σύγκρουση ανάμεσα στους Βενετούς και τον εκάστοτε πάπα. Στις περιοχές του ελλαδικού χώρου που πέρασαν στην κυριαρχία των Φράγκων ηγεμόνων, η εκκλησιαστική πολιτική χαρασσόταν από τη Ρώμη και είχε ως βασικό της στοιχείο την προσπάθεια αφομοίωσης των ελληνόφωνων - ορθόδοξων πληθυσμών στο δυτικό δόγμα. Ο πάπας επέβαλε την αλλαγή της δομής της Εκκλησίας και την αντικατάσταση των ορθόδοξων αρχιερέων και επισκόπων με κληρικούς. Σε αυτά τα πλαίσια, κινούνταν και η εγκατάσταση Λατίνου πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη: Πάντως, ο πρώτος (ο Θωμάς Μοροζίνι), ως Βενετός, δεν ήταν ακριβώς υποχείριος της Ρώμης.
Οταν, λοιπόν, η Βενετία έγινε μια ισχυρή πόλη, μια δύναμη που κυριαρχούσε με τη ναυτιλία της στην ανατολική Μεσόγειο και έλεγχε τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής, θέλησε να διαρρήξει τις σχέσεις της και με τις δύο «μητέρες» της: Το Βυζάντιο και τη Ρώμη. Εχουμε ήδη αναφέρει πώς έγινε η ρήξη με το Βυζάντιο. Η αντιπαλότητα με τη Ρώμη πήρε άλλες μορφές: Στον πιο βαθύ Μεσαίωνα, έπρεπε να επινοηθεί μια θεϊκή προστασία για την πόλη, αντίστοιχη (ίσως και εξ ίσου ισχυρή) με εκείνη που παρείχε στη Ρώμη ο Απόστολος Πέτρος. Ενα ανώνυμο σώμα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου εκλάπη από Βενετούς εμπόρους, ονομάστηκε σκήνωμα του Ευαγγελιστή Μάρκου, μεταφέρθηκε (μαζί με ένα σωρό επινοημένους θρύλους) στη Βενετία και χρίστηκε προστάτης της πόλης. Πάνω στο σώμα αυτό, οικοδομήθηκε και η περίφημη (βυζαντινού ρυθμού) Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
Στο ήθος και τη συμπεριφορά της Βενετίας απέναντι στην Αγία Εδρα, αλλά και απέναντι, γενικά, σε ζητήματα θρησκευτικότητας, βλέπουμε ήδη πρώιμα φανερώματα μιας αστικής αντίληψης για τη ζωή και τα πράγματα: Δεν υπάρχει η τυφλή πίστη του μεσαιωνικού ανθρώπου στις υπερκόσμιες δυνάμεις, που ρυθμίζουν τη ζωή του, ούτε η τυφλή υποταγή στον υπέρτατο επί γης φεουδάρχη, που είναι, για το δυτικό κόσμο, ο πάπας. Βλέπουμε, αντίθετα, την πραγματιστική αντίληψη και συμπεριφορά του αστού απέναντι στα γεγονότα και τις καταστάσεις, την πονηριά του, την ευστροφία του, τη χαλαρή του ηθική, μπροστά στη διασφάλιση των συμφερόντων του. Η ίδια αυτή πραγματιστική αντίληψη βρήκε την αποτύπωσή της και στη θρησκευτική πολιτική των Βενετών στις ελλαδικές χώρες που κατείχαν.
Ετσι, τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης, η βενετική διοίκηση δεν επέβαλε καθεστώς προσηλυτισμού στους ορθόδοξους πληθυσμούς. Ευνόησε, βέβαια, τον καθολικό κλήρο, αποδίδοντάς του την κτηματική περιουσία του ορθόδοξου. Στα Ιόνια Νησιά όμως, ήδη από το 16ο αιώνα, στα πλαίσια μιας συνολικής «αποφεουδαρχοποίησης» της κοινωνίας, οι κλήροι αποδίδονται στους παλαιούς κατόχους τους - ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια.
Διώξεις ιερέων από τους Βενετούς υπάρχουν μόνο στην Κρήτη, κι αυτό λόγω της συμμετοχής του ορθόδοξου κλήρου στις συχνές αντιβενετικές εξεγέρσεις στο νησί. Επίσης, δεν απαγορεύτηκαν λατρευτικές εκδηλώσεις, εκτός από τη χειροτονία ιερέων και την ανάδειξη επισκόπων σε ορισμένες τουλάχιστον περιοχές (Κρήτη, Κέρκυρα). Από την άλλη, το γεγονός ότι οι ορθόδοξοι με τους καθολικούς συνεόρταζαν ορισμένες θρησκευτικές τελετές (π.χ. τη γιορτή του προστάτη της Βενετίας, Ευαγγελιστή Μάρκου, στις 25 Απριλίου) άφησε αρκετές ιδιαιτερότητες στο τελετουργικό τυπικό και στην αρχιτεκτονική των ορθόδοξων εκκλησιών στα Ιόνια Νησιά (π.χ. καμπαναριά ξεχωριστά από το κυρίως κτίσμα του ναού). Μετά τη Σύνοδο του Τρέντο (1534 - 1565), με την οποία ξεκινά η επιθετική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στο νέο δόγμα των διαμαρτυρομένων, εντείνεται η καθολική προπαγάνδα και στο βενετοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Η ενεργητική αυτή διείσδυση, που έχει ως φορείς της τα μοναστικά τάγματα των καθολικών, δε συναντά, ωστόσο, καμία εύνοια από την πλευρά της βενετικής διοίκησης. Ετσι, δε φαίνεται να έχει, τελικά, σοβαρή επίδραση στους κατοίκους των περιοχών όπου ασκείται, με εξαίρεση, ίσως, την περίπτωση της Σύρου, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.
Σ' αυτό το γενικό σχήμα υπάρχει και μία χτυπητή εξαίρεση: Το παράδειγμα της Σύρου, της οποίας οι κάτοικοι ασπάστηκαν στο σύνολό τους το λατινικό δόγμα και το λατινικό τυπικό. Ο καθολικισμός στη Σύρο, αντίθετα από αλλού, ήταν - και είναι - πληβειακής προέλευσης και περιεχομένου.
Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η εικόνα των σχέσεων ανάμεσα στην Καθολική και στην Ορθόδοξη Εκκλησία (οι όροι έχουν πλέον καθιερωθεί, μετά το Σχίσμα της ενιαίας Εκκλησίας, ταυτόχρονα «καθολικής» και «ορθόδοξης») στις περιοχές όπου η Καθολική Εκκλησία αντιπροσώπευε το δόγμα των επικυριάρχων. Ωστόσο, η πολιτική αποτύπωση της σύγκρουσης ανάμεσα στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης (και, πίσω από αυτό, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα) και την Αγία Εδρα, πήρε ποικίλες μορφές, τόσο στο μεσοδιάστημα των αλώσεων, όσο και κατά τη μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών κεφαλών του χριστιανικού κόσμου κινούνταν από την προσέγγιση ως την πλήρη άρνηση και αποτέλεσαν το υπόβαθρο για τη δημιουργία δυο μεγάλων πολιτικών μερίδων στο όψιμο Βυζάντιο: Τους Ενωτικούς και τους Ανθενωτικούς. Σε αυτό όμως το ζήτημα, θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.
Σημειώσεις
1. Η λατινοκρατία στον ελλαδικό χώρο διήρκεσε, στην πραγματικότητα, περισσότερο από την οθωμανική κυριαρχία, με την οποία και συνυπήρξε, για σημαντικό χρονικό διάστημα: Από το 1204 μέχρι το 1797, όταν οι Βενετοί, με την κατάλυση του κράτους τους από τον Ναπολέοντα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα Ιόνια Νησιά, τελευταία κτήση τους στην Ανατολή. Η Κρήτη, από την άλλη, έμεινε υπό βενετική κυριαρχία σχεδόν μισή χιλιετία: Από το 1210 περίπου μέχρι το 1669. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε εδώ τη διαφορά ανάμεσα στη μακραίωνη βενετική κυριαρχία και τη βραχύβια φραγκική (στην ουσία καταλύεται με την επανακατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1261, παρόλο που ορισμένα φραγκικά κρατίδια επιβιώνουν και πέρα απ' αυτήν).
2. Παρ' όλα αυτά, ανάμεσα στα δόγματα δεν υπήρχαν στεγανά: Γίνονταν αρκετοί μεικτοί γάμοι Λατίνων και Ορθοδόξων, ενώ, αρκετές καθολικές οικογένειες ασπάστηκαν το ορθόδοξο δόγμα.