ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Μάη 2001
Σελ. /32
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ
Τα αίτια και τα αποτελέσματα μιας χιλιόχρονης σύγκρουσης

2ο Μέρος: Η περίοδος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. Ο καθολικισμός, δόγμα της διοίκησης και των ευγενών στις λατινοκρατούμενες χώρες

Αναφερθήκαμε, στο προηγούμενο σημείωμά μας, στις σχέσεις της ανατολικής Εκκλησίας με τη δυτική μέχρι το 1204, καθώς και στις πραγματικές, πολιτικές και κοινωνικές, συγκρούσεις που αυτές αποτύπωναν. Είδαμε τα κομβικά χρονικά σημεία για την επιδείνωση των σχέσεων των δύο Εκκλησιών, ήταν το 1054 (η χρονιά του οριστικού Σχίσματος) και το 1204, όταν οι Σταυροφόροι της Δ` Σταυροφορίας «λοξοδρόμησαν» και, αντί για την Ιερουσαλήμ, βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, την οποία και λεηλάτησαν άγρια. Ωστόσο, παρόλο που εμπνευστής και οργανωτής της Σταυροφορίας ήταν ο πάπας Ιννοκέντιος ο Γ`, στην πραγματικότητα, υπεύθυνοι ήταν οι Βενετοί. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε το εξής: Από το τέλος της προηγούμενης χιλιετίας (10ος αιώνας), στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν ισχυρές οικονομικά κοινότητες Γενουατών και Βενετών: Από το 996, τα ειδικά εμπορικά προνόμια, που αυτοί απολάμβαναν, τους κατέστησαν ιδιαίτερα αντιπαθείς στον ελληνόφωνο πληθυσμό της Πόλης, που ακολουθούσε το ανατολικό δόγμα. Αποτέλεσμα αυτής της δύσκολης συμβίωσης, υπήρξαν πολλές επιθέσεις εναντίον της γενουατικής και βενετικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, που οδήγησαν ακόμα και σε εμπρησμούς και σε σφαγές των Λατίνων. Οι σταυροφόροι χρησιμοποίησαν αυτό το ιστορικό προηγούμενο, για να «αιτιολογήσουν» τις αναμφισβήτητες αγριότητές τους.

Είναι προφανές ότι η λατινική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου κάθε άλλο παρά εξομάλυνε τις σχέσεις ανάμεσα στον κλήρο και τους πιστούς των δύο δογμάτων. Αυτήν την πολύ μακρά περίοδο,1 στις λατινοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου διαμορφώθηκε ένα σχήμα, το οποίο, παρά τις κατά τόπους παραλλαγές του και την εξέλιξή του στο χρόνο, παραμένει, ωστόσο, σταθερό στις βασικές του δομές. Η βασική παράμετρος αυτού του σχήματος είναι η ακόλουθη: Το δυτικό - λατινικό δόγμα είναι το δόγμα της επικυρίαρχης πολιτικής δύναμης, το δόγμα της διοίκησης και της ανώτερης κοινωνικής τάξης, της τάξης των φεουδαρχών (να μην ξεχνάμε εδώ τη βαρύνουσα σημασία της φραγκικής κατάκτησης για την ταχύτερη φεουδαρχοποίηση του ελλαδικού χώρου). Οι πιστοί του ανατολικού δόγματος ήσαν οι υποτελείς, οι πληβείοι, οι πάροικοι ή ακόμα και οι μικροί, «ξεπεσμένοι» αριστοκράτες και μικροφεουδάρχες (εκτός από την περίπτωση της Κρήτης, όπου οι ντόπιοι άρχοντες ενσωματώθηκαν στην άρχουσα τάξη και, αργότερα, αρκετές ευγενείς οικογένειες της Κέρκυρας, ελληνόφωνες και ορθόδοξες). Ετσι λοιπόν, η οξεία αντιπάθεια ανάμεσα στα δύο δόγματα είχε ένα ισχυρό ταξικό και κοινωνικό υπόβαθρο, ενώ, από μια άλλη πλευρά, η συσπείρωση του ορθόδοξου στοιχείου γύρω από το δόγμα του λειτούργησε ως τρόπος αντίστασης απέναντι στους κατακτητές και ως προοικονομία για την - πολύ μεταγενέστερη πάντως - διαμόρφωση εθνικής συνείδησης σε αυτούς τους πληθυσμούς2.

Ωστόσο, η πολιτική των Λατίνων ηγεμόνων δεν είναι παντού η ίδια. Ενα άλλο, πολύ βασικό χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής - θρησκευτικής πολιτικής αυτής της πολύ μακράς περιόδου, είναι η «υπόγεια» (κάποτε και φανερή) σύγκρουση ανάμεσα στους Βενετούς και τον εκάστοτε πάπα. Στις περιοχές του ελλαδικού χώρου που πέρασαν στην κυριαρχία των Φράγκων ηγεμόνων, η εκκλησιαστική πολιτική χαρασσόταν από τη Ρώμη και είχε ως βασικό της στοιχείο την προσπάθεια αφομοίωσης των ελληνόφωνων - ορθόδοξων πληθυσμών στο δυτικό δόγμα. Ο πάπας επέβαλε την αλλαγή της δομής της Εκκλησίας και την αντικατάσταση των ορθόδοξων αρχιερέων και επισκόπων με κληρικούς. Σε αυτά τα πλαίσια, κινούνταν και η εγκατάσταση Λατίνου πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη: Πάντως, ο πρώτος (ο Θωμάς Μοροζίνι), ως Βενετός, δεν ήταν ακριβώς υποχείριος της Ρώμης.

Η εκκλησιαστική πολιτική της Βενετίας ήταν αρκετά διαφορετική: Η πόλη είχε παραδοσιακά στενούς δεσμούς με το βυζαντινό κόσμο και, σε όλη τη διάρκεια των μέσων χρόνων, αποτελούσε ένα είδος κρίκου, που συνέδεε τη βυζαντινή Ανατολή με τη λατινική Δύση. Η ισχυροποίηση της αστικής τάξης της πόλης οδήγησε στη διαμόρφωση ενός ιδιότυπου πολιτικού μορφώματος, ενός κράτους μεσαιωνικού τύπου, που, όμως, οι λειτουργίες του είχαν και στοιχεία από το κράτος που αντιστοιχεί στο επόμενο κοινωνικό σύστημα. Αυτή ήταν η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, στηριγμένη στους εμπόρους και τους εφοπλιστές της, που εξέλεγε τον ηγέτη της με ένα πολύπλοκο σύστημα ψηφοφορίας και στην οποία, όχι συχνή περίπτωση στο μεσαιωνικό κόσμο, η ευγένεια ως ταξική ιδιότητα δε συναρτόνταν με την κατοχή της γης.

Οταν, λοιπόν, η Βενετία έγινε μια ισχυρή πόλη, μια δύναμη που κυριαρχούσε με τη ναυτιλία της στην ανατολική Μεσόγειο και έλεγχε τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής, θέλησε να διαρρήξει τις σχέσεις της και με τις δύο «μητέρες» της: Το Βυζάντιο και τη Ρώμη. Εχουμε ήδη αναφέρει πώς έγινε η ρήξη με το Βυζάντιο. Η αντιπαλότητα με τη Ρώμη πήρε άλλες μορφές: Στον πιο βαθύ Μεσαίωνα, έπρεπε να επινοηθεί μια θεϊκή προστασία για την πόλη, αντίστοιχη (ίσως και εξ ίσου ισχυρή) με εκείνη που παρείχε στη Ρώμη ο Απόστολος Πέτρος. Ενα ανώνυμο σώμα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου εκλάπη από Βενετούς εμπόρους, ονομάστηκε σκήνωμα του Ευαγγελιστή Μάρκου, μεταφέρθηκε (μαζί με ένα σωρό επινοημένους θρύλους) στη Βενετία και χρίστηκε προστάτης της πόλης. Πάνω στο σώμα αυτό, οικοδομήθηκε και η περίφημη (βυζαντινού ρυθμού) Βασιλική του Αγίου Μάρκου.

Στο ήθος και τη συμπεριφορά της Βενετίας απέναντι στην Αγία Εδρα, αλλά και απέναντι, γενικά, σε ζητήματα θρησκευτικότητας, βλέπουμε ήδη πρώιμα φανερώματα μιας αστικής αντίληψης για τη ζωή και τα πράγματα: Δεν υπάρχει η τυφλή πίστη του μεσαιωνικού ανθρώπου στις υπερκόσμιες δυνάμεις, που ρυθμίζουν τη ζωή του, ούτε η τυφλή υποταγή στον υπέρτατο επί γης φεουδάρχη, που είναι, για το δυτικό κόσμο, ο πάπας. Βλέπουμε, αντίθετα, την πραγματιστική αντίληψη και συμπεριφορά του αστού απέναντι στα γεγονότα και τις καταστάσεις, την πονηριά του, την ευστροφία του, τη χαλαρή του ηθική, μπροστά στη διασφάλιση των συμφερόντων του. Η ίδια αυτή πραγματιστική αντίληψη βρήκε την αποτύπωσή της και στη θρησκευτική πολιτική των Βενετών στις ελλαδικές χώρες που κατείχαν.

Η πολιτική αυτή υπήρξε αντιφατική, αλλά, εν γένει, ήπια. Η Βενετία, στις περιοχές που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της, δεν ήθελε να δυσαρεστήσει το «δικό της» καθολικό κλήρο, ούτε, όμως, να έρθει σε οριστική ρήξη με τη Ρώμη. Δεν ήθελε, όμως, ούτε να διευκολύνει την καθολική προπαγάνδα, ώστε να μη δημιουργήσει ερείσματα στην πολιτική και στη διείσδυση του Βατικανού. Επίσης, η Βενετία ήθελε με κάθε τρόπο να αποφύγει πιθανές εξεγέρσεις εναντίον της, εξεγέρσεις που θα «ντύνονταν» με ένα θρησκευτικό μανδύα.

Ετσι, τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης, η βενετική διοίκηση δεν επέβαλε καθεστώς προσηλυτισμού στους ορθόδοξους πληθυσμούς. Ευνόησε, βέβαια, τον καθολικό κλήρο, αποδίδοντάς του την κτηματική περιουσία του ορθόδοξου. Στα Ιόνια Νησιά όμως, ήδη από το 16ο αιώνα, στα πλαίσια μιας συνολικής «αποφεουδαρχοποίησης» της κοινωνίας, οι κλήροι αποδίδονται στους παλαιούς κατόχους τους - ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια.

Διώξεις ιερέων από τους Βενετούς υπάρχουν μόνο στην Κρήτη, κι αυτό λόγω της συμμετοχής του ορθόδοξου κλήρου στις συχνές αντιβενετικές εξεγέρσεις στο νησί. Επίσης, δεν απαγορεύτηκαν λατρευτικές εκδηλώσεις, εκτός από τη χειροτονία ιερέων και την ανάδειξη επισκόπων σε ορισμένες τουλάχιστον περιοχές (Κρήτη, Κέρκυρα). Από την άλλη, το γεγονός ότι οι ορθόδοξοι με τους καθολικούς συνεόρταζαν ορισμένες θρησκευτικές τελετές (π.χ. τη γιορτή του προστάτη της Βενετίας, Ευαγγελιστή Μάρκου, στις 25 Απριλίου) άφησε αρκετές ιδιαιτερότητες στο τελετουργικό τυπικό και στην αρχιτεκτονική των ορθόδοξων εκκλησιών στα Ιόνια Νησιά (π.χ. καμπαναριά ξεχωριστά από το κυρίως κτίσμα του ναού). Μετά τη Σύνοδο του Τρέντο (1534 - 1565), με την οποία ξεκινά η επιθετική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στο νέο δόγμα των διαμαρτυρομένων, εντείνεται η καθολική προπαγάνδα και στο βενετοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Η ενεργητική αυτή διείσδυση, που έχει ως φορείς της τα μοναστικά τάγματα των καθολικών, δε συναντά, ωστόσο, καμία εύνοια από την πλευρά της βενετικής διοίκησης. Ετσι, δε φαίνεται να έχει, τελικά, σοβαρή επίδραση στους κατοίκους των περιοχών όπου ασκείται, με εξαίρεση, ίσως, την περίπτωση της Σύρου, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.

Η τελική εικόνα που δίνουν οι βενετοκρατούμενες ελλαδικές χώρες είναι εκείνη των ιδιότυπων κοινωνιών, όπου Ελληνες και Βενετοί (διαχωρισμένοι κυρίως από το θρησκευτικό δόγμα) συμβίωναν μέσα σε ένα καθεστώς, του οποίου το κυριότερο χαρακτηριστικό ήταν η αυστηρή καστική - φεουδαρχική διαίρεση της κοινωνίας, η τελειότερη ίσως που έχει εμφανιστεί ποτέ στον ελλαδικό χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κλήρος, καθολικός και ορθόδοξος, εν γένει, ενσωματώνεται στη διοίκηση, απολαμβάνει τα προνόμια που αυτή η ενσωμάτωση μπορεί να του προσφέρει και, τελικά, την υπηρετεί. Πάντως, ισχύει γενικά το ότι ο καθολικισμός είναι κατακτητικής προέλευσης, το δόγμα της διοίκησης και των ευγενών. Από την άλλη όμως, η ήπια και αντιφατική πολιτική των Βενετών σε θέματα θρησκείας είχε ως αποτέλεσμα την αφομοίωση πολλών βενετικών οικογενειών από τον ορθόδοξο περίγυρο. Μπορεί να είναι γνωστό, αλλά προσωπικά δεν έχουμε υπόψη μας πότε ασπάστηκαν το ανατολικό δόγμα οι Σολωμοί ή οι Καποδίστριες.

Σ' αυτό το γενικό σχήμα υπάρχει και μία χτυπητή εξαίρεση: Το παράδειγμα της Σύρου, της οποίας οι κάτοικοι ασπάστηκαν στο σύνολό τους το λατινικό δόγμα και το λατινικό τυπικό. Ο καθολικισμός στη Σύρο, αντίθετα από αλλού, ήταν - και είναι - πληβειακής προέλευσης και περιεχομένου.

Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η εικόνα των σχέσεων ανάμεσα στην Καθολική και στην Ορθόδοξη Εκκλησία (οι όροι έχουν πλέον καθιερωθεί, μετά το Σχίσμα της ενιαίας Εκκλησίας, ταυτόχρονα «καθολικής» και «ορθόδοξης») στις περιοχές όπου η Καθολική Εκκλησία αντιπροσώπευε το δόγμα των επικυριάρχων. Ωστόσο, η πολιτική αποτύπωση της σύγκρουσης ανάμεσα στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης (και, πίσω από αυτό, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα) και την Αγία Εδρα, πήρε ποικίλες μορφές, τόσο στο μεσοδιάστημα των αλώσεων, όσο και κατά τη μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών κεφαλών του χριστιανικού κόσμου κινούνταν από την προσέγγιση ως την πλήρη άρνηση και αποτέλεσαν το υπόβαθρο για τη δημιουργία δυο μεγάλων πολιτικών μερίδων στο όψιμο Βυζάντιο: Τους Ενωτικούς και τους Ανθενωτικούς. Σε αυτό όμως το ζήτημα, θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.

Σημειώσεις

1. Η λατινοκρατία στον ελλαδικό χώρο διήρκεσε, στην πραγματικότητα, περισσότερο από την οθωμανική κυριαρχία, με την οποία και συνυπήρξε, για σημαντικό χρονικό διάστημα: Από το 1204 μέχρι το 1797, όταν οι Βενετοί, με την κατάλυση του κράτους τους από τον Ναπολέοντα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα Ιόνια Νησιά, τελευταία κτήση τους στην Ανατολή. Η Κρήτη, από την άλλη, έμεινε υπό βενετική κυριαρχία σχεδόν μισή χιλιετία: Από το 1210 περίπου μέχρι το 1669. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε εδώ τη διαφορά ανάμεσα στη μακραίωνη βενετική κυριαρχία και τη βραχύβια φραγκική (στην ουσία καταλύεται με την επανακατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1261, παρόλο που ορισμένα φραγκικά κρατίδια επιβιώνουν και πέρα απ' αυτήν).

2. Παρ' όλα αυτά, ανάμεσα στα δόγματα δεν υπήρχαν στεγανά: Γίνονταν αρκετοί μεικτοί γάμοι Λατίνων και Ορθοδόξων, ενώ, αρκετές καθολικές οικογένειες ασπάστηκαν το ορθόδοξο δόγμα.

  • Στο προηγούμενο σημείωμά μας, όταν αναφερόμαστε στις δογματικές διαφορές ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία, μεταφράσαμε εκ παραδρομής τη λατινική έκφραση «filioque» ως: «και εκ του πατρός». Το σωστό, βέβαια, είναι, όπως επισήμαναν αρκετοί αναγνώστες μας (τους οποίους και ευχαριστούμε για την προσοχή τους), «και εκ του υιού». Η φράση αναφέρεται στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο για την Ορθόδοξη Εκκλησία εκπορεύεται μόνο από τον πατέρα, ενώ για την Καθολική και από το γιο, οτιδήποτε και να σημαίνει αυτό στους θεολογικούς κώδικες...

Της
Δώρας ΜΟΣΧΟΥ
Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ