ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Μάρτη 2003
Σελ. /32
Σε κρίση η αυτοκρατορία των ΗΠΑ

Παρά τις «ενέσεις» με τις κρατικές παρεμβάσεις (κρατικές ενισχύσεις, φοροαπαλλαγές και άλλα προστατευτικά μέτρα για το μεγάλο κεφάλαιο) και τις πολεμικές επιχειρήσεις (στρατιωτικοποίηση της οικονομίας), τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας επιδεινώνονται, προκαλώντας πολλούς, μικρούς και μεγάλους, πολέμους

Παπαγεωργίου Βασίλης

Τα τελευταία χρόνια, η ανθρωπότητα παρακολουθεί, παράλληλα με τους «βρώμικους» ή «προληπτικούς» πολέμους (στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και αλλού), μια σειρά μάχες που αποτελούν μικρούς πολέμους. Ενδεικτικά, θα παραθέσουμε ορισμένες από τις μάχες ή τους μικρούς πολέμους, που εκδηλώθηκαν τα τελευταία χρόνια (ορισμένοι ολοκληρώθηκαν και κάποιοι άλλοι βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη) ανάμεσα στα 3 κέντρα του ιμπεριαλισμού. Μάχες και πόλεμοι, που αρχικά ενίσχυσαν, αλλά στη συνέχεια προκάλεσαν ρωγμές στην αυτοκρατορία των ΗΠΑ.

Ανάμεσα σ' αυτές τις μάχες που δόθηκαν (όχι στο στρατιωτικό τομέα), ήταν:

  • Ο πόλεμος για τον έλεγχο του εμπορίου από τις ΗΠΑ. Στα πλαίσια αυτά, οι Aμερικανοί προώθησαν μια σειρά αλλαγές στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, που ήταν προς όφελος των αμερικανικών πολυεθνικών, ενώ παράλληλα διατήρησαν ή θέσπισαν μια σειρά δασμούς στις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων (χάλυβας κλπ.) από ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες.
  • Ο πόλεμος της «μπανάνας», που εκδηλώθηκε με τους δασμούς που επέβαλε η ΕΕ στις εισαγωγές μπανάνας, θίγοντας έτσι και τις πολυεθνικές των ΗΠΑ που ασχολούνται με τη διακίνηση μπανάνας.
  • Ο πόλεμος για τον έλεγχο της αεροναυπηγικής βιομηχανίας, που εκδηλώθηκε πριν 3 χρόνια, όταν η αμερικάνικη κυβέρνηση επικύρωσε τη συγχώνευση της «McDonald Duglas» και της «Boeing» (με την εξαγορά της πρώτης από τη δεύτερη), γράφοντας στα παλιά της παπούτσια τις αντιδράσεις του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, που σημείωνε ότι έτσι η «Boeing» θα μονοπωλήσει διεθνώς τον κλάδο της αεροναυπηγικής.
  • Ο πόλεμος για το δολάριο και το πετρέλαιο. Για τον πόλεμο με στόχο τον έλεγχο του πετρελαίου, έχουν γραφεί πολλά. Εμείς θα αναφέρουμε μόνον ένα απόσπασμα της εφημερίδας «Wall Steet Jornale Europe» ( δημοσιεύτηκε στη «Ναυτεμπορική» της 19ης Μάρτη 2003): «Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν, στη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών, οι έξι Πρόεδροι των ΗΠΑ - είτε πρόκειται για Δημοκρατικούς, είτε για Ρεπουμπλικάνους - να περιορίσουν την εξάρτηση της Αμερικής από τις εισαγωγές πετρελαίου, όλοι τους απέτυχαν»...

Εκτός από τις παραπάνω ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ξεχωριστή σημασία κατέχουν οι μάχες των Αμερικανών για την εδραίωση της παγκόσμιας ηγεμονίας τους, μέσω: Πρώτον, της διατήρησης της ηγεμονικής θέσης του δολαρίου, που είχαν κατοχυρώσει σε όλη τη Δύση - με τη διάλυση της Συμφωνίας Μπρέτον Γούντες το 1971- και ενίσχυσαν μετά το 1999, όταν ανατράπηκε το σοσιαλιστικό σύστημα στην ΕΣΣΔ και άλλες χώρες. Δεύτερον, των προσπαθειών τους για την ενίσχυση του ελέγχου στα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, στις χώρες του Κόλπου, της Κ. Ασίας κλπ.

Ο πόλεμος για τη διατήρηση της ηγεμονίας του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές αξιοποιήθηκε από τους Αμερικανούς και σαν μέσο για τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας. Το δολάριο των ΗΠΑ από το 1971 - όταν καταργήθηκε το Σύμφωνο Μπρέτον Γουντς (συμφωνία χρυσού) - απέφερε σημαντικά οφέλη στην αμερικανική οικονομία, καθώς ήταν το μοναδικό διεθνές νόμισμα στη Δύση. Αν και το 1989 - με την ανατροπή των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, το δολάριο ενίσχυσε την ηγεμονική του θέση - στην πορεία άρχισε η αντίστροφη μέτρησή του. Με τα προνόμια του δολαρίου, οι ΗΠΑ είχαν ένα μεγάλο προνόμιο: Μπορούσαν να καλύπτουν τις εισαγωγές διαφόρων εμπορευμάτων (πετρέλαιο, πρώτες ύλες κλπ.) ή υπηρεσιών από την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, την Αυστραλία και την Ωκεανία, με την κοπή περισσότερων δολαρίων (καθώς το δολάριο γινόταν δεκτό παντού). Αντίθετα, οι άλλες χώρες ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν μια ισορροπία ανάμεσα στο εθνικό τους νόμισμα και τον παραγόμενο πλούτο. Αν, δηλαδή, ήθελαν να αυξήσουν τις εισαγωγές, θα έπρεπε να αυξήσουν τον πλούτο της χώρας τους ή να υποθηκεύσουν το μέλλον τον χωρών στις ξένες τράπεζες με την προσφυγή σε δανεισμό.

«Ξεθωριάζει» το δολάριο

Στα μέσα της δεκαετίας του '90, η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας - που έγινε φανερή και με τον πόλεμο «δολαρίου και γιεν» - έληξε, με την κρίση στις χώρες της Νοτιανατολικής Ασίας, από την οποία τελικά κερδισμένες βγήκαν οι ΗΠΑ και το δολάριο. Από την κατακόρυφη πτώση των εθνικών νομισμάτων και των Χρηματιστηρίων στις χώρες της ΝΑ Ασίας - τις «τίγρεις» που κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι - κερδισμένες βγήκαν οι ΗΠΑ και το δολάριο (εξαγόρασαν αντί πινακίου φακής μια σειρά μεγάλες βιομηχανικές, εμπορικές, τραπεζικές και άλλες επιχειρήσεις) και χαμένη η Ιαπωνία, με μεγάλο θύμα τις οικονομίες και τους λαούς της Ιαπωνίας και των χωρών της ΝΑ Ασίας.

Η αντίστροφη μέτρηση για το δολάριο και την ηγεμονία τους διεθνώς άρχισε από τις αρχές του 2001 και συνέπεσε με την κυκλοφορία του ευρώ. Το ευρώ, που έγινε το εθνικό νόμισμα στις 12 από τις 15 χώρες - μέλη της ΕΕ, άρχισε να γίνεται δεκτό και σε πολλές άλλες χώρες - σαν διεθνές νόμισμα - παραγκωνίζοντας έτσι το δολάριο.

Η δεύτερη ισχυρή βολή που δέχτηκε το δολάριο ΗΠΑ ήταν το 2001, όταν το Ιράκ άρχισε να πουλάει το πετρέλαιό του με ευρώ και όχι με δολάρια, ενώ στις αρχές του 2001 μετέτρεψε και όλα τα συναλλαγματικά του αποθέματα (ύψους 10 δισ. δολαρίων) σε ευρώ.

Ενα τρίτο πλήγμα, που δέχτηκε το δολάριο, ήταν ότι μετά το ξέσπασμα της κρίσης στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και τις προσπάθειες των ΗΠΑ να εκπαραθυρώσουν με στρατιωτικό πραξικόπημα τον Πρόεδρο της Βενεζουέλας - της τέταρτης σε παραγωγή πετρελαίου χώρας του κόσμου - ο Τσάβεζ αντέδρασε με την εξής ενέργεια: Υπέγραψε συμφωνίες με 13 κράτη - μέλη της Λ. Αμερικής, που αποκλείουν από το κύκλωμα της συναλλαγής το δολάριο, καθιερώνοντας σύστημα τύπου κλίρινγκ. Συγκεκριμένα, η συμφωνία προβλέπει ότι η Βενεζουέλα θα δίνει το πετρέλαιό της με απευθείας ανταλλαγές προϊόντων και υπηρεσιών των δικών τους κρατών.

Τα πλήγματα που δέχτηκε το δολάριο όξυναν τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας, που ήδη βρισκόταν σε βαθιά κρίση. Παράλληλα, δε, προκάλεσαν ένταση της επιθετικότητας των Αμερικάνων (και των συμμάχων τους) στο Αφγανιστάν, με πρόσχημα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της τρομοκρατικής οργάνωσης «Αλ Κάιντα». Η επίθεση στο Αφγανιστάν, σε συνδυασμό με την προαναγγελία των προθέσεων των ΗΠΑ να προχωρήσουν σε πολεμικές επιχειρήσεις και εναντίον του Ιράκ, του Ιράν και άλλων χωρών που αντιπροσωπεύουν τον «άξονα του κακού», οδήγησε πολλούς σεΐχηδες και άλλους μεγιστάνες του πλούτου από τη Σ. Αραβία και άλλες αραβικές χώρας να σηκώσουν εκατοντάδες δισ. δολάρια (που τα είχαν τοποθετημένα σε κρατικά χρεόγραφα των ΗΠΑ) και να τα επενδύσουν σε άλλες χώρες και άλλα νομίσματα (κυρίως σε ευρώ και ελβετικό φράγκο).

Ο πόλεμος του δολαρίου και οι άλλοι μικροί πόλεμοι ανάμεσα στα 3 κέντρα του ιμπεριαλισμού, καθώς οδηγούν - με τον ένα τον άλλο τρόπο - στην αποδυνάμωση της παντοκρατορίας των ΗΠΑ, κάνουν τον πλανητάρχη και το επιτελείο του όλο και πιο επιθετικούς, όλο και πιο επικίνδυνους. Στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την παγκόσμια κυριαρχία τους και τον έλεγχο (στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό) στον πλανήτη, δε διστάζουν να ανάβουν και νέες εστίες πολέμου, με πρόσχημα την τρομοκρατία. Με τις επιθέσεις αυτές - εκτός από τα δεινά που προκαλούν στους λαούς - παράγουν, αναπαράγουν και διευρύνουν την κοινωνική αδικία, καθώς εντείνουν το βαθμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο και, άρα, τις ταξικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις.

Σύμφωνα με στοιχεία του περιοδικού ECONOMIST, οι πλούσιοι στην Αμερική είναι σήμερα 6 φορές πλουσιότεροι, σε σχέση με τους φτωχούς, συγκριτικά με πριν από 10 χρόνια. Επίσης, σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes», σήμερα, στα 6 δισεκατομμύρια κατοίκους αυτού του πλανήτη, υπάρχουν 425 άνθρωποι με περιουσία που ξεπερνά το 1 δισεκατομμύριο δολάρια ή περίπου 400 δισεκατομμύρια δραχμές. Το 90% αυτών των κατοίκων - δηλαδή κοντά 5,5 δισ. άνθρωποι - ζουν σε άθλιες συνθήκες και γύρω ή κάτω από το όριο φτώχειας, σε αντίθεση με το 10% που ζει πλουσιοπάροχα.

Με δεδομένο, λοιπόν, ότι τις συνέπειες των πολέμων (εμπορικών, οικονομικών ή στρατιωτικών), τις πληρώνουν πάντα οι λαοί του κόσμου (με τη ζωή τους, με την υποβάθμιση του βιοτικού τους επίπεδου κλπ.). Με δεδομένο ότι από κάθε πόλεμο κερδισμένες βγαίνουν οι πολεμικές βιομηχανίες, οι πολυεθνικές και γενικότερα το μεγάλο κεφάλαιο, που μοιράζονται - με τους κυβερνώντες - τα λάφυρα του πολέμου, εντείνοντας την καταπίεση των ηττημένων, αλλά και των κατοίκων της χώρας τους. Με βάση αυτήν την απλή αλήθεια - που τεκμηριώνεται και από τα αποτελέσματα του βρώμικου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και άλλες χώρες που έπεσαν θύματα των ιμπεριαλιστών - έχουμε όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να αντισταθούμε στο «νέο πόλεμο», που εξαπέλυσαν μονομερώς την Πέμπτη εναντίων του λαού του Ιράκ οι ΗΠΑ και τα τσιράκια τους, γιατί, αν δεν αντισταθούμε τώρα, ίσως αύριο έρθει η σειρά μας.

Βέβαια, δεν αρκεί ένα απλό ΟΧΙ στον πόλεμο. Αν θέλουμε να ανακόψουμε την επιθετικότητα που εκδηλώνεται - σήμερα από την πλευρά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και αύριο ίσως από τον ευρωπαϊκό - θα πρέπει να διεκδικήσουμε από την ελληνική κυβέρνηση να σταματήσει εδώ και τώρα τις στρατιωτικές διευκολύνσεις και άλλες υπηρεσίες που προσφέρει (μέσα από τις βάσεις της Σούδας, του Ακτίου, του στρατηγείου του Τυρνάβου κλπ.) στους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές εναντίον του Ιράκ.

Ο αγώνας κατά του ΠΟΛΕΜΟΥ θα δικαιωθεί μόνο με την ανατροπή του ιμπεριαλισμού. Και τότε τα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανούν οι κυβερνήσεις της Αμερικής, της Ευρώπης και άλλων χωρών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», θα μπορούν να διατεθούν για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαών, που μαστίζονται από τη φτώχεια και την πείνα, την εξαθλίωση.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ