Το κινούμενο σχέδιο «Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 Ημέρες», που απευθύνεται σε πολύ μικρές ηλικίες θεατών, δεν έχει να προσθέσει τίποτα το σπουδαίο στις διασκευές του μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν, ενώ το «Candyman» δεν χρήζει ανάλυσης... Στους κινηματογράφους ακόμα προβάλλονται η «Λευκή Ταινία», το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Τρία Χρώματα» του Κριστόφ Κισλόφσκι, με αφορμή τη συμπλήρωση 80 ετών από τη γέννησή του, η αντιπολεμική κλασική σάτιρα «M.A.S.H.» του Ρόμπερτ Αλτμαν για τον πόλεμο της Κορέας και ο αριστουργηματικά σκληρός «Ο Ανθρωπος Ελέφαντας» του Ντέιβιντ Λιντς να φωνάζει: Δεν είμαι ζώο... Είμαι ανθρώπινο πλάσμα...
Ακροβατώντας ανάμεσα στο σήμερα και το χτες, η ταινία περιλαμβάνει πολλά και χαοτικά μπλεγμένα διαφορετικά είδη κινηματογράφου, τόσα πολλά που δεν της επιτρέπουν να έχει μια σαφή ταυτότητα κατάταξης. Παρ' όλα αυτά, διατηρεί μια αξιοζήλευτη εθνική πολιτισμική ταυτότητα όπως λίγες στον παγκόσμιο κινηματογράφο πλέον. Βραζιλιάνικο σουρεαλιστικό θρίλερ με κοινωνικό περιεχόμενο ίσως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Πατώντας στα βήματα σημαντικών Βραζιλιάνων δημιουργών του παρελθόντος (σινεμά νόβο) και «ανοίγοντας συζήτηση» με τη βραζιλιάνικη κουλτούρα και «μυθολογία», οι σκηνοθέτες μιλούν για τη σημερινή ζοφερή κοινωνική κατάσταση, τους δεσμούς που διατηρεί η χώρα με τις ΗΠΑ, τη βία και τη φτώχεια στα φτωχά κοινωνικά στρώματα, χωρίς όμως να γίνεται εμφανώς αντιληπτό παρά προς το τέλος της ταινίας, μιας και το θρίλερ υπερτερεί του κοινωνικού κινηματογράφου σε πρώτο επίπεδο και το σασπένς παραμένει αμείωτο έως το τέλος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν δεν είναι κανείς προετοιμασμένος να αφεθεί στην ιδιόρρυθμη «παράνοιά» του, θα χάσει την ελπιδοφόρα αλληγορία της. Η ταινία βραβεύτηκε με το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών το 2019.
Η Γελένα Πόποβιτς προσεγγίζει σχετικά επιφανειακά τη ζωή του κατά κόσμον Αναστάσιου Κεφαλά, αφού εστιάζει κυρίως στην περίοδο μετά την αποπομπή του από την Αλεξάνδρεια, γεγονότα από την παραμονή του στη Ριζάρειο Σχολή και τη δημιουργία της Μονής στην Αίγινα, χωρίς όμως να εντρυφεί στο πλούσιο συγγραφικό του έργο, στην πρότερη ζωή του αλλά και τις ιστορικές συνθήκες όπου έδρασε. Με αυτόν τον τρόπο δεν φαίνεται ολοκληρωμένα η βιογραφία του, παρά μόνο στιγμές που δείχνουν την ασκητική διάστασή του αφήνοντας ένα μετέωρο και απότομο τέλος. Το πλούσιο καστ που πλαισιώνει την ταινία θα μπορούσε να εκτιμηθεί, αλλά αυτό δεν καθίσταται δυνατό, καθώς η χρησιμοποίηση της αγγλικής γλώσσας σε όλη τη διάρκεια της ταινίας όχι μόνο σε «πετάει έξω» από κάθε ατμόσφαιρα, αλλά μοιάζει και τελείως παράταιρη σε σχέση με το πρόσωπο που επιχειρεί να περιγράψει. Στην ταινία ξεχωρίζουν η φωτογραφία και η σκηνογραφία.
Η ταινία τοποθετείται σε ένα δυστοπικό μέλλον, σε ένα πλημμυρισμένο Μαϊάμι από την κλιματική αλλαγή, όπου η ανισότητα μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων βρίσκεται στο ζενίθ, αφού πλέον τίθεται το ζήτημα της επιβίωσης. Η νοσταλγία γίνεται τρόπος διαφυγής από την πραγματικότητα και ο κεντρικός ήρωας μέσω μιας κατασκευής, που παρόμοιά της έχουμε συναντήσει σε πολλές φουτουριστικές ταινίες, βοηθάει τους πελάτες του να επιστρέψουν σε όποια στιγμή της μνήμης τους έχουν ανάγκη. Η ξαφνική εμφάνιση αλλά και εξαφάνιση μιας πελάτισσας αλλάζει και σημαδεύει για πάντα τη ζωή του, καθώς προσπαθώντας να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισής της βρίσκεται αντιμέτωπος με μία βίαιη συνωμοσία. Η ταινία, κινούμενη μεταξύ της επιστημονικής φαντασίας και του νουάρ, αναδεικνύει μια κοινωνική διάσταση, που της προσδίδει μεν ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι ικανή να την κατατάξει στις δυνατότερες ταινίες του είδους, παρά την πολύ προσεγμένη ατμόσφαιρά της.