ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Μάη 2001
Σελ. /32
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ
Αίτια και αποτελέσματα μιας χιλιόχρονης σύγκρουσης

Τελευταίο μέρος

Τοιχογραφία του Μπενότο Γκότσολι σε φλωρεντινό παρεκκλήσι, που απεικονίζει τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η` Παλαιολόγο, κατά την επίσκεψή του στη Φλωρεντία για τη Σύνοδο της Ενωσης των Εκκλησιών
Τοιχογραφία του Μπενότο Γκότσολι σε φλωρεντινό παρεκκλήσι, που απεικονίζει τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η` Παλαιολόγο, κατά την επίσκεψή του στη Φλωρεντία για τη Σύνοδο της Ενωσης των Εκκλησιών
Στο προηγούμενο σημείωμά μας, αναφερθήκαμε στη δράση της Καθολικής Εκκλησίας στις λατινοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου και στη στάση που κράτησε στα θρησκευτικά ζητήματα η διοίκηση των περιοχών αυτών - ιδιαίτερα η βενετική. Με αυτή τη σύντομη ιστορική αναδρομή, είδαμε και την καταγωγή του Καθολικισμού στον ελλαδικό χώρο: Ο Καθολικισμός στην Ελλάδα προέρχεται από τις φραγκικές ή βενετικές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο χώρο με την κατάκτηση. Δεν έγινε ποτέ - εκτός ίσως από την περίπτωση των ανατολικών Κυκλάδων και, εντελώς ιδιαίτερα, της Σύρου - ένα δόγμα με μεγάλη απήχηση στις λαϊκές μάζες, ακριβώς επειδή, σαν δόγμα της διοίκησης και των ευγενών, ήταν μάλλον αντιπαθητικό σ' αυτές. Επιπλέον, η ήπια πολιτική των Βενετών σε θρησκευτικά ζητήματα, όχι μόνο δεν επέτρεψε την εξάπλωση της καθολικής προπαγάνδας, αλλά και βοήθησε, ώστε η προσέγγιση των δύο πολιτισμικών - γλωσσικών και θρησκευτικών κοινοτήτων να συντελεστεί και μέσω της θρησκείας, με το απρόβλεπτο αποτέλεσμα του εξορθοδοξισμού πολλών καθολικών οικογενειών.

Επίσημοι εκφραστές της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Καθολικισμό και την Ορθοδοξία είναι ο πάπας και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης - επί της ουσίας, επίσημη πολιτική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στο διάστημα που μεσολάβησε από την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τη «βυζαντινογενή» Αυτοκρατορία της Νίκαιας (1261) μέχρι και τη δεύτερη άλωση από τους Οθωμανούς (1453), στην αυτοκρατορία διαμορφώνονται δύο πολιτικές παρατάξεις, με άξονα την πολιτική τους απέναντι στη Δυτική Εκκλησία και τον πάπα: Οι «Ενωτικοί» και οι «Ανθενωτικοί». Οι πρώτοι από αυτούς εξέφραζαν την επιθυμία της επανένωσης των δύο Εκκλησιών, ενώ οι δεύτεροι ήσαν ανυποχώρητοι, σε σχέση με την καθαρότητα και την αυτονομία της Ανατολικής Εκκλησίας. Το ζήτημα πίσω από τη θρησκευτική σύγκρουση ήταν ο κίνδυνος των Οθωμανών: Οι Ενωτικοί πίστευαν ότι η ενότητα των Εκκλησιών θα ενίσχυε την προοπτική παροχής βοήθειας από την πλευρά της χριστιανικής Δύσης προς το απειλούμενο Βυζάντιο. Οι Ανθενωτικοί, από την άλλη, φρονούσαν ότι είναι καλύτερο το «καλπάκι του Τούρκου από την τιάρα (κάλυμμα του κεφαλιού του πάπα) του Φράγκου».

Τα δύο σημαντικότερα επιτεύγματα της μερίδας των Ενωτικών υπήρξαν οι Σύνοδοι της Λυών (1247) και της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438 - 1439). Και οι δύο σύνοδοι έληξαν με περιφανή νίκη του Καθολικισμού. Και οι δύο Σύνοδοι, παρά την ισχυρή στήριξη της κοσμικής εξουσίας (του Βυζαντινού αυτοκράτορα), αντιμετωπίστηκαν με καταφανή δυσανεξία από τον κλήρο και το λαό. Βιώθηκαν ως υποχώρηση των «Ρωμαίων» (όπως μέχρι το τέλος αποκαλούσαν τους εαυτούς τους οι Βυζαντινοί), στους υπεύθυνους της άγριας λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης το 1204, στους πονηρούς εμπόρους που πλούτιζαν, εξ αιτίας των προνομίων που απολάμβαναν, την ίδια ώρα που οι πληβείοι ορθόδοξοι πένονταν.

Η λύση στα θεολογικά, κατ' επιφάνεια, και πολιτικά, στην ουσία τους, αυτά ζητήματα δόθηκε από τους πιστούς του Αλλάχ. Με την οθωμανική κατάκτηση του 1453, ο Μεχμέτ Β` εγκαθιστά στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον φανατικό ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο, που πήρε το εκκλησιαστικό όνομα Γεννάδιος. Μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής κυριαρχίας, το Πατριαρχείο άρχισε να απολαμβάνει μία κοσμική εξουσία, που ποτέ δεν είχε στο Βυζάντιο, καθώς ο πατριάρχης θεωρήθηκε από τους Οθωμανούς «αρχηγός έθνους» (η λέξη δεν έχει τη σημερινή σημασία του όρου και δηλώνει μία ευρεία θρησκευτική κοινότητα) και αποτέλεσε τον πνευματικό ηγέτη των ορθοδόξων, αλλά και τον πολιτικό εκφραστή τους απέναντι στην Υψηλή Πύλη.

Από την άλλη πλευρά, ο πάπας αντιμετώπισε, το 16ο αιώνα, ένα σοβαρό σχίσμα: Η «διαμαρτυρία» του Γερμανού ιερέα και θεολόγου Μαρτίνου Λούθηρου, το 1519, απέναντι στις υπερεξουσίες, στις αυθαιρεσίες και τη διαφθορά της Αγίας Εδρας και του παπικού κλήρου εξελίχθηκε σε ένα νέο χριστιανικό δόγμα, το δόγμα των διαμαρτυρομένων, που υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες ιδεολογικές αποτυπώσεις της ανόδου της αστικής τάξης και της διαμόρφωσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο Προτεσταντισμός είναι, χωρίς άλλο, το δόγμα της πρωταρχικής συσσώρευσης. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι ο πανίσχυρος Καθολικισμός, ο οποίος είχε διαμορφώσει ισχυρούς μηχανισμούς εξουσίας και ιδεολογικής χειραγώγησης δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, ώστε να γίνει, με τη σειρά του, περισσότερο συμβατός με τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες και, όχι μόνο να επιβιώσει μέσα σε αυτές, αλλά και να τις εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο.

Μέσα στα νεότερα χρόνια, διαμορφώνεται και ένα νέο σχήμα, που καταγράφει την εξάπλωση των δογμάτων και των Εκκλησιών σε ολόκληρο πια τον πλανήτη: Η Ορθοδοξία, παραδοσιακά απλωμένη στην ανατολή και το νότο και εκπροσωπούμενη από τα τέσσερα ελληνορθόδοξα πατριαρχεία (Κωνσταντινούπολης, Αντιόχειας, Αλεξάνδρειας, Ιεροσολύμων) απλώνεται στα Βαλκάνια και στη Βόρεια Ευρώπη, κυρίως στα σλαβικά έθνη, με την - σημαντική πάντως - εξαίρεση των Πολωνών. Ο Καθολικισμός απλώνεται στη νοτιοδυτική Ευρώπη και σε πολλές από τις νέες χώρες, ιδιαίτερα στην κεντρική και νότια Αμερική, τη γιγαντιαία αποικία των Ισπανών και των Πορτογάλων (και, μάλιστα, με διάφορες φιλάνθρωπες μεθόδους προσηλυτισμού, όπως ήσαν τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις κλπ.). Η βόρεια Ευρώπη, όπου ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ραγδαία, καθίσταται γρήγορα προτεσταντική και την ακολουθούν οι αγγλοσαξονικές αποικίες της βόρειας Αμερικής.

Σ' αυτόν τον κόσμο, πολύ πιο περίπλοκο από εκείνον του Μεσαίωνα, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, εγκλωβισμένο μέσα στο αλλόθρησκο περιβάλλον, αλλά απολαμβάνοντας μια κοσμική εξουσία πρωτόγνωρη για την ιστορία του, δεν είναι σε θέση να προκαλέσει συγκρούσεις με τον Καθολικισμό: Ο αντικαθολικισμός του συντηρείται, μεταξύ άλλων, και από τη δύναμη της αδράνειας. Το 16ο αιώνα, μια προσπάθεια συνεννόησης του πατριάρχη Ιερεμία Β` (του επονομαζόμενου Τρανού) με την υπό διαμόρφωση Εκκλησία των Διαμαρτυρομένων, στέφθηκε από πλήρη αποτυχία: Εκτός από τον αντικαθολικισμό τους, οι δύο Εκκλησίες δεν είχαν τίποτε κοινό ούτε σε δογματικό επίπεδο ούτε και - το κυριότερο - στο επίπεδο της αποτύπωσης συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής και κοινωνικών αιτημάτων.

Η οθωμανική κατάκτηση πάντως, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, λειτουργεί και ως μία από τις βασικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους, αμβλύνει τη σύγκρουση ανάμεσα στις Εκκλησίες. Οι δύο κόσμοι, της «ανατολής» και της «δύσης», για να χρησιμοποιήσουμε τους συμβατικούς όρους, γίνονται πια «δυο κόσμοι χωριστά»: Ο ένας, δυτικά της Αδριατικής θάλασσας κινείται ραγδαία προς τον καπιταλισμό. Ο δεύτερος, έτσι όπως καθυστέρησε να ολοκληρώσει το πέρασμά του στη φεουδαρχία, καθυστερεί και στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι δε συντελείται και εδώ η ίδια διαδικασία: Αδιάψευστο στοιχείο, η διαμόρφωση αστικής τάξης των Ελλήνων μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Ελληνική Επανάσταση, που υπήρξε το αποτέλεσμά της). Μετά από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πολλές από τις παραδοσιακές (τις μη σλαβικές) ορθόδοξες Εκκλησίες κηρύσσονται αυτόνομες (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ελλαδική), ενώ ιδρύονται και νέα Πατριαρχεία, στο Βορρά. Η Καθολική Εκκλησία, αντίθετα, διατηρεί πεισμόνως την ενότητά της και αλώβητους τους διοικητικούς και οικονομικούς της μηχανισμούς.

Αυτή η εικόνα υφίσταται λίγο - πολύ και μέχρι τις μέρες μας. Το ορθόδοξο δόγμα δεν εκπροσωπείται από ένα ενιαίο εκκλησιαστικό μόρφωμα, ενώ οι ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν στο να ζήσουν οι ορθόδοξες Εκκλησίες ή μέσα σε περιβάλλοντα έντονα αλλόθρησκα (τα παραδοσιακά ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία της ανατολής και του νότου) ή σε καθεστώτα με χαλαρή έως αρνητική σχέση με τη θρησκεία (σοσιαλιστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης). Το γεγονός αυτό δεν επέτρεψε στην Ορθοδοξία να έχει μια ισχυρή κοσμική παρουσία, παρ' όλο που τη διεκδικεί και, κάποτε, την απαιτεί. Αντίθετα, ο Καθολικισμός διατηρεί, όπως είδαμε και παραπάνω, την ισχύ του και τους μηχανισμούς του. Το Βατικανό είναι ένας από τους σημαντικότερους συλλογικούς καπιταλιστές στον κόσμο και οι δουλιές με τις οποίες καταπιάνεται δεν είναι ποτέ ιδιαίτερα καθαρές...

Δεν υπαινισσόμαστε, σε καμία περίπτωση, ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι άγιες. Αποτελούν, το ίδιο όπως και η Καθολική Εκκλησία ή τα ποικιλώνυμα και πολύχρωμα εκκλησιαστικά και δογματικά μορφώματα των προτεσταντών, ισχυρά ιδεολογικά όπλα για τη χειραγώγηση της συνείδησης των εργαζομένων. Απλώς, λόγω της διαφορετικής ιστορικής πορείας του γεωγραφικού χώρου, στον οποίο κυριαρχεί το ορθόδοξο δόγμα, αναγκάζεται να χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα και τρόπους για να επιτύχει το σκοπό της: Οι καθολικοί χρησιμοποιούν τραγουδάκια εφάμιλλα αυτών που διαπρέπουν στο φεστιβάλ Σαν Ρέμο για να «προσεγγίσουν» τους πιστούς: Δηλαδή, να τους πειθαναγκάσουν να τους ακολουθήσουν. Οι ορθόδοξοι «ανακαλύπτουν» και επικαλούνται στοιχεία ανεκτικότητας, συλλογικότητας και κοινοκτημοσύνης, που, κατά τους ισχυρισμούς τους, προσιδιάζουν στο δόγμα, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κανένα κείμενο και καμία θεωρητική τεκμηρίωση. Για να το πούμε αλλιώς: Οι ορθόδοξοι μπορεί να μην έκαψαν μάγισσες (ή, τουλάχιστον, να μην έκαψαν όσες θα ήθελαν), γιατί το κάψιμο των μαγισσών δεν ήταν πάντα πρώτη επιλογή των κοσμικών εξουσιών στις οποίες υπάγονταν.

Σήμερα, 800 χρόνια μετά, έρχονται οι μεν να ζητήσουν συγνώμη από τους δε, για ένα γεγονός που ενδεχομένως επέβαλε η ιστορική στιγμή και όχι η προσωπική βούληση του Ιννοκέντιου Γ` ή ακόμη και του Ερρίκου Δόνδολου. Την «ιστορική» αυτή συγνώμη, συνοδεύουν κωδωνοκρουσίες και θριαμβολογίες εκατέρωθεν (για την «ταπεινοφροσύνη» του ποντίφικα, από τη μία πλευρά, για τη διπλωματική ικανότητα και την «περήφανη στάση» του αρχιεπισκόπου, από την άλλη). Κατά τη γνώμη μας, πίσω από όλο αυτό το θέατρο, δεν κρύβεται η απολογία μιας τάξης (της αστικής, εν προκειμένω) για τα εγκλήματα που έκανε στα πρώτα της βήματα, αλλά η υποκριτική προετοιμασία της ίδιας αυτής τάξης, τώρα που πεθαίνει, να δώσει στον εαυτό της ένα άλλοθι για τα μελλοντικά της. Αυτή η συγνώμη μπορεί να στηρίξει την ανάληψη μελλοντικά μιας κοινής δράσης από τις δύο Εκκλησίες, που θα στοχεύει στην ιδεολογική χειραγώγηση των λαών των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης, των λαών που τους αφαίρεσαν μέσα από τα χέρια το μέλλον και την ελπίδα που οικοδομούσαν με τις αντεπαναστατικές ανατροπές της περασμένης δεκαετίας. Ας μην ξεχνάμε τη σαφή, προσωπική ανάμειξη του νυν πάπα στην τραγική αυτή ιστορία. Από αυτούς τους λαούς, που, όπως παλιά στις νέες χώρες που ανακαλύπτονταν και μετατρέπονταν σε αποικίες, τους πήραν τη γη, τη δουλιά, τα εργοστάσια, το ψωμί, τα σχολεία, το σοσιαλιστικό παρόν και το κομμουνιστικό μέλλον, και τους δώσανε το θεό, ποιος και πότε θα ζητήσει συγνώμη; Αν και δική μας ελπίδα και πεποίθηση είναι ότι σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα από τα 800 χρόνια που χρειάστηκαν για τη συγνώμη του πάπα Βοϊτύλα, η εργατική τάξη σε όλο τον κόσμο θα έχει καταστήσει περιττούς τους επιγόνους εκείνων που τοποθετούν τον παράδεισο στον ουρανό, πολύ ψηλά για να τον φτάσει, και θα έχει αρχίσει να τον οικοδομεί με το μυαλό και τα χέρια της στη γη.


Της
Δώρας ΜΟΣΧΟΥ
Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ