Κρίνουμε πως αυτή η αναδρομή είναι αναγκαία. Πολύ περισσότερο, που όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης σ' ένα πρόσφατο άρθρο του στο «Ριζοσπάστη» (13/7/2003), «ουσιαστικά, η ποινική καταστολή, ως ασκούμενη κρατική πολιτική μάς αφορά όλους γιατί συνάπτεται άμεσα με την έκταση των ελευθεριών μας και την ποιότητα της ζωής μας». Δε χρειάζεται δηλαδή να είναι κατηγορούμενος κάποιος για να ενδιαφέρεται για το ποια είναι η κρατική πολιτική της ποινικής καταστολής. Από την άλλη, όταν ελέγχει αυτή την πολιτική, την κρίνει, την εγκρίνει ή την αντιμάχεται, οφείλει να μην το κάνει μόνο στη θεωρία αλλά κυρίως στην πράξη, βλέποντας την εφαρμογή της στο πρόσωπο κάποιου ή κάποιων κατηγορουμένων, όποιοι κι αν είναι αυτοί, ό,τι κι αν έχουν κάνει. Η διευκρίνιση είναι αναγκαία, διότι ειδικά στην περίπτωση της «17Ν», επιχειρήθηκε, μέσω της δαιμονοποίησης των κατηγορουμένων, να δικαιολογηθεί η καταστρατήγηση δικαιωμάτων και ταυτόχρονα μια ενοχοποίηση όλων όσων επιχείρησαν να ζητήσουν την εφαρμογή των δικαιωμάτων αυτών, μια ενοχοποίηση ακόμη και συνηγόρων υπεράσπισης!!! Ισως να αποτελεί και όλο αυτό το σκηνικό η τελευταία προσφορά τελικά στο σύστημα, της λεγόμενης «17Ν»... Με την πολυδιαφημιζόμενη «εξάρθρωσή» της ίσως να συμβάλει αποφασιστικά και στην... εξάρθρωση και αυτού ακόμα του αστικού δικαιϊκού συστήματος, (έτσι όπως τουλάχιστον το γνωρίσαμε τα τελευταία 30 χρόνια).
Οι υποστηριχτές αυτής της αθλιότητας ισχυρίζονται ότι ο Σ. Ξηρός χαροπάλευε και δεν ήταν «δεκτικός της συλλήψεως». Αυτό όμως δε δικαιολογούσε τη μη έκδοση εντάλματος. Επιπλέον, αφού δεν ήταν δεκτικός της συλλήψεως, γιατί ήταν δεκτικός της ανακρίσεως; Η ανάκριση του Σ. Ξηρού από την Αντιτρομοκρατική - όπως βεβαίωσαν θεράποντες ιατροί και προσωπικό του «Ευαγγελισμού» - άρχισε λίγες ημέρες μετά την έκρηξη στον Πειραιά (29/6/2002), συγκεκριμένα στις 5/7/2002. Η πρώτη δε, επίσημη ανάκριση έγινε στις 11/7/2002 και στη συνέχεια ακολούθησαν δύο ακόμη συμπληρωματικές ανακρίσεις, στις 20 και 27 Ιουλίου 2002, χωρίς να έχει βγει ακόμη ένταλμα σύλληψης. Ολη αυτή η προανακριτική διαδικασία έγινε χωρίς την παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία είχε φροντίσει να μην μπερδεύεται δικηγόρος στα πόδια της, χρησιμοποιώντας πλήθος φαιδρών επιχειρημάτων: άλλοτε ότι δε χρειάζεται δικηγόρος στον Σ. Ξηρό γιατί δεν είναι κρατούμενος και δεν υπάρχει κανένα ένταλμα εναντίον του, άλλοτε ότι δε θέλει δικηγόρο γιατί συνεργάζεται με τις αρχές. Μάλιστα, οι υπέροχοι αυτοί «φύλακες» του νόμου δε δίστασαν να στείλουν fax, από τα γραφεία τους στη ΓΑΔΑ, σε τηλεοπτικό σταθμό και να καταργήσουν - σε ώρα τηλεοπτικής εκπομπή στον αέρα - δικηγόρο που εκπροσωπούσε την οικογένεια των Ξηρών επειδή όσα έλεγε δεν τους άρεσαν.
Φυσικά δε χρειάζεται καν να σταθούμε στο γεγονός - γιατί το αντιλαμβάνεται ο καθένας - ότι στην υπόθεση του Σ. Ξηρού, καταστρατηγήθηκε κάθε είδους ιατρική δεοντολογία και σεβασμός στα δικαιώματα του ασθενούς, το ιατρικό απόρρητο κι ό,τι προστατεύει την προσωπικότητα ενός ατόμου, που χαροπαλεύει, σε ιατρικό χώρο.
Την πραγματικότητα αυτή, το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση της «17Ν», τη νομιμοποίησε με την απόφασή του να θεωρήσει έγκυρες και νόμιμα ληφθείσες τις προανακριτικές καταθέσεις του κατηγορουμένου. Δεν είχε δε, το τακτ να βρει και να αναγνωρίσει - έστω και για τους τύπους - ένα ψεγάδι στην όλη διαδικασία. Ετσι άνοιξε μια τεράστια πόρτα ώστε τέτοιες παρανομίες, τέτοιες απαλλοτριώσεις στοιχειωδών δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων να αποκτήσουν μαζική εφαρμογή.
Βασανιστήρια έχουν καταγγείλει κι άλλοι κατηγορούμενοι κατά τη διάρκεια της κράτησή τους στην Αντιτρομοκρατική, όπως άσκηση ψυχολογικής βίας με απειλές για τη σωματική τους ακεραιότητα, απειλές για την ακεραιότητα συγγενικών τους προσώπων εν είδει εκβιασμού κλπ. Για καθεστώς ψυχολογικής τρομοκρατίας στη διάρκεια του επισκεπτηρίου στην Αντιτρομοκρατική έχουν μιλήσει και συγγενείς των κατηγορουμένων, ενώ ο κατηγορούμενος Β. Τζωρτζάτος έχει καταγγείλει ότι βασανίστηκε αγρίως από άνδρες της περιβόητης υπηρεσίας έως ότου του αποσπάσουν ομολογίες. Το δικαστήριο ποιεί την νήσσαν για όλα αυτά, όπως ακριβώς έπραξαν πριν τη δίκη όλα τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας, τα οποία υποτίθεται ότι υπάρχουν για να ελέγχουν την τήρηση της νομιμότητας.
Αλλά και όλα αυτά να μην ίσχυαν, το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι έχουν ειδικό καθεστώς φυλάκισης, σε ειδικά κελιά (οι ίδιοι τα ονομάζουν λευκά), συν ότι ορισμένοι από αυτούς κρατήθηκαν, παρανόμως, σε αυστηρή πολύμηνη απομόνωση, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Τα βασανιστήρια επέστρεψαν - αν υποθέσουν ότι κάποτε έπαψαν να υπάρχουν - και το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση της «17Ν» σφυρίζει αδιάφορα, ενώ κάνει πως δεν ακούει στα αιτήματα των συνηγόρων υπεράσπισης να επισκεφθούν οι παράγοντες της δίκης τους χώρους κράτησης των πελατών τους. Ετσι νομιμοποιεί εμμέσως την καταστρατήγηση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανοίγοντας το δρόμο για επανάληψη του φαινομένου, σε μαζικότερες διαστάσεις, στο μέλλον.
Οσο δεν υπήρχαν ατράνταχτες αποδείξεις για το γεγονός, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου Μ. Μαργαρίτης λοιδορούσε τους κατηγορούμενους για τον ισχυρισμό τους αυτό λέγοντας κάθε τρεις και λίγο με πομπώδες ύφος: «Αν είναι αλήθεια αυτά που λέτε και συνέβαιναν σε μένα θα γκρέμιζα το κράτος». Οταν ήρθαν αδιαμφισβήτητα στοιχεία που επιβεβαίωναν την παρουσία αστυνομικών στο ανακριτικό γραφείο, κατά τη διάρκεια των απολογιών, ο πρόεδρος κατάπιε τη γλώσσα του. Κι αντί να γκρεμίσει το κράτος, δίπλα στον τοίχο που υπήρχε, με τη βοήθεια των υπολοίπων δικαστών, έκτισε κι άλλον έναν για στήριγμα, εκδίδοντας μια απόφαση που έλεγε ξεδιάντροπα πως όλα είχαν γίνει νόμιμα. Νόμιμη έκρινε, επίσης, το δικαστήριο και την κράτηση του Χριστόδουλο Ξηρού στην αντιτρομοκρατική για 9 ακόμη ημέρες μετά την απολογία του στον ανακριτή, ενώ κανονικά θα έπρεπε να οδηγηθεί στις φυλακές.
«Ορίζω την Επανάσταση ως την επικράτηση του Νόμου, την ανάσταση του Δικαίου, την αντίδραση της Δικαιοσύνης», έγραφε ο J. Michelet, στην «Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης». Ασφαλώς κανείς σύγχρονος επαναστάτης, κανείς μαρξιστής δε θα ορίσει έτσι την επανάσταση. Ούτε τη Γαλλική αστική επανάσταση, ούτε τη σύγχρονη Προλεταριακή. Φαίνεται όμως πως φτάσαμε στην εποχή που για την εφαρμογή στοιχειωδών κανόνων δικαίου, για την απολαβή στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χρειάζεται κανείς να επαναστατήσει...