ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Φλεβάρη 2009
Σελ. /32
Το αύριο στο σήμερα

Υπάρχουν δύο αναμφισβήτητα γεγονότα που από μόνα τους επιβεβαιώνουν ότι πολύ σωστά κάνουν οι Θέσεις για το σοσιαλισμό που επιχειρούν σε βάθος διερεύνηση και καθορισμό των αιτιών της αντεπανάστασης, ενώ αφήνουν και ανοιχτά θέματα για ακόμα βαθύτερη διερεύνηση. Αυτά τα αναμφισβήτητα γεγονότα είναι η μη προβολή και της παραμικρής αντίστασης το 1989-1991 στην προέλαση της αντεπανάστασης και δεύτερο η απίστευτη κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Και μόνο αυτά μας δείχνουν ότι η οπορτουνιστική παρέκκλιση βρισκόταν πολύ πίσω στο χρόνο μέχρι να εξελιχθεί σε συνειδητή προδοσία.

Επομένως, είναι άλλο πράγμα να αναδείχνουμε - και πολύ σωστά κάνουμε - τη μεγάλη προσφορά του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα και άλλο να αναδείχνεται αυτή η προσφορά ως ένα είδος «ναι μεν, αλλά», όπως γίνεται από συντρόφους στον προσυνεδριακό διάλογο. Αυτή η αντιμετώπιση σημαίνει αδυναμία να βγουν ουσιώδη συμπεράσματα.

Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι όλα άρχισαν «μέχρι και την εμφάνιση της ψευτοπερεστρόικα» και ότι ο κεντρικός σχεδιασμός λειτουργούσε. Δε νομίζω ότι μπορούσε να υπάρχει και γνήσια «περεστρόικα», ωστόσο μένει να εξηγηθεί το πώς γεννήθηκε αυτή; Ποια κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά αίτια έκαναν δυνατή τη μεταπήδηση στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης χιλιάδων και χιλιάδων κομματικών στελεχών του σοσιαλιστικού κράτους και των καθοδηγητικών οργάνων; Απάντηση σε αυτό δεν έχει δοθεί στη σχετική αρθρογραφία που υποστηρίζει ότι το κακό άρχισε το 1985-1986, ενώ κλείνει και τα μάτια στο θέμα των ολοφάνερων παραβιάσεων του κεντρικού σχεδιασμού, υποστηρίζοντας ότι λειτούργησε, αν και συνεχώς αποδυναμωνόταν.

Οι Θέσεις ανατρέχουν στο μακρινό παρελθόν, προσπαθώντας επίσης να διερευνήσουν τις πραγματικές αιτίες και όχι παίρνοντας ως αιτίες τις συνέπειες των αιτιών, όπως βλέπουμε να γίνεται σε σειρά άρθρων.

Στην πολιτική όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, που μπορεί να φανεί στη ζωή μετά από 50, 60 ή 70 χρόνια, ενώ εμείς να νομίζουμε στο μεταξύ ότι ενδιάμεσα όλα βαδίζουν καλά ή σχεδόν καλά.

Ας πάρουμε έναν από τους 3 άξονες των Θέσεων, τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, πολλά χρόνια πριν φθάσουμε στην «περεστρόικα».

Επιβεβαιώθηκε η πολιτική του λεγόμενου «κοινοβουλευτικού περάσματος» στο σοσιαλισμό; Επιβεβαιώθηκε η πολιτική των αντιμονοπωλιακών κυβερνήσεων, που αποτελούσαν μία μορφή σταδίου; Η αρνητική πείρα της Χιλής, της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων απαντά όχι.

Μπόρεσαν τα ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης να διαμορφώσουν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα 1941-1945 σε πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας; Το αποτέλεσμα λέει όχι. Δε λέω αν νίκησαν σώνει και καλά, αλλά αν διαμόρφωσαν τέτοια στρατηγική. Δε διαμόρφωσαν, όπως δε διαμόρφωσαν και τα ΚΚ της Ανατολικής Ευρώπης. Στην επικράτηση της εργατικής εξουσίας εκεί βάρυνε ο ρόλος του Κόκκινου Στρατού. Και βάρυνε, όχι μόνο στον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και ως διεθνές δέος που εμπόδιζε την ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση.

Υπήρξε λαθεμένη εκτίμηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων; Η εκτίμηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ότι είχε καταλυθεί από τις ΗΠΑ η εθνική ανεξαρτησία της Βρετανίας, της Ιαπωνίας, της Ιταλίας κ.ά. ήταν λαθεμένη και αυτό επιβεβαιώθηκε. Διότι προφανώς και δεν υπήρξε κάποια σύγκρουση με τις ΗΠΑ, για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους... Ειδικά η Βρετανία, ήταν πάντα και είναι η φωνή των ΗΠΑ στην Ευρώπη.

Και τι αποτελέσματα έφερε η πρόταξη των «εθνικών ιδιομορφιών» που καταργούσε ή υποβάθμιζε τις γενικές νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης; Στην ουσία έφερε τη νεκρανάσταση του Μπουχάριν. Εφερε την αποκρυστάλλωση του «ευρωκομμουνισμού» και την ανάπτυξη της αστικής τάξης και του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος στην Πολωνία, στη Γιουγκοσλαβία, στην Ουγγαρία και αλλού. Από την άλλη, η ερμηνεία που δόθηκε στην ειρηνική συνύπαρξη από το 20ό Συνέδριο, που είχε όμως αρχικά διατυπωθεί σ' ένα βαθμό στο 19ο, δημιούργησε αυταπάτες, πέρα από τα άλλα αρνητικά αποτελέσματα που είχε.

Ενας σύντροφος έγραψε ότι τις Θέσεις της ΚΕ τις χαρακτηρίζει μια αυταρχική αντίληψη. Εκπλήσσεσαι αρχικά γι' αυτό, αλλά στη συνέχεια γίνεται αντιληπτό το σκεπτικό. Είναι εκείνο που συναντάς σε συζητήσεις για το σοσιαλισμό και που δείχνουν ότι η συνήθεια και η πίεση της αστικής ιδεολογίας είναι ισχυρή. Εννοώ ότι η σοσιαλιστική δημοκρατία σε σειρά θεμάτων αντιμετωπίζεται με κριτήρια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, ποια είναι τα θετικά στοιχεία της αστικής που θα κρατήσει η σοσιαλιστική και θα διευρύνει τα δημοκρατικά δικαιώματα και κατακτήσεις, όπως γράφτηκε; Ο γενικός χαρακτήρας των εκλογών και το δικαίωμα της προσωπικής ιδιοκτησίας που αποκτιέται με την εργασία, γράφτηκε.

Στα ζητήματα αυτά το Κόμμα μας έχει απαντήσει στις Θέσεις και στο Πρόγραμμά του. Επιγραμματικά θίγω ορισμένα ζητήματα της πάλης για το σοσιαλισμό και της αντίληψης για την οικοδόμηση, υπογραμμίζοντας ότι η σοσιαλιστική είναι ανώτερου τύπου δημοκρατία, πρωτόγνωρη και αντίστοιχη με την κορυφαία πράξη της επανάστασης: Την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Αρα του κεντρικού σχεδιασμού με εργατικό έλεγχο - διεύθυνση, που θα πει την εφαρμογή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στο επίπεδο της κοινωνίας.

1. Το ΚΚΕ είναι το κόμμα της εργατικής τάξης και όχι γενικά του λαού. Του λαού είναι με την έννοια ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης αποτελεί προϋπόθεση για την απελευθέρωση και των λαϊκών στρωμάτων. Αρα το ΚΚΕ αγωνίζεται και για αυτά τα στρώματα.

2. Την εξουσία της η εργατική τάξη δεν τη μοιράζεται με κανένα. Κατακτά τον ηγετικό ρόλο της στη συμμαχία, όπου οι σύμμαχοι βλέπουν σε αυτή την εξουσία την ικανοποίηση και των δικών τους συμφερόντων και τη στηρίζουν.

3. Το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο πάλης μπορεί να μην ξεκινά υποχρεωτικά ως επαναστατικό (έτσι το έχουμε στο Πρόγραμμα γι' αυτό και δε βάζουμε τη συμφωνία των συμμάχων δυνάμεων στην εργατική εξουσία ως όρο για το Μέτωπο), όμως το Μέτωπο στην πορεία επαναστατικοποιείται (επιδιώκουμε εμείς την επαναστατικοποίησή του) και θέτει το θέμα της σοσιαλιστικής εξουσίας ως μόνης απάντησης στη σημερινή, αφού ενδιάμεση δεν υπάρχει, αφού η επανάσταση θα είναι μια, η σοσιαλιστική.

Αν δε δούμε έτσι το ζήτημα, τότε θα αντιμετωπίζουμε το Μέτωπο διαστρεβλωμένα και ως μέσο για μια ενδιάμεση εξουσία, άρα από το παράθυρο θα βάζουμε τα στάδια. Που σημαίνει επιπλέον ότι θα πρέπει να επιδιώκουμε τη συμμαχία και αστικών δυνάμεων! Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με το Πρόγραμμα, άρα και με τις Θέσεις για το σοσιαλισμό, αφού αυτά πηγαίνουν μαζί. Οδηγεί εκ των πραγμάτων σε πάλη για να γίνει ο καπιταλισμός φιλολαϊκός!...

Δύο ζητήματα ακόμα:

1. Είναι λάθος η θέση 36 ότι «μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας»; Δεν είναι λάθος. Στο σοσιαλισμό η εργασία δεν έχει αξία, γιατί παύει να είναι εμπόρευμα. Αυτή εξάλλου είναι η πρώτη απόδειξη της ελευθερίας. Οπως έγραψε ο Ενγκελς, υπερασπίζοντας την ανάλυση του Μαρξ, ο χρόνος εργασίας του ενός δεν αξίζει περισσότερο από το χρόνο εργασίας του άλλου. «Εφόσον αυτό γίνει κατανοητό, δεν έχουν κανένα νόημα πια όλες οι προσπάθειες (...) ρύθμισης της μελλοντικής κατανομής των μέσων ύπαρξης σαν είδος ανώτερου μισθού εργασίας...». Η εργατική δύναμη δεν μπορεί να πληρώνεται στο σοσιαλισμό με βάση την αναγωγή της σύνθετης εργασίας στην απλή. Γιατί οι γνώσεις που διαθέτει ο ειδικευμένος αποκτήθηκαν με έξοδα της κοινωνίας. Βεβαίως στο σοσιαλισμό παίρνονται υπόψη κοινωνικά κριτήρια που αφορούν ειδικές κατηγορίες του πληθυσμού, όπως η εργαζόμενη μάνα, τα άτομα με αναπηρία, άλλα τμήματα των εργαζομένων.

Η άποψη ότι αυτή η θέση είναι ισοπεδωτική και θα οδηγήσει στη δυσαρέσκεια εργαζομένων και στην οκνηρία, δεν παίρνει καν υπόψη της το μεγάλο σταχανοβίτικο κίνημα, αυτή την εποποιία που έδειξε το δρόμο της κομμουνιστικής εργασίας και τη βάση διαπαιδαγώγησης των μαζών, το «τράβηγμά» τους στη συνειδητή δράση. Και τα αποτελέσματα που έφερε...

2. Το κλειδί των Θέσεων για το σοσιαλισμό συμπυκνωμένα βρίσκεται στο τέλος της Θέσης 5: «...η όποια καθυστέρηση και πολύ περισσότερο η υποχώρηση στην ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων, οδηγεί στην όξυνση της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής (...) υπάρχει αντικειμενική βάση που εμπεριέχει τη δυνατότητα υπό ορισμένες προϋποθέσεις κοινωνικές δυνάμεις να λειτουργήσουν ως δυνάμει φορείς των εκμεταλλευτικών σχέσεων...».

Αν αυτή η Θέση ανατραπεί, ουσιαστικά ανατρέπεται όλο το κείμενο. Ομως οι κομμουνίστριες και οι κομμουνιστές την αντιλαμβάνονται και την υπερψηφίζουν.


Μάκης Μαΐλης

Για το δεύτερο θέμα

Στον καπιταλισμό η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα που πουλάει στον καπιταλιστή. Το μεταβλητό κεφάλαιο που ξοδεύει αυτός για την αγορά της εργατικής δύναμης παρουσιάζεται με τη μορφή του μισθού εργασίας. Ο μισθός εργασίας υπάρχει σε δύο βασικές μορφές: Με το χρόνο και με το κομμάτι. Προφανώς, δε λαμβάνει υπόψη ο καπιταλιστής ιδιαίτερες ανάγκες, συνθήκες κλπ., δηλαδή όπως λένε οι θέσεις βάσει της αξιακής προσέγγισης για το εργασιακό χρηματικό εισόδημα ανάγεται «η σύνθετη και ειδικευμένη εργασία σε απλή» (σελ. 40).

Στο σοσιαλισμό η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα. Η ατομική εργασία αποτελεί μέρος της συνολικής κοινωνικής εργασίας και κατανέμεται από τον κεντρικό σχεδιασμό. Το κοινωνικό προϊόν αυτής κατανέμεται σχεδιασμένα στους εργαζόμενους. Το μέρος του προϊόντος που προορίζεται για ατομική κατανάλωση και άρα αγοράζεται και πωλείται δεν είναι εμπόρευμα και για αυτό το λόγο καθόλη τη διάρκεια της πρώτης βαθμίδας του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής πρέπει να εξαλειφθεί βαθμιαία η κατανομή του με χρηματική μορφή.

Ενα μέρος του κοινωνικού προϊόντος οι εργαζόμενοι το λαμβάνουν με τη μορφή κοινωνικών παροχών (κατοικία, υγεία, παιδεία, ασφάλιση κ.ά.) και ένα άλλο ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας τους.

Οι Θέσεις της ΚΕ δεν απορρίπτουν ούτε αλλάζουν τη θέση αυτή όπως κάποιοι φωνασκούν «ανησυχώντας» για το Πρόγραμμα του ΚΚΕ. Αντιθέτως, οι θέσεις εμπλουτίζουν την αρχή αυτή, που έχει διατυπωθεί στο Πρόγραμμα αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας, που καθορίζει το σχέδιο με βάση τις συνολικές ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, τους υλικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η "ατομική" εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κλπ. ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Δηλαδή, πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, άσκηση εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση» (σελ. 9-10).

Η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος δεν πρέπει να καθορίζεται ούτε από την απόδοση της εργασίας, ούτε από την έντασή της, αφού πρώτον η αποδοτικότητα της εργασίας και κατά συνέπεια μιας επιχείρησης εκφράζεται σε ποσοστό του κέρδους σε σχέση με το πλήρες κόστος του προϊόντος που πουλήθηκε1. Και δεύτερον η ένταση της εργασίας λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της εργάσιμης μέρας.

Ωστόσο, δε θα πρέπει να εκλαμβάνεται μονόπλευρα ο χρόνος εργασίας ως ένα μέγεθος ξεκομμένο από την παραγωγική διαδικασία και τη ζωή των εργαζομένων στο σοσιαλισμό. Οι θέσεις περιγράφουν πολύ σωστά πώς πρέπει να καθορίζεται ο χρόνος εργασίας από τον κεντρικό σχεδιασμό (που είναι κομμουνιστική σχέση παραγωγής - κατανομής).

Για παράδειγμα, εάν ένας εργαζόμενος δεν τηρεί σωστή στάση απέναντι στη δουλειά του θα ταυτίζεται ο χρόνος εργασίας του που θα είναι ίδιος με αυτόν ενός πρωτοπόρου εργαζομένου; ΄Η για παράδειγμα ένας αμμοβολιστής που λόγω της φύσης της δουλειάς του και των συνθηκών δεν μπορεί να έχει την ίδια εργάσιμη μέρα ώστε να ζήσει όσο είναι ο μέσος όρος ζωής, οι λιγότερες ώρες εργασίας του θα αμείβονται λιγότερο από περισσότερες ώρες εργασίας ενός ας πούμε τηλεφωνητή; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη, αν αναλογιστούμε τι γράφουν οι θέσεις.

Επίσης, πολύ σημαντικό είναι να ξεκαθαρίσουμε πως η κατανομή ανάλογα με την εργασία είναι νομοτέλεια της πρώτης φάσης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής. Στη φάση αυτή «... διαμορφώνονται οι υλικές προϋποθέσεις για την κατάργηση της διαφοροποίησης στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των εργαζομένων του κρατικού (κοινωνικού) τομέα» (σελ. 7). Με άλλα λόγια, δεν μπορούν να καταργηθούν όλες οι διαφοροποιήσεις από όταν αρχίζει να διαμορφώνεται ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής καθώς δεν υπάρχουν από τα πριν οι υλικές προϋποθέσεις.

Οπως, επίσης, το γεγονός ότι «... εργαζόμενοι της πνευματικής εργασίας και υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης τείνουν να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο από το συνολικό κοινωνικό προϊόν, αφού δεν έχει κυριαρχήσει η "κομμουνιστική στάση" απέναντι στην εργασία» (σε συνθήκες πρώιμης σοσιαλιστικής ανάπτυξης), δε σημαίνει ότι είναι νομοτέλεια παρά μόνο ένα από τα υπολείμματα του καπιταλισμού που πρέπει σχεδιασμένα να εξαλείφονται.

Επιπλέον, υπάρχει ακόμα η άποψη που κυριάρχησε στο ΚΚΣΕ από το 20ό Συνέδριό του ότι η αμοιβή πρέπει να συνδέεται με την παραγωγικότητα της εργασίας, λειτουργώντας ως κίνητρο για να βελτιώνει ο εργαζόμενος την εργασία του2. Η άποψη αυτή καταγράφεται χαρακτηριστικά ως εξής στο εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας του 1961: «Ο μισθός εργασίας αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά όργανα, που με τη βοήθειά τους πετυχαίνεται στη σοσιαλιστική κοινωνία το προσωπικό υλικό ενδιαφέρον κάθε εργαζόμενου για τα αποτελέσματα της εργασίας του: όποιος εργάζεται περισσότερο και καλύτερα, παίρνει και περισσότερα3».

Τέτοια υλικά κίνητρα δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που κρατούν στάσιμη την παραγωγικότητα, αλλά και δε βοηθούν να κατανοήσει ο εργαζόμενος, που οικοδομεί τη σοσιαλιστική κοινωνία, τη σημασία της παραγωγικότητας. Δε βοηθούν σε τελική ανάλυση να διαμορφωθεί κοινωνική συνείδηση και κομμουνιστική στάση στην εργασία.

Για την παραγωγικότητα της εργασίας (η οποία έχει τεράστια σημασία στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού και είναι θεμελιακό καθήκον γι' αυτή) αξίζει να ανατρέξουμε σε ορισμένα παλαιότερα ντοκουμέντα: Κατ' αρχάς στο σχέδιο προγράμματος του ΚΚΡ (μπ) του 1919: «Το ανέβασμα της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί ένα από τα θεμελιακά καθήκοντα, γιατί χωρίς αυτό είναι ανέφικτο το οριστικό πέρασμα στον κομμουνισμό. Η επίτευξη του σκοπού αυτού, εκτός από τη μακρόχρονη δουλειά για τη μόρφωση των μαζών και την άνοδο του πολιτιστικού τους επιπέδου, απαιτεί την άμεση, πλατιά και ολόπλευρη χρησιμοποίηση των ειδικών της επιστήμης και της τεχνικής4...».

Δεύτερον, στο άρθρο του Ι. Β. Στάλιν στην «Πράβντα» το 1929 «Ο χρόνος της μεγάλης στροφής»: «...κατορθώσαμε να πετύχουμε αποφασιστική στροφή στον τομέα της παραγωγικότητας της εργασίας... αυτή εκφράστηκε με την ανάπτυξη της δημιουργικής πρωτοβουλίας και μιας μεγάλης έξαρσης στη δουλειά των εκατομμυρίων της εργατικής τάξης... διεγείρονταν προς τρεις βασικές κατευθύνσεις:

α) προς την κατεύθυνση της πάλης ενάντια στη γραφειοκρατία που αλυσοδένει την πρωτοβουλία και τη δραστηριότητα των μαζών στη δουλειά - με την αυτοκριτική.

β) προς την κατεύθυνση της πάλης ενάντια σε κείνους που το σκάνε από τη δουλειά και παραβιάζουν την προλεταριακή πειθαρχία στη δουλειά - με τη σοσιαλιστική άμιλλα.

γ) προς την κατεύθυνση της πάλης ενάντια στη ρουτίνα και την αδράνεια στην παραγωγή - με την οργάνωση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρήσεων»5.

Τέλος, θεωρώ λανθασμένη την προσέγγιση ορισμένων συντρόφων, οι οποίοι προσεγγίζουν το ζήτημα της αγροτικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ και γενικότερα, με μονομέρεια, παραλείποντας στοιχεία και επομένως αντιεπιστημονικά, αντιδιαλεκτικά.

Αρχικά, ο ισχυρισμός ότι ο συνεταιρισμός είναι σοσιαλιστική σχέση είναι το λιγότερο άστοχος. Ο συνεταιρισμός βασίζεται στην ομαδική, κολχόζνικη ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στα παραγόμενα προϊόντα και όχι στην κοινωνική. Μόνο από αυτό διαπιστώνουμε το λάθος του ισχυρισμού. Οι θέσεις είναι σαφέστατες: «Ο παραγωγικός συνεταιρισμός θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας με τη συγκέντρωση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, την οργάνωσή της, τον καταμερισμό εργασίας μέσα στο συνεταιρισμό, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών» (σελ. 39).

Δεν είναι, λοιπόν, αυτονόητο ούτε νομοτελειακό ότι αναπτύσσονται οι σχέσεις παραγωγής στην αγροτική οικονομία και όπου αλλού έχεις αυτή τη μορφή ιδιοκτησίας. Αυτό συμβαίνει εάν με τα μέτρα που παίρνει η σοσιαλιστική εξουσία ενισχύεται η συγκέντρωση της παραγωγής και βαθμιαία, σχεδιασμένα η κοινωνικοποίησή της. Σε περίπτωση που συμβεί το αντίθετο ενισχύεται η εμπορευματική παραγωγή, που είναι υπόλειμμα του καπιταλισμού.

1. «Αποδοτικότης», σελ. 773 τ. 1 «Παγκόσμια Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια», εκδ. «Κυψέλη» 1963.

2) Βλ. εισήγηση Ν. Σ. Χρουτσόφ και έκθεση Ν. Α. Μπουλγκάνιν στο 20ό Συνέδριο.

3) «Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ», «Πολιτική Οικονομία», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ», σελ. 577.

4) Β. Ι. Λένιν, «Απαντα» Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 38 σελ. 97.

5) Ι. Β. Στάλιν, «Απαντα» εκδοτικός οίκος «Γνώσεις», τ. 12 σελ. 139-140.


Χρήστος Παπαλεωνίδας
ΟΒ Μηχανολόγων Μηχανικών ΕΜΠ της ΚΝΕ

Για την ισχυροποίηση του ΚΚΕ στον τομέα Υγείας - Πρόνοιας

Οι εκτιμήσεις των Θέσεων για το 18ο Συνέδριο σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στην οικονομία, στην πολιτική και την κατάσταση της εργατικής τάξης επιβεβαιώνονται και στον τομέα της Υγείας - Πρόνοιας.

Ενισχύεται η τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Στον ιδιωτικό τομέα υγείας κυριαρχούν 4-5 μονοπωλιακοί όμιλοι π.χ. όμιλος «Marfin» της αραβικής «Dubai Financial» («Υγεία» - «Μητέρα»), ο γερμανικός «Asklepios» («Ιατρικό») ο ολλανδικός «Eureko», ο όμιλος «Euromedica», «Βιοϊατρικής» κλπ.

Βασικός μοχλός ενίσχυσης αυτής της τάσης αποτελούν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Προωθούν την επιχειρηματική δράση και στα δημόσια νοσοκομεία, τη λειτουργία τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, τις ΣΔΙΤ, τη μείωση των παροχών υγείας από τα ασφαλιστικά ταμεία. Προωθούν την αφαίρεση εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων του κλάδου και τη συνεχή αύξηση της εκμετάλλευσής τους. Στη συγκυρία της οικονομικής κρίσης, η επίθεση στα πιο θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων και οι συνέπειες από την ασκούμενη πολιτική του ευρωμονόδρομου θα είναι ακόμη μεγαλύτερης έντασης.

Πιο συγκεκριμένα, θα αυξηθεί ακόμη παραπέρα η καταλήστευση του λαϊκού εισοδήματος και των ασφαλιστικών ταμείων για υπηρεσίες υγείας (ήδη οι εργαζόμενοι πληρώνουν 7 δισ. ευρώ κάθε χρόνο από την τσέπη τους). Η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων κινδυνεύει να στερηθεί βασικά δικαιώματα, σε όλο το φάσμα των αναγκαίων υπηρεσιών υγείας (Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας - ΕΚΑΒ - νοσοκομειακή περίθαλψη - φάρμακο - Μονάδες Εντατικής Θεραπείας - Πρόνοια). Επιπλέον σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους του κλάδου, είναι χαρακτηριστικό ότι η εντατικοποίηση της εργασίας, λόγω της έλλειψης προσωπικού, έχει ήδη δημιουργήσει συνθήκες εργασίας - νοσηλείας στο όριο της επικινδυνότητας, για εργαζόμενους και ασθενείς. Μπροστά στην επερχόμενη οικονομική κρίση αυξάνονται ήδη οι απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα, η εφαρμογή των ευέλικτων σχέσεων εργασίας και της διευθέτησης του χρόνου εργασίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Η όξυνση των παραπάνω προβλημάτων και οι επιπτώσεις από την κρίση διαμορφώνουν μία αντιφατική κατάσταση για το εργατικό κίνημα. Από τη μία αυξάνεται ο κίνδυνος της υποχώρησης και του συμβιβασμού των εργαζομένων κάτω από την αύξηση των προβλημάτων, την εργοδοτική τρομοκρατία. Σε αυτές τις συνθήκες βρίσκει πιο πρόσφορο έδαφος ο συντεχνιασμός και ο οπορτουνισμός, που τάζει άμβλυνση των συνεπειών. Συνεχίζει να καλλιεργεί την αυταπάτη της αρμονικής συνύπαρξης του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα υγείας, σε συνθήκες επίθεσης του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Από την άλλη όμως και παράλληλα αυξάνεται και η αγανάκτηση των εργαζομένων, η συνειδητοποίηση των πραγματικών αιτιών των προβλημάτων, διαμορφώνοντας σημαντικές δυνατότητες για τη ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων, για την εκδήλωση της πολιτικής αντεπίθεσης του ΚΚΕ.

Η μετατροπή της δυνατότητας σε πραγματικότητα προϋποθέτει καταρχήν την ένταση της προσπάθειας για αυτοτελή μαζική ιδεολογική και πολιτική ζύμωση, συνολική αντιπαράθεση με τη στρατηγική της αστικής τάξης, ανάδειξη της αναγκαιότητας της λαϊκής συμμαχίας, προβολή της επικαιρότητας του σοσιαλισμού.

Ομως πέρα απ' αυτή την προσπάθεια κρίσιμο ζήτημα παραμένει η έκβαση της πάλης με τον οπορτουνισμό για τον προσανατολισμό της δράσης του εργατικού κινήματος τόσο στο χώρο της υγείας, όσο και γενικότερα. Χωρίς ουσιαστική εξειδίκευση της γενικής πολιτικής γραμμής, χωρίς σχεδιασμένη καθημερινή δράση, που θα υπηρετεί τη στρατηγική του Κόμματος, δεν μπορεί να κερδηθεί η σημαντική μάχη του προσανατολισμού του κινήματος.

Η παραπέρα επεξεργασία ριζοσπαστικών στόχων πάλης που σηματοδοτούν την ανάγκη σύγκρουσης με την εξουσία των μονοπωλίων και η μαχητική διεκδίκησή τους ανοίγει το δρόμο για τη συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων τόσο στους εργαζόμενους και φοιτητές - σπουδαστές του κλάδου, όσο και στη λαϊκή οικογένεια. Συσπείρωση που κινείται σε γραμμή όξυνσης της ταξικής πάλης και όχι διαχείριση - άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης (π.χ. κατάργηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα υγείας - πρόνοιας, άμεση κατάργηση της ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο υγείας κ.ά.).

Επίσης με κοινωνικοταξικά κριτήρια, αλλά και με μεγαλύτερη επιμονή και εξειδίκευση χρειάζεται να παρέμβουμε στα τμήματα των εργαζομένων στα οποία αντικειμενικά διαμορφώνονται οι υλικοί όροι που τους ωθούν στη συμμετοχή στο ΑΑΔΜ. Στο χώρο της υγείας η συντριπτική πλειοψηφία του νοσηλευτικού προσωπικού και οι νέοι μισθωτοί γιατροί χρειάζεται να μπουν πιο ειδικά και πρακτικά στον προσανατολισμό μας.

Τέλος, το ζήτημα της οικοδόμησης αναδεικνύεται στις Θέσεις ως βασική αδυναμία του Κόμματος. Σε ένα βαθμό η αδυναμία αυτή συνδέεται με την έλλειψη επιμονής και προσανατολισμού από τις δυνάμεις μας στην αναβάθμιση των δεσμών μας με την εργατική τάξη. Η προσπάθεια σταθεροποίησης των δεσμών και η συνεχής πολιτική - ιδεολογική στήριξη αρκετών πρωτοπόρων εργαζομένων που συγκρούονται ήδη ανοιχτά με την εργοδοσία πρέπει να αποτελέσει την προτεραιότητά μας για το ξεπέρασμα αυτής της αδυναμίας. Η στήριξη πρέπει να είναι συνεχής και όχι ευκαιριακή - περιορισμένη στις καμπές της ταξικής πάλης (π.χ. απεργίες - απολύσεις). Ετσι θα διευρύνεται στην πράξη ο μάχιμος ταξικός πόλος, ο οποίος θα παρακινεί στη δράση και νέα τμήματα των εργαζομένων και θα προχωρά η ισχυροποίηση του Κόμματος στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.


Κατερίνα Μιχαλιού
Μέλος του Τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ

Το συνέδριο της αντεπίθεσης προϋποθέτει κομμουνιστές αντεπίθεσης και στην παιδεία

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Η προμετωπίδα του 18ου Συνεδρίου μας χαρακτηρίζει το συνέδριο αυτό συνέδριο αντεπίθεσης. Νομίζω ότι αυτός ο στόχος για ένα τέτοιο συνέδριο είναι αντίστοιχος με τις σημερινές ανάγκες δράσης του Κόμματός μας για να μπορέσουμε και να αποκρούσουμε την ολομέτωπη και πολύπλευρη επίθεση που δεχόμαστε από τον ταξικό αντίπαλο, την αστική τάξη, από τον οπορτουνισμό και από τα ενεργούμενα του κεφαλαίου, αλλά και ταυτόχρονα για να μπορέσουμε επιθετικά, πειστικά, να προωθήσουμε τη γραμμή και τη στρατηγική του Κόμματός μας. Είναι γεγονός ότι και οι δυο εισηγήσεις της ΚΕ προς το Συνέδριό μας, μας εξοπλίζουν σημαντικά και γι' αυτό συμφωνώ μ' αυτές.

Για να γίνουμε όμως κόμμα αντεπίθεσης, είναι ανάγκη πρώτα απ' όλα εμείς οι κομμουνιστές ατομικά και συλλογικά, ως μέρος του συνολικού κομματικού οργανισμού, να γίνουμε κομμουνιστές αντεπίθεσης. Να γίνουμε δηλαδή ιδεολογικά, οργανωτικά, πολιτικά, θεωρητικά και πρακτικά ικανοί να ανταποκριθούμε σ' ένα τέτοιο καθήκον σε κάθε πόστο, σε κάθε χώρο.

Πρέπει δηλαδή, όσον αφορά σε μας τους εκπαιδευτικούς, να κατακτήσουμε την ικανότητα να δουλεύουμε με τη στρατηγική του Κόμματός μας και μέσα στην τάξη με τους μαθητές και στο γραφείο και στο σύλλογο με τους συναδέλφους, αλλά και με τους γονείς και στο γενικότερο περίγυρό μας.

Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε ικανοί όχι μόνο να αποκαλύπτουμε το σχολείο της ανταγωνιστικότητας - βαρβαρότητα, της στρατηγικής του κεφαλαίου, αλλά και να αντιπαραθέτουμε στο σχολείο αυτό το λαϊκό σχολείο, το σχολείο που θα υπηρετεί και θα υπηρετείται από τη λαϊκή εξουσία, τη λαϊκή οικονομία.

Αυτό σημαίνει πως πρέπει να 'χουμε την ικανότητα να αποδείχνουμε πώς συνδέονται οι εκπαιδευτικές πολιτικές, τα αναλυτικά προγράμματα, τα βιβλία με τις γενικότερες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, με τη στρατηγική του κεφαλαίου, την ανταγωνιστικότητα, την ασύδοτη και ανεμπόδιστη κερδοφορία του. Να 'χουμε την ικανότητα να θέτουμε στόχους παρεμπόδισης, αποτροπής και ανατροπής των επιμέρους και γενικότερων αντιλαϊκών εκπαιδευτικών πολιτικών στην προοπτική του λαϊκού σχολείου της λαϊκής εξουσίας.

Πρέπει να γίνουμε ικανοί να αποκαλύπτουμε πως θέλει το σύστημα να μας χειραγωγεί και να μας κάνει υποχείριους του, θύτες της ανταγωνιστικότητας, για να «διαπαιδαγωγούμε» τους μαθητές αυριανούς εργάτες, με τα «ιδανικά», τις απαξίες της ανταγωνιστικότητας, της καταρτισιμότητας, της απασχολησιμότητας, της εκπαιδευσιμότητας, της ασφαλισιμότητας, της επιβιωσιμότητας, με τα «ιδανικά» του Ευρωπαίου Πολίτη της συναίνεσης, της υποταγής, της χειραγώγησης, του πειθαναγκασμού, με τη βαρβαρότητα της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, της ευελιξίας της εργασίας κλπ. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να γίνουμε ικανοί να αποκαλύπτουμε πως είμαστε και πως γινόμαστε θύματα της ανταγωνιστικότητας, με την επιθετικότητα του κεφαλαίου ενάντια σε όλα τα δικαιώματά μας, ενάντια στο βιοτικό μας επίπεδο.

Την ίδια στιγμή επίσης πρέπει να γίνουμε ικανοί να προβάλλουμε την ανάγκη για άμεση απειθαρχία σ' αυτές τις επιδιώξεις του συστήματος και να αναδείχνουμε τη συνολική εναλλακτική λύση και διέξοδο από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Να αποδείχνουμε ότι όλος ο πλούτος δημιουργείται από την εργατική τάξη και τον δικαιούνται οι εργάτες, όλοι οι εργαζόμενοι, όχι μόνο γιατί τον παράγουν, αλλά και γιατί είναι εκείνη η κοινωνική δύναμη που ιστορικά επωμίζεται το ρόλο να δώσει συνέχεια στην εξέλιξη της κοινωνίας. Σε αυτήν την προοπτική θα πρέπει να θέτουμε αιτήματα και για την παιδεία και για το βιοτικό μας επίπεδο, αντίστοιχα με τις σύγχρονες ανάγκες μας, κάνοντας σαφές ότι επιδιώκουμε να πετύχουμε την όποια κατάκτηση και σήμερα, αλλά και ότι ταυτόχρονα η όποια κατάκτηση, αν δε συνδέεται με την προοπτική γενικότερων αλλαγών και κοινωνικών ανατροπών, θα 'ναι πάντα επισφαλής και έρμαιο των κάθε φορά συσχετισμών δυνάμεων και συγκυριών.

Η σημερινή κρίση του καπιταλιστικού συστήματος μας προσφέρει πρόσθετα χειροπιαστά επιχειρήματα για να αποδείξουμε ότι και τα πλούτη του κεφαλαίου τα πληρώνει ο εργάτης από την υπεραξία που του κλέβει ο ατομικός και ο συλλογικός καπιταλιστής, αλλά και την κρίση του συστήματος πάλι την πληρώνει ο εργάτης, με τις απολύσεις, την ανεργία, την ανέχεια, τη δυστυχία και όχι σπάνια ακόμα πιο επώδυνα και με πολέμους. Και όλα τούτα να τα δείχνουμε με στοιχεία ότι συμβαίνουν και θα συμβαίνουν επειδή υπάρχει και για όσο θα υπάρχει αυτό το σύστημα και μαζί του η κύρια αντίθεσή του, η αντίθεση της κοινωνικοποίησης της παραγωγής από τη μια, αλλά και της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής που επιτρέπει και επιβάλλει την ιδιοποίηση των προϊόντων της κοινωνικοποιημένης παραγωγής από την άλλη. Ετσι τώρα μπορούμε να αποδείχνουμε πιο χειροπιαστά τα όρια του σημερινού εκμεταλλευτικού συστήματος και την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα της νέας, της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Τέλος, το κλειδί για να φθάσουμε σ' αυτές τις αναγκαίες κοινωνικοοικονομικές ανατροπές, είναι το ΑΑΔΜ. Είναι πρώτιστη ευθύνη να το κατανοήσουμε, πρώτα και κύρια, εμείς οι ίδιοι βαθιά αυτό το μέτωπο, για να μπορούμε, με τη σειρά μας, να συμβάλουμε και στην αναγκαία, ευρύτερη κατανόηση της αναγκαιότητας αυτού του κοινωνικοπολιτικού μετώπου. Ευθύνη μας είναι και στο χώρο μας να συμβάλουμε στο χτίσιμο αυτού του μετώπου, ενισχύοντας την αρτηρία αυτού του μετώπου που είναι το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, το ΠΑΜΕ. Και η αναγκαιότητα αυτή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη και επείγουσα γιατί η παιδεία και η εκπαίδευση έχει βαρύνοντα ρόλο και από την άποψη της καθημερινής ενασχόλησης μ' αυτήν εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και από την άποψη της διαπάλης των ιδεών που σχετίζονται με το σήμερα και με το αύριο της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Εδώ υστερούμε, υπάρχουν αναστολές, αδράνειες συνείδησης και συνειδητοποίησης που πρέπει άμεσα να ξεπεραστούν για να μπορέσουμε αποτελεσματικά να αντιπαλέψουμε και την εκπαιδευτική πολιτική του κεφαλαίου και των πολιτικών φορέων του, αλλά και το δεξιό και αριστερό οπορτουνισμό που έχει βρει πρόσφορο έδαφος στο χώρο της εκπαίδευσης, μα πάνω απ' όλα για να συμβάλουμε στην προοπτική της επαναστατικής κατάκτησης και αμετάκλητης οικοδόμησης του σοσιαλισμού.


Δημήτρης Αγκαβανάκης



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ