ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Οχτώβρη 2005
Σελ. /28
ΔΙΕΘΝΗ
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Ο «νέος άνεμος» που πνέει στην Ευρώπη

Τα σοσιαλδημοκρατικά - κεντροαριστερά πειράματα σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία αποδεικνύουν το φιάσκο της «άλλης διαχείρισης»

«Σταματήστε την κοινωνική κλεψιά», λέει το πλακάτ του Γερμανού διαδηλωτή

Associated Press

«Σταματήστε την κοινωνική κλεψιά», λέει το πλακάτ του Γερμανού διαδηλωτή
Το επιτυχές αποτέλεσμα (8,7%) που συγκέντρωσε το «Αριστερό Κόμμα» στις εκλογές της 18ης Σεπτέμβρη στη Γερμανία έχει ξεσηκώσει στους κόλπους της λεγόμενης «ανανεωτικής Αριστεράς» έναν υπέρμετρο ενθουσιασμό και γίνεται λόγος για «νέο άνεμο που πνέει στην Ευρώπη». Είναι έτσι τα πράγματα; Οπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε οι όποιες εντυπώσεις δημιουργούνται από διάφορες δυνάμεις και στη χώρα μας είναι άνευ αντικειμένου. Εκεί που πρέπει να εστιαστεί η προσοχή είναι στο γεγονός ότι μια άλλη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση δεν μπορεί να αποτελέσει λύση για τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ο λαός της Γερμανίας και οι λαοί όλης της Ευρώπης. Το καπιταλιστικό σύστημα για να επιβιώσει έχει ανάγκη τις αναδιαρθρώσεις που προωθούνται και χτυπάνε τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα. Εκεί είναι η αιτία των προβλημάτων και μόνο η ρήξη με την πολιτική του κεφαλαίου, η ρήξη και ανατροπή της ΕΕ μπορεί να ανοίξει δρόμο προοπτικής για τους λαούς.

Για τα σοσιαλδημοκρατικά - κεντροαριστερά πειράματα, όσο και αν ξαναζεσταίνονται σήμερα, υπάρχει η εμπειρία από το πρόσφατο παρελθόν. Το τι συνέβη σε τρεις σημαντικές χώρες της ΕΕ, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία είναι αποκαλυπτικό.

Σοσιαλδημοκρατική αντιλαϊκή πολιτική

Στην Γερμανία εκφράστηκε μια έντονη δυσαρέσκεια σε συγκεκριμένα αντιλαϊκά μέτρα. Απόρριψη της πολυδιαφημισμένης «Ατζέντας 2010» και όλων των συμπαρομαρτούντων νόμων, όπως του «Χαρτζ IV» που θα περιθωριοποιήσει οριστικά τους ανέργους, αλλά και των προτάσεων των Επιτροπών Rurup και Herzog, που αφορούν τις απορυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό, στο ασφαλιστικό και στη συνολική αποψίλωση του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους». Το Αριστερό Κόμμα όμως, που ενισχύθηκε από τους ψηφοφόρους στις πρόσφατες εκλογές, μπορεί να συμβάλει σε μια διαφορετική προοπτική; Ορισμένες ενδείξεις μιλούν από μόνες τους:

  • Λίγο μετά τις εκλογές του 1998, που κέρδισε ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ, υπήρξε η επώνυμη μαρτυρία του βουλευτή του κόμματος της Αριστεράς, Βόλφγκανγκ Γκέρκε, σύμφωνα με την οποία ο Σρέντερ, παρά τις περί του αντιθέτου προεκλογικές διαβεβαιώσεις, ζήτησε και έλαβε τη «βοήθεια» επτά ψήφων από το PDS - τον «κορμό» του σημερινού κόμματος της Αριστεράς - προκειμένου να «σιγουρέψει» την εκλογή του. Ο Σρέντερ εκλέχτηκε πράγματι με επτά «επιπλέον» ψήφους καγκελάριος, χωρίς ωστόσο αυτές οι επτά επιπλέον ψήφοι να παίξουν ρόλο, δεδομένου ότι δε σημειώθηκε καμία «απώλεια» από το «στρατόπεδο» των βουλευτών του SPD και των Πρασίνων. SPD με 298 βουλευτές και Πράσινοι με 47, διέθεταν τότε από κοινού 345 ψήφους, δέκα δηλαδή περισσότερες από τον απαραίτητο αριθμό 335, για την απόλυτη πλειοψηφία στο μεγέθους τότε 669 εδρών «Μπούντεσταγκ».
  • Στο Βερολίνο υπήρξε συγκυβέρνηση SPD και PDS. O Χάραλντ Βολφ, ηγετικό στέλεχος του PDS και «υπουργός Οικονομικών» του Βερολίνου, στις δηλώσεις του στην «Berliner Zeitung» αναφορικά με το νόμο «Χαρτζ IV», που για μήνες έβγαλε εργαζόμενους και κυρίως ανέργους στους δρόμους του αγώνα, τόνιζε ότι συμφωνεί με τις αρχές του νόμου: «Αφού, όπως έλεγε, παρέχει στήριξη στους ανέργους και συνάμα προβάλλει απαιτήσεις». Εξάλλου, ο Βολφ σε συνεδριάσεις του τοπικού Κοινοβουλίου αρέσκεται να κάνει λόγο «για ατομική ευθύνη» όταν αναφέρεται στους ανέργους. Το PDS, ως συγκυβερνήτης του δήμου του Βερολίνου στον περιβόητο «κοκκινο-κόκκινο» συνασπισμό, προχώρησε σε δραστικές περικοπές στον τομέα των δημόσιων μεταφορών (Berliner Verkehrsbetriebe-BVG), με την ανοχή ή συνενοχή του Συνδικάτου Ver.di, όπου οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν, ενώ οι αποδοχές μειώθηκαν, περικόπηκαν τα δώρα, ακόμη και η διάρκεια των αδειών. Φυσικά, αυτό το ονόμασαν «σύμφωνο αλληλεγγύης». Το ειρωνικό είναι ότι τα μέλη του WASG, δηλαδή τα στελέχη του SPD που αποχώρησαν με επικεφαλής τον Οσκαρ Λαφοντέν και μαζί με το PDS ίδρυσαν το «Αριστερό Κόμμα», είναι πιο «κριτικά» ως προς τη συνεργασία με τον Σρέντερ. Εξάλλου, παρά τις πιέσεις, το «Αριστερό Κόμμα» είναι ακόμη μία εκλογική συμμαχία.
Διάψευση αυταπατών

Στη Γαλλία υπήρξε η «κεντροαριστερή» κυβέρνηση του Ζοσπέν, συμμαχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος με το ΚΚ Γαλλίας, τους Πράσινους και το Κίνημα πολιτών κατά του Μάαστριχτ (που αποσύρθηκε στην πορεία από την κυβέρνηση), συμμαχία που κέρδισε τις εκλογές τον Ιούνιο του 1997.

  • Είχαν υποσχεθεί λήψη δραστικών μέτρων για την καλπάζουσα ανεργία, πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων και των απολύσεων, αύξηση κατά 4% του κατώτερου μισθού, σεβασμό του συστήματος κοινωνικής περίθαλψης και συνταξιοδότησης, αύξηση της φορολογίας στις μεγάλες επιχειρήσεις, μείωση του ΦΠΑ και «εξανθρώπιση» του μεταναστευτικού νόμου. Τίποτε από αυτά δεν υλοποιήθηκε.
  • Αντίθετα, κατατέθηκαν αλλεπάλληλα νομοσχέδια για αύξηση του συνταξιοδοτικού ορίου στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μετοχοποιήθηκαν κρίσιμοι τομείς του δημοσίου, όπως είναι οι τηλεπικοινωνίες και η μεγαλύτερη αμυντική βιομηχανία της χώρας, αυξήθηκαν οι εισφορές για την κοινωνική και υγειονομική ασφάλιση και υιοθετήθηκε το 35ωρο, μέσα από όρους ελαστικοποίησης των ωραρίων εργασίας και μαζικές «εθελούσιες» εξόδους, ως μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης της ανεργίας. Το ότι η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να πάρει πίσω πολλά νομοσχέδια ή να «μειώσει» τις προσδοκίες της από τα «φιλόδοξα προγράμματα αναζωογόνησης της οικονομίας και περικοπής του ελλείμματος» οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις εντυπωσιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων (αξίζει ίσως να θυμηθεί κανείς την απεργία διαρκείας των οδηγών φορτηγών που παρέλυσε όλη την Ευρώπη και «τιμωρήθηκε» με επιβολή προστίμου από την ΕΕ, τις πολυήμερες κινητοποιήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, των εκπαιδευτικών, των φοιτητών, αλλά και των ανέργων).

Στην Ιταλία το 1996, ο συνασπισμός της Ελιάς κατόρθωσε να κερδίσει τις κοινοβουλευτικές εκλογές και να σχηματίσει «κεντροαριστερή» κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Ρομάνο Πρόντι, των «μετριοπαθών» Χριστιανοδημοκρατών, με στήριξη της «Κομμουνιστικής Επανίδρυσης». Το πρόγραμμα ακραιφνούς λιτότητας - όπως ήταν αναμενόμενο - προκάλεσε το 1998 δριμύτατη κρίση εντός του κυβερνητικού σχήματος, όπου κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού του 1998 η «Κομμουνιστική Επανίδρυση», που μέχρι τότε στήριζε την κυβέρνηση, αρνήθηκε να τον ψηφίσει. Ο κ. Πρόντι «αναχώρησε» και κατόπιν ανέλαβε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ ο Μάσιμο ντ' Αλέμα, πρώην ηγετικό στέλεχος του ΚΚ Ιταλίας και, μετά τη διάσπαση, ηγέτης των «Δημοκρατών της Αριστεράς», έλαβε το πρωθυπουργικό χρίσμα.

Εννοείται ότι ο ντ' Αλέμα συνέχισε το έργο του Πρόντι. Στα λιγότερα από δύο χρόνια παραμονής του στον πρωθυπουργικό θώκο - εξαιτίας των λαϊκών αντιδράσεων και της καταδίκης του από τον ιταλικό λαό στις σφυγμομετρήσεις, αναγκάστηκε να παραμερίσει και να παραδώσει τη σκυτάλη της εξουσίας στον Τζουλιάνο Αμάτο του Σοσιαλιστικού Κόμματος - το έργο του «πλουσιότατο».

Χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • Η προσπάθεια αναθεώρησης του νόμου 146 του 1990, που θα έδινε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να απαγορεύει τις απεργίες στους περισσότερους μη βιομηχανικούς τομείς και σε εργαζομένους που δεν ανήκουν σε συνδικάτα (lavoratori autonomi), όπως δικηγόροι, εργαζόμενοι στις μεταφορές, στα βενζινάδικα, οδηγοί ταξί, ή να επιβάλει βαριά πρόστιμα στους εργαζομένους στο δημόσιο τομέα που αρνούνται να ακολουθήσουν τις κυβερνητικές εντολές, πρόστιμα που αυτόματα θα κατακρατούνταν από τις μηνιαίες αποδοχές τους. Η αναθεώρηση βέβαια έμεινε στις προθέσεις της κυβέρνησης Ντ' Αλέμα εξαιτίας των μαζικών πολυήμερων απεργιών.
  • «Ευλυγισία της αγοράς εργασίας» ήταν το σύνθημα του Ντ' Αλέμα, που χρησιμοποιούσε κατά κόρον σε συναντήσεις τόσο με επιχειρηματίες όσο και με συνδικάτα προκειμένου να πείσει τους εργαζομένους για την αναγκαιότητα να γίνει το ιταλικό κεφάλαιο περισσότερο ανταγωνιστικό παγκοσμίως.
  • Για την επίτευξη του στόχου, έπρεπε να αποδέχονταν τις «μεταρρυθμίσεις» από το σύστημα υγείας έως το συνταξιοδοτικό, να εγκαταλείψουν τις απαιτήσεις για αύξηση αποδοχών, αλλά και μεγάλο τμήμα των εργασιακών δικαιωμάτων τους, ώστε να μειωθεί σημαντικά το κόστος εργασίας... Και όλα αυτά υπό τον ήχο των πολεμικών αεροσκαφών του ΝΑΤΟ, που απογειώνονταν από το Αβιάνο και άλλες βάσεις ανά την ιταλική επικράτεια για να βομβαρδίσουν τη Γιουγκοσλαβία...

Μετά την επικράτηση του Μπερλουσκόνι και όλα όσα ακολούθησαν με την εμβάθυνση της αντιλαϊκής πολιτικής, τώρα οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς ορέγονται εκ νέου την εξουσία. Θυμήθηκαν πάλι το «αγωνιστικό λεξιλόγιο» και με όχημα «ένα άλλος άνεμος φυσά πια στην Ευρώπη» προβάλλουν δήθεν νέο πρόσωπο, αλλά το πρόγραμμά τους είναι ίδιο στην ίδια αντιλαϊκή ρότα της ΕΕ.

Αυτή η εμπειρία είναι και η καλύτερη απάντηση για τους απανταχού ανανεωτές και «αριστερούς», ενσωματωμένους στην άλλη «σοσιαλδημοκρατική διαχείριση», που θέλουν μια «άλλη Ευρώπη», του «εξανθρωπισμού του καπιταλισμού», της λογικής «και με το κεφάλαιο και με τους εργάτες».


Χ. Ε.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ