ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 11 Απρίλη 2007
Σελ. /28
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Μπέκετ, Μποντ και Κόνραντ
«Οι ευτυχισμένες μέρες» στο «Αγγέλων Βήμα»

«Ευτυχισμένες μέρες»
«Ευτυχισμένες μέρες»
Επιστροφή στην πρώτη τέχνη του, την υποκριτική, με το γυναικείο μονόλογο του Σάμουελ Μπέκετ «Ευτυχισμένες μέρες» (μονόλογος που έγινε αμέσως διάσημος με την ερμηνεία της πρώτης διδάξασας το ρόλο της Γουίννυ, Μαντλέν Ρενώ, το 1963), σε δική του σκηνοθεσία, έκανε ο Κοραής Δαμάτης, στη σκηνή του καλαίσθητου νέου θεάτρου «Αγγέλων Βήμα». Το τολμηρό υποκριτικό εγχείρημα του Κ. Δαμάτη απέβη αποτελεσματικό και διόλου προκλητικό. Η ερμηνεία του διέθετε μέτρο, απλότητα, αμεσότητα και ανέδειξε την πεισιθανάτια ειρωνεία, τη βαθύτατη θλίψη για τη μοναξιά, τη φθαρτότητα και το αμετάκλητο τέλος του ανθρώπου, που αναδύεται από το μπεκετικό έργο. Συντελεστές της συνολικά ενδιαφέρουσας παράστασης ήταν η άμεση νοηματικά μετάφραση του Λευτέρη Γιοβανίδη, η υποδώρειας μελαγχολίας μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, και το αρμόζον στο ζοφώδες «τοπίο» του μπεκετικού θέματος γκριζόχρωμο σκηνικό του Νίκου Σαριδάκη (ένας τύμβος - τάφος, που υπαινίσσεται τις αλλοτινές, ευτυχισμένες ηλιόλουστες μέρες στην ακρογιαλιά του ζεύγους Γουίννυ- Γουίλλυ). Γεννημένος το 1906 ο μεγάλος Ιρλανδός «ποιητής» δραματουργός, έχοντας βιώσει και αντιπαλέψει - μετέχοντας στη γαλλική αντίσταση - τους μαζικούς θανάτους που σκόρπιζε ο ναζισμός, έχοντας θλιβεί με το θάνατο σπουδαίων δημιουργών, από τη δεκαετία του '50 και εντεύθεν, αντιμετωπίζοντας κατάματα και τη φθαρτότητα της δικής του ύπαρξης, ανατομεί τον ψυχισμό, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τους λογής λογής απολογισμούς της ζωής του ανθρώπου, την αδυναμία επικοινωνίας του, τη φθορά, μοναξιά των γηρατειών και το φόβο του θανάτου. Τα ανατομεί όλα αυτά, με γλώσσα καθημερινή, άμεση, ανεπιτήδευτη, αποδραματοποιητική, μελαγχολικά σαρκαστική. Το 1960, με τις «Ευτυχισμένες μέρες», διά στόματος της ηλικιωμένης Γουίννυ, με «δηλητηριώδες», σπαρακτικό ουσιαστικά χιούμορ, συνθέτει μια έξοχη ψυχογραφικά αναδρομή στις μνήμες της έρημης, ηλικιωμένης, αναμένουσας και το δικό της θάνατο γυναίκας, στις αλλοτινές «ευτυχισμένες» μέρες, καθημερινές συνήθειες, κουβέντες και μικροχαρές με τον πεθαμένο σύντροφό της.

«Τίποτα δικό μου» στο «Πορεία»

«Τίποτα δικό μου»
«Τίποτα δικό μου»
Στο θέατρο «Πορεία», ανοιξιάτικα, ανεβάστηκε το πιο ενδιαφέρον δραματουργικά, το πιο σημαντικό θεματολογικά, το πιο προοδευτικό πολιτικά έργο, από όλα τα ξένα σύγχρονα έργα που παρουσιάστηκαν αυτήν - τη βαίνουσα προς το τέλος της - χειμερινή περίοδο. Πρόκειται για το μονόπρακτο έργο του Αγγλου δραματουργού Εντουαρντ Μποντ «Τίποτα δικό μου». Ο Μποντ τολμά να καταγγείλει, προειδοποιητικά, για την ένδεια, την αποξένωση, τον απανθρωπισμό, το ζόφο που μέλλεται στις ανίσχυρες, ανώνυμες, εκμεταλλευόμενες λαϊκές μάζες από την αόρατη, αχόρταγη, παγκοσμιοποιούμενη, ιμπεριαλιστική εξουσία του κεφαλαίου. Ο Μποντ, γράφοντας το έργο αυτό το 2000, τοποθέτησε την πλοκή του έργου του στο μέλλον. Στις 18 Ιούλη του 2077, σε απροσδιόριστη χώρα. Τόπος δράσης είναι ένα προκάτ μεταλλικό σπιτάκι μέσα σε έναν αυστηρά φρουρούμενο χώρο (μπορεί να είναι στρατόπεδο, εργοστάσιο, ή ο περιβάλλων χώρος του κτιρίου μιας αόρατης εξουσίας). Στο σπίτι ζει ένα νεαρό ζευγάρι, εργαζόμενοι στο χώρο, ο άντρας σαν φρουρός και η γυναίκα του σαν καθαρίστρια ή κάτι ανάλογο. Το μόνο «έχει» τους - κι αυτό στην υπηρεσία ανήκει - είναι ένα πλαστικό τραπέζι που μοιράζονται και δυο καρέκλες, μία για τον καθένα. Τα μόνα ρούχα τους οι ομοιόμορφες φόρμες εργασίας. Δυο άνθρωποι υποχρεωμένοι να πειθαρχούν απόλυτα στους εντολοδόχους τους, να είναι εχέμυθοι, να μη συζητούν ούτε μεταξύ τους για τα της υπηρεσίας τους, να κινείται ο καθένας τους μόνο στο συγκεκριμένο τόπο της δουλιάς του, να τρώνε τις έτοιμες τροφές που τους προμηθεύει η υπηρεσία, να μην εξέρχονται από το φρουρούμενο χώρο, να μην έχουν επαφή με τον έξω κόσμο, ενώ απαγορεύεται ρητά και η επίσκεψη οποιουδήποτε, ούτε και συγγενή, στο «σπίτι» τους. Στο χώρο και στη «στείρα», στερημένη τα πάντα, ακόμα και τη στοιχειώδη επικοινωνία, ζωή του ζευγαριού, ξαφνικά «εισβάλλει» ένας «άγνωστος». Ενας άλλος, επίσης «άμοιρος» άνθρωπος, τον οποίο το ζευγάρι, κυρίως ο άντρας, υποταγμένος στις εντολές της εξουσίας, αντιμετωπίζει εχθρικά, και προσπαθεί να τον διώξει, κι ας επιμένει εκείνος ότι είναι αδελφός της γυναίκας, ο μόνος που ζει από την οικογένειά της. Ομως, ούτε ο άντρας, ούτε η γυναίκα τον αφήνουν να καθίσει στην καρέκλα τους. Οποιος δώσει στον «άγνωστο» την καρέκλα του θα μείνει χωρίς καρέκλα. Τρεις άνθρωποι μαλώνουν για μια καρέκλα. Οικογένεια, μνήμες, αισθήματα, αλληλέγγυα ανθρωπιά απαγορεύεται να έχουν. Ούτε μια δική τους καρέκλα δεν έχουν. Δεν τους ανήκει ούτε η ζωή τους. Μόνο ο θάνατός τους είναι δικός τους. Μόνο δικαίωμά τους είναι να πεθάνουν. Η εξουσία των ισχυρών δε θέλει να έχει ο φτωχός, ανίσχυρος άνθρωπος «τίποτε δικό του», κραυγάζει καταγγελτικά ο Μποντ, με αυτό το συνταρακτικής απλότητας (και ως προς την πλοκή και ως προς τη γλώσσα) έργο του. Εργο, στο τέλος του οποίου δημιουργείται μια «αχτίδα» πρώτης αντίδρασης στον κοινωνικό ζόφο με την ανησυχαστική «αφύπνιση» της μνήμης και της ευαισθησίας της γυναίκας. Το έργο σε ρέουσα μετάφραση (Εφη Γιαννοπούλου - Δημήτρης Φιλιππολίτης), με εξαιρετικό στην αφαιρετικότητά του σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, φωτισμένο σωστά από τον Σάκη Μπιρμπίλη, με κινησιολογική διδασκαλία της Ελενας Τοπαλίδου και μουσική του Νίκου Πλάτανου, σε λιτή αλλά και ατμοσφαιρική σκηνοθεσία της Εφης Θεοδώρου, υπηρετείται και με τις αξιόλογες ερμηνείες των Νίκου Κουρή, Μαρίας Ζορμπά και Ιπποκράτη Δελβερούδη.


ΘΥΜΕΛΗ

«Η επιστροφή» στο «Θέατρο Τέχνης

«Η επιστροφή»
«Η επιστροφή»
Μια πρώτη άσκηση στη θεατρική γραφή αποτελεί η μετάφραση και διασκευή της εξαιρετικής νουβέλας του Τζόζεφ Κόνραντ «Η επιστροφή» (1897) από την άξια, ειδικευμένη στα θεατρικά θέματα, δημοσιογράφο Ιωάννα Κλεφτόγιαννη. Ασκηση, με αξιόλογο αποτέλεσμα, αν ληφθούν υπόψη οι μεγάλες εγγενείς και συνήθως ανυπέρβλητες δυσκολίες διασκευής ενός πεζογραφικού, αφηγηματικού έργου σε θέατρο, συνδυάζοντας την αφήγηση (κυρίως) με σύντομους διαλόγους. Σήμερα, το θέμα του έργου είναι θεματολογικά πεπερασμένο, αλλά στην εποχή του τόλμησε να αντιμιλήσει στους άτεγκτους, ανδροκρατικούς κανόνες της βικτοριανής αστικής τάξης περί της συζυγικής «ηθικής» και να αναγνωρίσει το δικαίωμα της γυναίκας να «επαναστατήσει», να αρνηθεί τις συμβατικότητες ενός «καθωσπρέπει» γάμου και της αστικής κοινωνίας, να εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη, να ανταποκριθεί - αν της συμβεί - στον έρωτα ενός άλλου άνδρα, καθώς και το δικαίωμά της για μεταμέλεια, επιστροφή στη συζυγική στέγη και συγχώρεσή της από τον άνδρα της. Ο άνδρας στη νουβέλα του Κόνραντ, ένας μεγαλοαστός ερωτεύεται μια όμορφη κοπέλα και την παντρεύεται. Επί δέκα χρόνια η γυναίκα του είναι η «κούκλα» του συζύγου και στο σπίτι του και στον κοινωνικό του περίγυρο, για να θυμίσουμε και το ιψενικό έργο «Νόρα» (ή το «Κουκλόσπιτο»). Ο σύζυγος θεωρεί τη γυναίκα του «ιδιοκτησία» του. Εκείνος αποφασίζει για όλα κι ούτε διανοείται ότι εκείνη μπορεί να νιώθει κάποιο συναισθηματικό κενό ή παράπονο. Ετσι, κεραυνός εν αιθρία είναι η αιφνίδια απόφασή της να φύγει από το σπίτι, να δοκιμάσει να ζήσει μόνη της, και πιθανόν με άλλον άντρα. Ο χωρισμός πονά το σύζυγο, αλλά δεν τον διδάσκει και βαθιά. Γι' αυτό όταν επιστρέφει η γυναίκα του και ζητά ουσιώδη ισότητα στις συζυγικές και ανθρώπινες σχέσεις τους, ο ανδρικός εγωισμός του τον ωθεί στην εγκατάλειψή της από εκείνον, οριστικά. Η διασκευή ευδοκιμεί με την αισθαντική σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου, το αφαιρετικό σκηνικό και τα καλαίσθητα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, την ταιριαστή με το «ήθος» της βικτοριανής Αγγλίας ερμηνεία του Γιάννη Φέρτη, αλλά και αξιόλογη ερμηνεία της Πέγκυς Σταθακοπούλου.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ