ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 11 Σεπτέμβρη 2014
Σελ. /24
Η ζωή είναι ωραία και με τα μάτια ανοιχτά

Τρεις οι αξιόλογες ταινίες της βδομάδας. Πρώτη η, σε επανέκδοση, «Εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ» (1955) του Λουίς Μπουνιουέλ, από την μεξικάνικη περίοδο του μεγάλου Ισπανού. Σε χαλαρή διασκευή από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Rodolfo Usigli από το 1944, ο Μπουνιουέλ αναπαριστά προσφιλή του, της περιόδου στοιχεία. Ανδρες μπλοκαρισμένους που δεν έχουν μεγαλώσει, φυλακισμένους των εμμονών και του φετιχισμού τους, εξωτερικά γεμάτους μπουρζουά στολίδια, εσωτερικά με τάσεις προς το έγκλημα και την κακοποίηση των γυναικών... Δεύτερη ταινία, η πολυαναμενόμενη Αργυρή Αρκτος του τελευταίου φεστιβάλ Βερολίνου, αμερικάνικη τρίωρη σχεδόν «Μεγαλώνοντας» (2013) του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ και τέλος η μικρή «ταινία δημιουργού» από την Ισπανία «Η ζωή είναι ωραία με τα μάτια κλειστά» (2013) του Νταβίντ Τρουέμπα.

Η πλουσιότατη κινηματογραφικά βδομάδα συμπεριλαμβάνει, εκτός των αφιερωμάτων που αναφέρονται παρακάτω, και την έναρξη του 20ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας στις 17 του μήνα.

Ταυτόχρονα, η «New Star» διοργανώνει στο σινεμά «Μαρία - Ελενα Οναρ New Star Αrt Cinema» (Αγ. Παρασκευής 40 - Ανάκασα - Αγ. Ανάργυροι) από τις 11 έως και τις 17 Σεπτέμβρη, κινηματογραφικό αφιέρωμα στην 41η επέτειο της δολοφονίας του Χιλιανού λαϊκού ηγέτη Σαλβαδόρ Αλιέντε και την επιβολή στυγνής, αμερικανοκίνητης, στρατιωτικής δικτατορίας στη χώρα, με προβολή σημαντικών ταινιών, μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ και παράλληλη έκθεση φωτογραφίας, αφίσας, ντοκουμέντων... Σήμερα το βράδυ προβάλλεται στις 20.00 το ντοκιμαντέρ του Πατρίσιο Γκουσμάν «Σαλβαδόρ Αλιέντε» (2004) και στις 22.00 το «Βρέχει Πάνω απ' το Σαντιάγο» (1976) του Χέλβιο Σότο με ημερήσιο εισιτήριο 5 ευρώ.

Επίσης, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 και Μεγ. Αλεξάνδρου 134-136 - Κεραμεικός) διοργανώνει στους χώρους της, από τις 15 έως τις 18 Σεπτέμβρη, «Εβδομάδα Κινεζικού Κινηματογράφου». Στο πλαίσιο της εκδήλωσης θα προβληθούν οκτώ ταινίες της τελευταίας τριετίας, σκηνοθετημένες από γνωστούς δημιουργούς και διακεκριμένες σε διεθνή φεστιβάλ, που καλύπτουν ευρύ ειδολογικό φάσμα και αποδίδουν τη σύνθετη εικόνα της σημερινής, εθνικής αυτής κινηματογραφίας. Για λεπτομερή πληροφόρηση απευθυνθείτε στην Ταινιοθήκη.

Σε αυτή την πλούσια και σε πρεμιέρες βδομάδα, με ελάχιστες όπως είπαμε αξιόλογες εξάρσεις, οι δυο, δυστυχώς, ελληνικές ταινίες είναι επιεικώς απαράδεκτες, απ' όπου κι αν τις πιάσεις, όπως και να τις γυρίσεις... Την πρωτιά κατέχει η «Τελική Αποπληρωμή» (2014) του Αλέξανδρου Λεονταρίτη και έπεται η «Τελευταία φάρσα» (2013) του Βασίλη Ραΐση. Απαράδεκτη - για διαφορετικούς λόγους - και η αμερικάνικη ταινία καταστροφής «Μέσα στον κυκλώνα» (2014) του Στίβεν Κουέιλ, με εντυπωσιακά και φιλόδοξα εφέ αλλά τίποτα παραπάνω. Με ψευδο-ντοκουμενταρίστικη δομή στην αφήγηση, χωρίς σενάριο, με γελοίους, στερεοτυπικούς διαλόγους, χωρίς ενδιαφέροντες «χαρακτήρες» που να προσδίδουν κάποιο νόημα στις φορτισμένες με εφέ σκηνές, όπου όλοι μα όλοι - από τους επαγγελματίες ως τους σπουδαστές και κάποιους μεθυσμένους επαρχιώτες - επιμένουν να καταγράφουν οπτικά, ακραία φαινόμενα - της μητέρας φύσης και μη - μπας και κερδίσουν λεφτά μ' αυτό το υλικό. Μοναδικός μοχλός στην ανάπτυξη της ιστορίας οι άθλοι της επαγγελματικής ομάδας κινηματογράφησης των φαινομένων, με τον ιδιώτη / επενδυτή του πρότζεκτ, να απαιτεί από τους εργαζόμενους να φτάσουν όσο πιο κοντά, ακόμα και στο εσωτερικό του κυκλώνα. Το τέλος φέρνει χάπι εντ στους ήρωες που βγήκαν από την κόλαση χωρίς αμυχή, λόγω πίστης και αγάπης στην πατρίδα / θρησκεία / οικογένεια. Για ακόμα περισσότερα εισιτήρια, η ταινία θα έπρεπε να προβάλλεται σε αίθουσες εφοδιασμένες με σύστημα να φυσά μανιωδώς και να καταβρέχει τους θεατές...

Πιο αιματηρή και πιο πορνό από την προηγούμενη, αφού η βία παίρνει το πάνω χέρι και παράγει πολλά κομμένα κεφάλια, η αμερικάνικη συνέχεια «Αμαρτωλή πόλη: Η κυρία θέλει φόνο» (2014) των Φρανκ Μίλερ και Ρόμπερτ Ροντρίγκες, με έναν γερασμένο Μπρους Γουίλις με λιγότερο χρόνο εμφάνισης από το στήθος της Εύα Γκριν...

Σε ανάλογα χνάρια βαδίζει και η αμερικάνικη ταινία τρόμου «Ξόρκισε το κακό» (2014) του Σκοτ Ντέρικσον, που, παρά τα σκηνοθετικά ευρήματα που έχουν κυρίως να κάνουν με τη σκοτεινή ατμόσφαιρα και τις στιγμές που ο θεατής αναπηδά στην πολυθρόνα του, η λίστα με τα ατοπήματα αυτού του θρήνου του τρόμου - που βασίζεται σε αληθινή ιστορία - θα μπορούσε να είναι μακρά. Αποτυχημένο σενάριο, καθολική προπαγάνδα γεμάτη σαχλές προλήψεις, όργιο κλισέ, αξιολύπητη επιχειρηματολογία για την ύπαρξη υπερφυσικών φαινομένων, το κακό οπτικοποιείται με το συμβατικότερο των τρόπων και τέλος η ανόητη χρήση της μουσικής των «Doors»...

ΝΤΑΒΙΝΤ ΤΡΟΥΕΜΠΑ
Η ζωή είναι ωραία με τα μάτια κλειστά

Ωριμο και ρεαλιστικό αφηγηματικά το ισπανικό «road movie» του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Νταβίντ Τρουέμπα που εμπεριέχει ένα ζεστό, ανθρώπινο δράμα στο λυκόφως και βασίζεται σε κείμενο που στερείται παντελώς από χρονικά και δραματικά «κόλπα». Ταινία αυστηρή και αξιοπρεπέστατη, πατάει σε ένα πραγματικό γεγονός: Το καλοκαίρι του 1966 ο πιο πολιτικοποιημένος των «Μπιτλς», ο Τζον Λένον, βρισκόταν για γυρίσματα της ταινίας του Ρίτσαρντ Λέστερ «Πώς κέρδισα τον πόλεμο», στην περιοχή της Αλμερία. Ο Λένον είναι το απόλυτο είδωλο του Αντόνιο, προοδευτικού δασκάλου αγγλικών με ασυνήθιστη αυτοπεποίθηση, ο οποίος αποφασίζει να αφήσει για λίγες μέρες τη δουλειά και να πάει στον τόπο των γυρισμάτων, να συναντήσει τον Λένον και να συζητήσει μαζί του ζωτικά, για τον ίδιο, ζητήματα. Στο δρόμο παίρνει ως συνταξιδιώτες δυο «φυγάδες» που κάνουν ωτοστόπ: Μια εικοσάχρονη έγκυο που το 'σκασε από το ίδρυμα που βρισκόταν για να γεννήσει κρυφά κι έναν 16χρονο μακρυμάλλη που εγκατέλειψε τη στέγη του αυστηρού και μη συνεννοήσιμου πατέρα του στη Μαδρίτη. Το ταξίδι στην αγροτική και πάμπτωχη Αλμερία, αναπάντεχο εσωτερικό ταξίδι περισυλλογής και αυτογνωσίας, θα στιγματίσει ανεξίτηλα την ύπαρξη και των τριών ταξιδιωτών.

Ευαίσθητη, αισιόδοξη, διάφανη η ταινία του Τρουέμπα, αποπνέει αυθεντικότητα σε κάθε της σεκάνς... Ακουμπά στέρεα στο ρυθμό, στην αρμονία, στον τόνο και την ποιότητα των τριών μελαγχολικών της χαρακτήρων. Υποδειγματικοί οι ερμηνευτές, άριστη η τεχνική και ο δημιουργός γνωρίζει πώς να κάνει εξαιρετική χρήση όλων αυτών των στοιχείων για κάτι περισσότερο από αξιαγάπητη ταινία.

Μην περιμένετε κάτι «μεγάλο», μην περιμένετε ότι ο Τρουέμπα θα υπερασπιστεί το συμβατικό ισπανικό κινηματογράφο. Φθάνουν ορισμένες λεπτομέρειες για να πλήξουν το σύνηθες, τυπικό κληροδότημα. Να αντιμετωπίσετε την ταινία με υπομονή για να ανακαλύψετε με έκπληξη τη ζεστασιά της απλότητας αυτής της ιστορίας που είναι και διασκεδαστική και αφήνει μια γεμάτη ανθρωπιά γεύση στο στόμα. Χωρίς πικρίες, με πολύ συναίσθημα και με περισσότερο χιούμορ από δράμα... Να τη δείτε!!!

Με τους: Χαβιέ Κάμαρα, Νατάλια δε Μολίνα, Φρανσίσκ Κόλομερ, κ.ά.

Παραγωγή: ΙΣΠΑΝΙΑ (2013)

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΛΙΝΚΛΕΪΤΕΡ
Μεγαλώνοντας

Ταινία καταρχάς υπερεκτιμημένη. Ρεαλιστική, με την έννοια ότι πίσω από κάθε κατάσταση διαφαίνονται ξεκάθαρα οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Επική και προσωπική, φιλόδοξη και ταυτόχρονα ταπεινή. Πλαίσιο της «ανεξέλεγκτης» ιστορίας της ταινίας, η αμερικανική καπιταλιστική κοινωνία με καθοριστικό στοιχείο την καθολική, άνευ όρων, ουσιαστική υποταγή της στο δόγμα «καθένας για τον εαυτό του κι ο Θεός για όλους». Καταναγκαστική η υποταγή, απόρροια της οικονομικής βάσης, αντανακλάται στη νοοτροπία και συμπεριφορά τόσο των φτωχών όσο και των μικροαστικών στρωμάτων, πορτρέτα που αδρά σκιτσάρει στο οικογενειακό του χρονικό ο Λινκλέιτερ. Ντοκουμενταρίστικη η προσέγγιση του χρόνου, που περνώντας πάνω από τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, τους «μεγαλώνει», τους διαφοροποιεί όλους ανεξαιρέτως, ανεπαίσθητα ή σημαντικά. Χωρίς νόρμες η κατασκευή της ταινίας. Γραμμική η αφήγηση, με πειραματικές τεχνικές σε ό,τι αφορά τον τρόπο καταγραφής του χρόνου. Με μια κίνηση της κάμερας η «ιστορία» μετατοπίζεται κάμποσα χρόνια μπροστά, οι ήρωες γερνούν... Η απέριττης απλότητας ταινία του Λινκλέιτερ πήρε 12 χρόνια να γυριστεί (2002 - 2014). Ωστόσο δε συνιστά το αριστούργημα που οι πληροφορίες διέρρεαν...

Το φιλμ, μακρύ και ήρεμο ταξίδι στο χωροχρόνο, εστιάζει στην «περιπέτεια» της ζωής του εξάχρονου Μέισον, καθώς από το πρώτο ως το ύστατο πλάνο αρθρώνεται μέσα από αυτόν. Για 12 χρόνια ακολουθεί την πορεία του αγοριού, καθώς κι εκείνη της μεγαλύτερής του αδελφής, της μητέρας τους και του αντισυμβατικού βιολογικού τους πατέρα, με τόνους ζωτικότητας και διάχυτης μελαγχολίας. Συμπαθητικοί, απλοί και καλοπροαίρετοι οι χαρακτήρες, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα σύστημα που τους ρίχνει στη δίνη ανηλεούς βομβαρδισμού με οπλοστάσιο τα «ερζάτς» (υποκατάστατα) της αίσθησης ασφάλειας κι ευτυχίας, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Στα όπλα, τη βία, τις θρησκευτικές αιρέσεις και τη γενικά δύσκολη ζωή στέκεται δηκτικά ο Λινκλέιτερ, συμπληρώνοντας την τυπική δυστοπική εικόνα με τον καθημερινό όρκο των μαθητών πρώτα στις ΗΠΑ και μετά στην Πολιτεία τους. Συνισταμένη όμως της σκηνοθετικής προσέγγισης του Λινκλέιτερ φαίνεται ότι υπήρξαν τα λόγια που ο 18χρονος πια Μέισον εκφέρει οδηγώντας προς το Χιούστον: «Κανείς δεν ενδιαφέρεται για μας, κανείς δε μας προσφέρει τίποτα, είναι σαν να θέλουν να παράγουμε και ν' αναπαράγουμε ένα τίποτα μέχρι να πεθάνουμε».

Με τους: Πατρίσια Αρκέτ, Ιθαν Χοκ, Ελαρ Κολτρέιν, Λορελάι Λινκλέιτερ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2014)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ