ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Φλεβάρη 2009
Σελ. /32
Πολιτισμός και Αισθητική στο Σοσιαλισμό

Από την εμπειρία της ΕΣΣΔ

Ο βασικός οικονομικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής συμπεριλαμβάνει τη συνειδητή σχεδιασμένη και διευρυνόμενη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.1 Στα πλαίσια αυτού του σχεδιασμού προκύπτει η σχεδιασμένη κατανομή της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής, άρα και η σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος.2 Το μέρος του κοινωνικού προϊόντος που αφορά την Παιδεία ήδη στο σοσιαλισμό διανέμεται ανάλογα με τις ανάγκες.3 Η ικανοποίηση των διερυνόμενων αναγκών, το κοινωνικό προϊόν που αφορά την Παιδεία και η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αποτελούν υλικές προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της «πολιτιστικής επανάστασης». Αυτή η επανάσταση ξεκινάει στο σοσιαλισμό, αφού μόνο τότε αρχίζουν να εκπληρώνονται οι υλικές της προϋποθέσεις. Η εκτίμηση για την πορεία της στον απολογισμό του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ είναι θετική4. Ο Β. Ι. Λένιν επεξεργάστηκε την θεωρία αυτή σε μία σειρά από έργα του και τόνισε την εξάρτηση αλλά και την αλληλεπίδραση της πολιτιστικής προόδου με την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της εργατικής δύναμης (τις σωματικές και πνευματικές ικανότητες του ανθρώπου).

Εδώ τίθεται ένα επιπλέον ζήτημα που αφορά την επί της ουσίας αμφίδρομη σχέση μεταξύ πνευματικής ανάγκης και πνευματικής παραγωγής στην περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου. «Η ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου ως παραγωγικής δύναμης στην οικοδομούμενη νέου τύπου κοινωνία, και των κομμουνιστικών σχέσεων [...] είναι σχέση αμφίδρομη. Ανάλογα με την ιστορική φάση, αποκτά προτεραιότητα η μία ή η άλλη πλευρά της» . Η αναγκαιότητα για περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η οποία εκπληρώνεται μέσω του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, απαιτεί τον κεντρικό σχεδιασμό σε όλα τα επίπεδα. Ο σχεδιασμός απαιτεί την άνοδο της κομμουνιστικής συνείδησης. «Η άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης καθορίζεται πρώτα απ' όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής με την καθοδήγηση του ΚΚ»6.

Δεδομένων των παραπάνω, προκύπτει επιπλέον η ανάγκη να εξεταστούν στο σύνολό τους η πολιτική για την πολιτιστική δουλειά, η κατεύθυνση της επιστήμης της Αισθητικής (από την Ακαδημία Επιστημών), και η ίδια η παραγωγή του πολιτιστικού και καλλιτεχνικού έργου. Πρέπει να εξεταστούν σαν μέρος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, σε σχέση με τις θεωρητικές διαμάχες στην οικονομία, αλλά και με ποιες κατευθύνσεις επικράτησαν. Η αξία του καλλιτεχνικού έργου που παράχθηκε στην 70χρονη πορεία της ΕΣΣΔ σαν αποτέλεσμα του σχεδιασμού που προαναφέρθηκε, είναι αδιαμφισβήτητη. Η επιρροή που είχε στην παγκόσμια παραγωγή καλλιτεχνικού έργου είναι τεράστια και πολυσύνθετη.

Παρ' όλα αυτά, μετά τις πρώτες δεκαετίες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στη φιλολογία σε ζητήματα αισθητικής και τέχνης που κυριάρχησε, παρατηρείται ασυνέπεια όσο αφορά τη θεωρητική αντιμετώπιση των εννοιών, και ασυνέπεια μεταξύ της αισθητικής θεωρίας και της πολιτικής σε ζητήματα τέχνης. Η ασάφεια με την οποία αντιμετωπίζεται η αισθητική σχέση, η αισθητική εμπειρία, ο ορισμός της Αισθητικής και της Τέχνης από την Ακαδημία Επιστημών, οφείλεται στην απομάκρυνση από τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού και την μαρξιστική θεωρία της Αντανάκλασης. Το ζήτημα της ορθής θεμελίωσης των βασικών φιλοσοφικών εννοιών σε σχέση με την κατεύθυνση της επιστήμης στη θεωρία και την πράξη, είναι ανάλογα σημαντικό με το ζήτημα του ορισμού της Πολιτικής Οικονομίας και των επιπτώσεων από τις λανθασμένες κατευθύνσεις που επικράτησαν.

Η λέξη «αισθητικό» χρησιμοποιείται με πολλά διαφορετικά νοήματα. Η «Τέχνη» τείνει να ορίζεται σαν μία μορφή (αισθητικής) συνείδησης, η οποία περιστασιακά έχει διάφορους ρόλους, ενώ τείνει να αντιμετωπίζεται σαν μία ιστορική κατηγορία της οποίας η αναγκαιότητα έγκειται στη μεταφορά (αισθητικών) δεδομένων (από το δημιουργό στον δέκτη), σαν μία ειδική (αισθητική) σχέση επικοινωνίας. Η αμφίδρομη σχέση μεταξύ της ολόπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου στην οικοδομούμενη νέου τύπου κοινωνία και των κομμουνιστικών σχέσεων7, δεν έχει ληφθεί υπόψη στην κατεύθυνση της Αισθητικής που κυριάρχησε στην ΕΣΣΔ. Αυτό συμβαίνει ακριβώς λόγω της διαστρέβλωσης της θεωρίας της Αντανάκλασης.

Οι Μαρξ - Ενγκελς, αναφερόμενοι στη συνείδηση περιγράφουν αυτή τη σχέση. «Ο τρόπος που οι άνθρωποι παράγουν τα μέσα της ύπαρξής τους εξαρτάται πρώτα - πρώτα από τη φύση, από τα μέσα διαβίωσης που βρήκαν έτοιμα και που οφείλουν να αναπαράγουν. Ομως, δεν πρέπει να αντικρίσουμε αυτό τον τρόπο παραγωγής μόνο από αυτή την άποψη, δηλαδή ότι η είναι η αναπαραγωγή της φυσικής ύπαρξης των ατόμων. Απεναντίας αυτός αποτελεί ήδη έναν καθορισμένο τρόπο της δραστηριότητας αυτών των ατόμων, έναν καθορισμένο τρόπο εκδήλωσης της ζωής τους, έναν καθορισμένο τρόπο ζωής. Ο τρόπος που τα άτομα εξωτερικεύουν τη ζωή τους καθορίζει με πολλή ακρίβεια αυτό που είναι. Αυτό που είναι συμπίπτει λοιπόν με την παραγωγή τους, τόσο με εκείνο που παράγουν, όσο και με τον τρόπο που το παράγουν»8. Αυτός ο ισχυρισμός βρίσκει εφαρμογή και στο επίπεδο της πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής και οδηγεί σε συγκεκριμένες θεωρήσεις των παραπάνω εννοιών. «Η παραγωγή των ιδεών, των παραστάσεων και της συνείδησης είναι πρώτα - πρώτα άμεσα και εσώτερα δεμένη με την υλική δραστηριότητα και τις υλικές σχέσεις των ανθρώπων, είναι η γλώσσα της πραγματικής ζωής. Οι παραστάσεις, η σκέψη, οι πνευματικές σχέσεις των ανθρώπων εμφανίζονται κι εδώ σαν άμεση απόρροια της υλικής τους συμπεριφοράς. Το ίδιο γίνεται και με την πνευματική παραγωγή [...]»9. Αρα, η πνευματική παραγωγή είναι άμεση απόρροια της υλικής παραγωγής, του βαθμού εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων και των εκάστοτε σχέσεων παραγωγής.

Το καλλιτεχνικό έργο πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μέρος της πνευματικής παραγωγής, σαν αντανάκλαση του τρόπου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που συνθέτουν τον εκάστοτε πολιτισμό άρα και τον πολιτισμό του σοσιαλισμού. Προϋπόθεση της προοδευτικής πνευματικής παραγωγής είναι ακριβώς ο βαθμός συνειδητοποίησης και συμμετοχής, η άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης, και άρα η ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής με την καθοδήγηση του ΚΚ. Παραβλέποντας ή υποτιμώντας αυτήν την πλευρά της αμφίδρομης σχέσης κινδυνεύουμε να θεωρήσουμε τα ζητήματα εποικοδομήματος χωριστά από την υλική τους βάση, πράγμα που συνέβη στις θεωρίες που επικράτησαν από ένα σημείο και μετά στην ΕΣΣΔ. Το αποτέλεσμα των ασυνεπών κατευθύνσεων φαίνεται και στην έλλειψη ουσιαστικής κριτικής στις αστικές αισθητικές θεωρίες της εποχής και στην αδυναμία εμβάθυνσης της πολεμικής στην καλλιτεχνική παραγωγή του δυτικού κόσμου. Αν το ζήτημα αυτό ξεκαθαριστεί και βρει εφαρμογή σε επίπεδο σχεδιασμού, επαναθέτει τα κριτήρια της προοδευτικότητας της πνευματικής παραγωγής και του έργου τέχνης με βάση τη θεωρία της αντανάκλασης. Ετσι καταρρίπτονται τα κριτήρια επιφανειακής ρεαλιστικότητας και μορφικής επιτήδευσης. Υπάρχουν φαινόμενα έργων τέχνης στην ΕΣΣΔ, τα οποία μέσα σε μία επιτηδευμένη «θεματική ενότητα» αποξενώνεται το περιεχόμενο ή μέσα σε διθύραμβους «επαναστατικότητας» κρύβονται τα πιο αντιδραστικά και επικίνδυνα περιεχόμενα.

Οι ασυνεπείς αυτές φιλοσοφικές θεωρήσεις δεν απέχουν πολύ από εκείνες που έχουν επικρατήσει στην αστική επιστημολογία των τελευταίων δεκαετιών. Η πολεμική σε αυτές επιβάλλεται να γίνει σε επίπεδο μεθοδολογίας. Ο θετικισμός και μεταφυσική πρέπει να αντιπαλευτούν σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο. Να αποκαλυφθεί ο αντιδραστικός χαρακτήρας της «επαναστατικότητας» του Μπογκντάνοφ (που επικράτησε) και του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» του Γκόρκι (που δεν είχε καν τις προϋποθέσεις να εφαρμοστεί). Ο Λένιν (στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό), ο Στάλιν (σε θεωρητικά κείμενα και στην αλληλογραφία του με καλλιτέχνες) και ο Ε. Ιλιένκοφ έχουν ήδη ασχοληθεί με κάποιες από τις σημαντικότερες πλευρές του ζητήματος. Οι Θέσεις για το Σοσιαλισμό για το 18ο Συνέδριο δίνουν το πάτημα για συνεπή επαναπροσέγγιση της θεωρίας της αντανάκλασης με δεδομένη την αμφίδρομη σχέση στο σοσιαλισμό που προαναφέρθηκε, και ουσιαστική κριτική σε επιστημολογικές θεωρίες που αφορούν ζητήματα εποικοδομήματος.

Σημειώσεις:

1 Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό γιο το 18ο συνέδριο, Σελ. 8

2 ό.π., Σελ.9

3 ό.π., Σελ.9

4 Στάλιν Ι. Β.: Απαντα τ. 14, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Σελ.407

5 Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό για το 18ο Συνέδριο, Σελ. 10

6 ό.π., Σελ.25

7 ό.π., Σελ. 10

8 Μαρξ Κ. - Ενγκελς Φ.: Η Γερμανική Ιδεολογία, Εκδ. Αναγνωστίδη, Σελ. 12

9 ό.π., Σελ. 17 - 18


Στέφανος Φευγαλάς
Μέλος ΟΒ Μουσικού 2

Για το σοσιαλισμό

Το ντοκουμέντο της ΚΕ εκτιμά σωστά και σφαιρικά το θέμα και καταλήγει σε μια σειρά συμπεράσματα που θα θωρακίσουν τις απόψεις του Κόμματος για το θέμα αυτό. Θα σταθώ σε δύο από τα ζητήματα, που έχουν απασχολήσει τον προσυνεδριακό διάλογο μέχρι τώρα.

Το πρώτο ζήτημα αφορά στη μεταβατική περίοδο, στο χαρακτήρα της οικονομίας της μεταβατικής περιόδου και των μέτρων που το Κόμμα λαμβάνει κατά τη διάρκειά της. Εμφανίζεται, για το ζήτημα αυτό, μια άποψη που έρχεται, διαφωνώντας με το κομματικό ντοκουμέντο και αναιρώντας την επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος, να προσδώσει στη μακροχρόνια διάρκεια της μεταβατικής περιόδου καθολικό, νομοτελειακό χαρακτήρα, χαρακτήρα αναγκαστικού βήματος ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό. Ο Λένιν πάνω στο ζήτημα αυτό έχει διαφορετική άποψη. Ξεκινώντας αρχικά για το μεθοδολογικό σφάλμα της μηχανιστικής αναγωγής κάθε φαινόμενου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ σε νομοτέλεια του σοσιαλισμού, διαβάζουμε τον Λένιν που έγραφε «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό είναι νοητό με διάφορες μορφές, ανάλογα με το τι επικρατεί ήδη στη χώρα, οι μεγαλοκαπιταλιστικές σχέσεις ή το μικρό νοικοκυριό» και λίγο παρακάτω «αν είχαμε κράτος όπου υπερισχύει η μεγάλη βιομηχανία ή, ας πούμε μάλιστα όχι υπερισχύει, αλλά είναι πάρα πολύ αναπτυγμένη, και είναι πολύ αναπτυγμένη η παραγωγή στη γεωργία, τότε το άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό είναι πραγματοποιήσιμο»1. Στο εδάφιο αυτό, γραμμένο κατά τη συζήτηση σχετικά με τη στροφή στη ΝΕΠ, ο Λένιν ξεκαθαρίζει ότι η ύπαρξη, η διάρκεια και ο χαρακτήρας της μεταβατικής περιόδου σχετίζεται με τη σχετική ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας και της γεωργίας και αναδεικνύει ότι δεν πρόκειται για αναγκαστικό σταθμό της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δεν πρόκειται δηλαδή για οικονομική και πολιτική αναγκαιότητα γενικά, αλλά είναι αποτέλεσμα των συγκεκριμένων πολιτικοοικονομικών συνθηκών, όπως αυτές που επικρατούσαν στην ΕΣΣΔ τις δεκαετίες του '20 και '30. Σημαντική είναι και η επισήμανση του Λένιν για το ζήτημα της μετάβασης, στο εισηγητικό κείμενο για τη ΝΕΠ, όπου αναγνωρίζεται ότι η στροφή προς τη ΝΕΠ δεν πρέπει να αναγνωρίζεται σαν γενικό λάθος της προηγούμενης οικονομικής πολιτικής, σαν λάθος αρχής, αλλά, αντίθετα, η αποτυχία της προηγούμενης οικονομικής πολιτικής πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν αποτυχία εφαρμογής της στις δεδομένες συνθήκες, στη δεδομένη κοινωνία, χωρίς αυτό να καθίσταται αναγκαστικό για κάθε κοινωνία, για κάθε σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ο Λένιν περιγράφει την οικονομική πολιτική της περιόδου 1918-1921 σαν «μια προσπάθεια να περάσουμε με "έφοδο", δηλαδή με τον πιο σύντομο και άμεσο τρόπο, στις σοσιαλιστικές βάσεις παραγωγής και κατανομής»2, προσπάθεια που απέτυχε, αλλά όχι άσκοπα, όχι από βάση αρχών αφού, όπως λέει ο Λένιν, χρησιμοποιώντας μια μεταφορική σύγκριση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού με έφοδο σε ένα οχυρό «ήταν αδύνατο να καθοριστεί, χωρίς να δοκιμαστεί πρακτικά ποια είναι η ισχύς του φρουρίου - ποια είναι η ισχύς των οχυρών του...», ενώ παρακάτω επισημαίνει ότι «η εξέλιξη της επανάστασης, η εξέλιξη του αγώνα μπορεί να πάρει τόσο έναν δρόμο σχετικά σύντομο, όσο και ένα δρόμο πολύ μακρύ και δύσκολο». Η ουσία αυτής της διαπίστωσης, της σχέσης της μεταβατικής περιόδου με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες επισημαίνεται ορθά και από τον Στάλιν3όπου γίνεται σαφές ότι η ύπαρξη και η μορφή των μεταβατικών οικονομικών ρυθμίσεων δεν είναι νομοτέλεια του σοσιαλισμού αλλά, αντίθετα, εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες της δοσμένης κοινωνίας.

Αρα, η ύπαρξη και ο χαρακτήρας των μεταβατικών μέτρων δε συναρτούν νομοτελειακό στάδιο της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά, αντίθετα, εξαρτώνται από την οικονομία που κληροδοτείται στο σοσιαλισμό, από το βαθμό συγκέντρωσης της αγροτικής οικονομίας, από τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς. Και, βέβαια, η ουσία αυτής της διαπίστωσης καθορίζεται από τη φύση της μεταβατικής περιόδου, που δεν είναι άλλη παρά πάλη ανάμεσα στις κομμουνιστικές σχέσεις που έχουν μόλις γεννηθεί και διευρύνονται και στις καπιταλιστικές σχέσεις που έχουν καταργηθεί και δεν αποτελούν ένα νέο τύπο οικονομικών σχέσεων από τις οποίες περνά η κοινωνία.

Στον σχετικό με τη μεταβατική περίοδο προσυνεδριακό διάλογο αναδεικνύεται και ένα γενικότερο ζήτημα, στενά συνδεδεμένο με το πρώτο, το ζήτημα της Δικτατορίας του Προλεταριάτου (ΔΠ), η ορθή κατανόηση του οποίου είναι «sine qua non» για την κατανόηση της διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η λενινιστική προσέγγιση για το ζήτημα είναι απλή και καθαρή: «Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι το τέλος της ταξικής πάλης, αλλά η συνέχισή της με άλλες μορφές. Η ΔΠ είναι η ταξική πάλη του προλεταριάτου που νίκησε και πήρε την πολιτική εξουσία στα χέρια του ενάντια στην αστική τάξη που ηττήθηκε μα δεν εξοντώθηκε, δεν εξαφανίστηκε, δεν έπαψε να αντιστέκεται, την αστική τάξη που δυναμώνει την αντίστασή της»4. Η ανάγκη της ΔΠ πηγάζει ακριβώς από τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο της προλεταριακής επανάστασης. Ο Στάλιν τα συνοψίζει ως εξής διαφοροποιώντας την από την αστική επανάσταση: Η προλεταριακή επανάσταση γίνεται ενώ λείπουν οι κομμουνιστικές σχέσεις αφού δε δημιουργούνται στην αστική κοινωνία, η προλεταριακή επανάσταση έχει σαν στόχο να πάρει την εξουσία και να οργανώσει την καινούρια σοσιαλιστική οικονομία, η κατάληψη της εξουσίας είναι συχνά η αρχή της προλεταριακής επανάστασης, η προλεταριακή επανάσταση σαρώνει από την εξουσία όλους τους εκμεταλλευτές και γι' αυτό πρέπει να συντρίψει την παλιά κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει με καινούρια και, τέλος, η προλεταριακή επανάσταση οφείλει να συνδέσει τις εργαζόμενες μάζες με το προλεταριάτο σε μια μακρόχρονη συμμαχία ακριβώς επειδή είναι εργαζόμενες5. Ο ριζικός μετασχηματισμός της αστικής κοινωνίας που έρχεται να φέρει σε πέρας η προλεταριακή επανάσταση δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια βίαιη επανάσταση, χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η αντίληψη της ΔΠ πρέπει να γίνει με όρους κοινωνικο-ιστορικούς, σαν η αναγκαστική συνέχιση της ταξικής πάλης μέσα στο σοσιαλισμό, ενάντια στην αστική τάξη που δυναμώνει την αντίστασή της, και όχι με όρους αστικών κοινωνικοπολιτικών κατηγοριών όπως ισότητα, ελευθερία, μειοψηφία, ανάλυση που συσκοτίζει την ταξική πραγματικότητα υποτάσσοντάς τη στη φωνή του αντίπαλου. Οι βασικές πλευρές της δικτατορίας του προλεταριάτου, το περιεχόμενό της, καθορίζουν και τη μορφή της, τον τρόπο συγκρότησής της. Η συγκρότηση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά παρά με το κόμμα στο ρόλο της διεύθυνσης, στο ρόλο της καθοδήγησης και με τον ενεργό ρόλο των μαζικών οργανώσεων του προλεταριάτου. Γράφει επ' αυτού ο Στάλιν: «Το κόμμα είναι η βασική καθοδηγητική δύναμη μέσα στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου»6. Βέβαια, είναι σαφές ότι το κόμμα δεν υποκαθιστά τις μαζικές οργανώσεις, αλλά, αντίθετα, το κόμμα, σαν το συνειδητό, πρωτοπόρο τμήμα της τάξης, «...πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου. Δεν την πραγματοποιεί άμεσα, αλλά με τη βοήθεια των επαγγελματικών συνδικάτων, με τα Σοβιέτ και τις διακλαδώσεις τους»7. Υπ' αυτήν την έννοια, υπό την έννοια της ουσιαστικής καθοδήγησης από το κόμμα, «η δικτατορία του προλεταριάτου είναι στην ουσία "δικτατορία" του κόμματος». Ο Λένιν γράφει γι' αυτό: «...Είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε ότι μονάχα αυτή η συνειδητή μειοψηφία μπορεί να καθοδηγεί τις πλατιές εργατικές μάζες και να τις τραβά από πίσω της»8. Βέβαια, η νομοτελειακή αυτή σχέση καθοδήγησης ανάμεσα στο κόμμα και στην τάξη δε σημαίνει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου ταυτίζεται με τη δικτατορία του κόμματος, αφού «το κόμμα πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου, μα πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου και όχι μια οποιαδήποτε άλλη δικτατορία»9.Το κόμμα είναι αναγκαστικά ο συνειδητός εκφραστής, το συνειδητό κομμάτι, και συνεπώς το τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης που ηγείται της εργατικής τάξης, που την καθοδηγεί, και που με αυτήν την έννοια πραγματοποιεί ακριβώς τη δικτατορία του προλεταριάτου και καμία άλλη. Αναδεικνύεται, έτσι, και για όλους αυτούς τους λόγους, η ορθότητα του ντοκουμέντου της ΚΕ, ντοκουμέντου που βασίζεται πάνω στην επιστημονική θεώρηση του σοσιαλισμού και που θωρακίζει το Κόμμα από λανθασμένες και υποκειμενικές απόψεις.

Σημειώσεις:

1. Λένιν, Απαντα, τ. 43 σελ. 78

2. Λένιν, «Εισήγηση για τη ΝΕΠ», Απαντα, τ. 44

3. Στάλιν, «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 36.

4. Λένιν, «Πρόλογος στο λόγο "Για την εξαπάτηση του Λαού..."», τόμος 38, σελ 377.

5. Στάλιν, «Η προλεταριακή επανάσταση και η διχτατορία του προλεταριάτου», Ζητήματα Λενινισμού, σελ. 143

6. Στάλιν, ό.π. σελ. 154

7. Στάλιν, ό.π. σελ. 155

8. ό.π. σελ. 156

9. ό.π. σελ. 157


Γρηγόρης Λιονής
ΚΟΒ Βιομηχανίας ΕΜΠ, Αθήνα

Αντεπίθεση ίσον Ισχυρό ΚΚΕ

Οι Θέσεις της ΚΕ για το 1ο θέμα αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις εξελίξεις την τελευταία περίοδο. Δείχνουν σοβαρή προσπάθεια να αναλύσουν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, τις εξελίξεις στη χώρα μας. Βαθαίνουν παραπέρα τις θεωρητικές και προγραμματικές επεξεργασίες του Κόμματος. Το κυριότερο είναι ότι παίρνουν υπ' όψη τις αλλαγές που συντελούνται στην ανάπτυξη του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα, τη δράση των άλλων πολιτικών δυνάμεων. Νομίζω ότι η στοιχειώδης παρακολούθηση αυτών των τάσεων σε κάθε περιοχή το επιβεβαιώνουν.

Οι Θέσεις σε αυτή τη βάση εκτιμούν και τη δράση του Κόμματος, τα νέα καθήκοντα που μπαίνουν από τη ζωή. Ακριβώς τις εκτιμάει στη λογική του πώς θα πρέπει να δρα ένα επαναστατικό κόμμα, έτσι ώστε να μπορεί να καθοδηγήσει και να οργανώσει την ταξική πάλη. Δηλαδή, αυτό που πολύ εύστοχα τονίζεται να γίνουμε «κόμμα παντός καιρού». Αυτός είναι και ο απαραίτητος όρος για να αντεπιτεθεί το εργατικό - λαϊκό κίνημα, για να προχωρήσει η δημιουργία του ΑΑΔΜ.

Οι Θέσεις, όμως, τονίζουν και την άλλη σοβαρή πλευρά. Αντεπίθεση σημαίνει αναμέτρηση με τις αδυναμίες μας. Το Κόμμα μας έχει κάνει σοβαρές επεξεργασίες με βάση τη στρατηγική μας, τέτοιες που όχι απλά δίνουν παραπέρα ώθηση στις κομματικές δυνάμεις, αλλά δυσκολεύουν ή αναγκάζουν να τις παίρνουν πολύ σοβαρά υπόψιν τα αστικά κόμματα και οι οπορτουνιστές. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι το πόσο σταθερά δουλεύουμε με τις επεξεργασίες μας και τη στρατηγική μας σε όλους τους κρίκους του Κόμματος, όπου αναπτύσσουμε δράση και κυρίως στο εργατικό κίνημα. Πώς δένουμε όλη αυτή τη δράση, ώστε πραγματικά να ισχυροποιείται το Κόμμα. Οι Θέσεις πραγματικά τονίζουν αυτές τις πλευρές.

Οι Θέσεις σημειώνουν το ζήτημα της υστέρησης της οργανωτικής ισχυροποίησης σε σχέση με τη θετική πορεία του Κόμματος. Να, λοιπόν, ένα ζήτημα που πρέπει πιο σοβαρά να μας απασχολήσει. Το πώς δηλαδή σχεδιάζουμε σε αυτήν την κατεύθυνση, πως δουλεύουμε ώστε να δημιουργούνται νέες ΚΟΒ και πυρήνες ειδικά στα εργοστάσια και τους χώρους δουλειάς.

Το ζήτημα της οργανωτικής ισχυροποίησης είναι αναπόσπαστα δεμένο με την ανασυγκρότηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Αν δεν έχει το Κόμμα δυνάμεις που με οποιεσδήποτε συνθήκες θα δουλεύουν, θα οργανώνουν, θα διαφωτίζουν, θα κάνουμε μικρά βήματα στην οργάνωση της εργατικής τάξης, θα δυσκολευόμαστε στον απεγκλωβισμό από την αστική επιρροή, τον οπορτουνισμό και τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Δεν θα προχωρήσει το ΑΑΔ Μέτωπο. Και εδώ ακριβώς είναι η ευθύνη των καθοδηγητικών οργάνων να προσανατολίζουν, να στηρίζουν και να βοηθούν ΚΟΒ και συντρόφους να αντιμετωπίζουν και τα αστικά ιδεολογήματα, και την τρομοκρατία και την επίθεση και γενικότερα τις δυσκολίες.

Το κομβικό ζήτημα όμως, είναι, πώς θα δουλεύουμε στο κίνημα για να έχουμε τα αποτελέσματα που θέλουμε. Δε φτάνει σήμερα να βάζουμε αιτήματα και στόχους πάλης. Δε φτάνει να μπαίνουμε μπροστά στο έδαφος των προβλημάτων. Οι αντιμονοπωλιακοί - αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι πάλης πρέπει να συνδέονται με το κύριο που είναι η κατάργηση των μονοπωλίων, η σύγκρουση με την εξουσία τους, η αποδυνάμωση του δικομματισμού και του οπορτουνισμού. Καλύτερα χρειάζεται να δουλέψουμε, για να γίνει κατανοητό ότι την εργατική τάξη, τη φτωχή αγροτιά και τους αυτοαπασχολούμενους την αφορούν και η Παιδεία, και το περιβάλλον, και τα ναρκωτικά, και η Υγεία γιατί έχουν να κάνουν άμεσα με τη ζωή τους και την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Δεν είναι ξεχωριστά προβλήματα που απαιτούν ειδικούς και ξεχωριστά κινήματα. Ολα έχουν τη διέξοδο στο ένα και το αυτό: την πάλη ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό. Σε αυτή τη βάση χρειάζεται να δουλεύουμε πιο χειροπιαστά, πιο επεξεργασμένα τη λαϊκή συμμαχία για τη λαϊκή εξουσία. Αυτή είναι η γραμμή που φέρνει αποτελέσματα.

Τις αιτίες των καθυστερήσεων πραγματικά ας τις αναζητήσουμε στο κατά πόσον δουλεύουμε σταθερά με τη στρατηγική, τις αποφάσεις, τις επεξεργασίες του Κόμματος στοχοπροσηλωμένοι στην ισχυροποίηση του Κόμματος και την οργάνωση της ταξικής πάλης. Οι λύσεις μέσα στον καπιταλισμό είναι αυταπάτη. Οποιος ψάχνει να βρει διεξόδους έξω από το πραγματικό δίλημμα της εποχής, καπιταλισμός ή σοσιαλισμός, θα αναζητά άλλου είδους κόμμα, άλλου είδους συμμαχίες, άλλου είδους κίνημα. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, θα αναζητά για «φιλολαϊκή πολιτική» με τα μονοπώλια και την καπιταλιστική εκμετάλλευση να είναι κυρίαρχα.

Μπορούμε να περάσουμε στην αντεπίθεση. Απαραίτητος όρος είναι να γίνει ισχυρό το ΚΚΕ, κόμμα «παντός» καιρού. Οι Θέσεις της ΚΕ δείχνουν το δρόμο.


Αγγελόπουλος Χρήστος
ΕΠ Πελοποννήσου, ΝΕ Αχαϊας



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ