Και μπορεί το τελευταίο διάστημα να εκφράζονται ανησυχίες από αστικά επιτελεία για το πόσο καλά θα πάει τελικά ο τουρισμός, πόσα «λεφτά αφήνουν» οι τουρίστες, όμως αυτό που δεν αλλάζει είναι η μεγάλη εικόνα. Αυτή που από τη μια έχει τα τεράστια κέρδη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και από την άλλη τα τσακισμένα εργατικά δικαιώματα.
Αυτή η εικόνα αποτυπώνεται καθαρά και στον κλάδο των αερομεταφορών, όπου τα κέρδη των αεροπορικών εταιρειών, αυτών της επίγειας εξυπηρέτησης, των ομίλων που έχουν μαγαζιά στα αεροδρόμια «τροχοδρομούνται» πάνω στην εντατικοποίηση, στα εξοντωτικά ωράρια και τις δυσμενείς συνθήκες για τους εργαζόμενους. Ο «Ριζοσπάστης» δίνει σήμερα τον λόγο σε αυτούς τους εργαζόμενους, που μεταφέρουν τις συνθήκες εργασιακής ζούγκλας με τις οποίες χτίζεται το «θαύμα» του τουρισμού και των εκατομμυρίων αφίξεων.
Ο «Ριζοσπάστης» συζητά με εργαζόμενους του «Ελ. Βενιζέλος»
Μπορεί να φανταστεί κανείς λοιπόν τον όγκο των κερδών που ετοιμάζονται να «τρυγήσουν» οι όμιλοι που δραστηριοποιούνται στο αεροδρόμιο. Πολύ παραπάνω αν υπολογιστεί ότι το 2021, δεύτερη χρονιά της πανδημίας, με μειωμένη κίνηση, εταιρείες σαν τις «SkyServ», «Goldair» και «Swissport», παρότι γνώρισαν μείωση στον κύκλο εργασιών τους σε σχέση με το 2019, τα καθαρά τους κέρδη αυξήθηκαν συνολικά, περισσότερο από 30 εκατ. ευρώ! Βεβαίως ρόλο έπαιξαν οι έκτακτες επιδοτήσεις από το κράτος αλλά και το ξεζούμισμα των εργαζομένων, η εντατικοποίηση, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, με όλα αυτά να μην υποχωρούν, αλλά να επεκτείνονται τα επόμενα χρόνια όπως και φέτος.
«Η κατάσταση καθημερινά στην πίστα γίνεται όλο και δυσκολότερη», μας λέει εργαζόμενους στο συγκεκριμένο κομμάτι και εξηγεί τον τεράστιο όγκο δουλειάς που μέσα σε μια βάρδια μπορεί να περιλαμβάνει τη φορτοεκφόρτωση 7 αεροπλάνων και περίπου 2,5 τόνων αποσκευών ανά αεροπλάνο! Προσθέτει ότι το μειωμένο προσωπικό διπλασιάζει την επιβάρυνση, με χαρακτηριστικό ότι «οι ομάδες στη φορτοεκφόρτωση από 4 άτομα πολλές φορές δουλεύουν με 2», όπως και το παράδειγμα εταιρείας που το 2019 απασχολούσε 400 εργάτες σε αυτόν τον τομέα ενώ τώρα μόλις 150, παρότι η δουλειά έχει επανέλθει και με το παραπάνω μετά την πανδημία.
«Το αποτέλεσμα είναι η εντατικοποίηση σε βαθμό εξουθένωσης», συνεχίζει. «Να πηγαίνουμε από το ένα αεροπλάνο καπάκι στο άλλο, χωρίς να σταματάμε ούτε για τουαλέτα ή νερό, και με τις υπερωρίες να είναι καθημερινές φτάνοντας έως τις 12 ώρες για να καλυφθεί ο όγκος δουλειάς, και όλα αυτά σε αντίξοες καιρικές συνθήκες αφόρητης ζέστης και καύσωνα».
Υπογραμμίζει ακόμη πως αυτές οι συνθήκες «αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο για την υγεία μας από ηλίαση μέχρι την περίπτωση σοβαρού τραυματισμού, αλλά και πιο μακροχρόνια μυοσκελετικά προβλήματα, σακατεμένες μέσες κ.ά. Εξάλλου, όχι τυχαία έχουν πληθύνει οι εργαζόμενοι που επισκέπτονται τον σταθμό του ΕΚΑΒ επειδή νιώθουν αδιαθεσία».
Τονίζει δε πως ακόμη και τα Μέσα Ατομικής Προστασίας δεν παρέχονται σε επάρκεια.
Τέλος, μας θυμίζει ότι έχουν σημειωθεί δυο θάνατοι εργαζομένων που μπορεί να αποδόθηκαν σε παθολογικά αίτια, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί η συμβολή των απαράδεκτων συνθηκών που επικρατούν.
Αντίστοιχη κατάσταση μας περιγράφει εργαζόμενη στο check-in, όπου κι εδώ ελάχιστο προσωπικό καλείται να εξυπηρετήσει εκατομμύρια τουρίστες. «Ενας εργαζόμενος εξυπηρετεί εκατοντάδες τουρίστες σε μια βάρδια, και πολλές φορές το διάλειμμα "πάει περίπατο"», μας αναφέρει και προσθέτει ότι οι υπερωρίες είναι καθημερινό φαινόμενο, «9ωρα και 10ωρα ορθοστασίας στις πύλες επιβίβασης, τρέχοντας από πύλη σε πύλη, ή καθηλωμένος στα ελεγκτήρια εισιτηρίων».
Πλάι στο φόρτο εργασίας και τις ελλείψεις σε προσωπικό τονίζει πως «γινόμαστε μπαλάκι μεταξύ εταιρειών επίγειας εξυπηρέτησης και αεροπορικών εταιρειών για να καταφέρουν τα αεροπλάνα να πετάξουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ενώ παράλληλα είμαστε αποδέκτες όλων των δικαιολογημένων παραπόνων των επιβατών για λάθη και καθυστερήσεις».
Στέκεται ακόμη στις πολλές και διαφορετικές συμβάσεις εργασίας, με την πλειοψηφία να αφορά ορισμένου χρόνου, «εξάμηνες, μηνιαίες ακόμη και 15ήμερες». Ετσι, συνεχίζει, «ο φόβος της μη επαναπρόσληψης στην πλειοψηφία των εταιρειών δίνει στην εργοδοσία τη δυνατότητα να ξεσαλώνει, να παίρνει πίσω όποτε θέλει ό,τι παροχές δίνει, να μην είναι δεδομένος ούτε ο χρόνος για διάλειμμα».
Οσον αφορά τις παροχές των εργαζομένων, σημειώνει ότι στην πλειοψηφία κινούνται λίγο πάνω από τον κατώτατο μισθό. Παράλληλα, τονίζει ότι πολλοί μένουν ακάλυπτοι τους μήνες που δεν ανανεώνεται η σύμβασή τους με μόνη «παρηγοριά» τα ψίχουλα του Ταμείου Ανεργίας και χωρίς το εποχικό επίδομα, που δεν το δικαιούνται, αν και δουλεύουν εν τέλει εποχιακά.
Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση μας παραθέτει την «οδύσσεια» ακόμη και για να φτάσει ένας εργαζόμενος στη δουλειά, όπου εκτός από το αυξημένο κόστος, αφού ορισμένες μόνο εταιρείες καλύπτουν τη μηνιαία κάρτα, τα αραιά δρομολόγια και τα ακατάστατα ωράρια πολλές φορές φτάνουν τον συνολικό χρόνο των πήγαινε - έλα στις 2 με 3 ώρες, με ό,τι αυτό σημαίνει για τον έτσι κι αλλιώς ελάχιστο χρόνο που έχει κάνεις για ξεκούραση, ψυχαγωγία και να περάσει με την οικογένειά του. Με λίγα λόγια, η δουλειά μαζί και με τις πιθανές υπερωρίες και τη μετακίνηση κάνουν έναν εργαζόμενο να είναι «στο πόδι» τουλάχιστον 11 - 12 ώρες τη μέρα.
Η εντατικοποίηση είναι φρενήρης και για όσους δουλεύουν στα καταστήματα εστίασης στο αεροδρόμιο. Οπως μας λέει εργαζόμενη, «η δουλειά ανεβαίνει λόγω των ρεκόρ τουριστικών αφίξεων και τα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων επεκτείνονται σε όλο το 24ωρο, ενώ μέχρι πρόσφατα δούλευαν χωρίς νυχτερινή βάρδια. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας το ωράριο λειτουργίας αυξομειωνόταν διαρκώς με βάση τα "θέλω" των εταιρειών. Τώρα, δεν υπάρχουν αρκετοί εργαζόμενοι να καλύψουν τις βάρδιες, τηρώντας το 5ήμερο - 8ωρο».
Προσθέτει πως οι πιέσεις της εργοδοσίας είναι καθημερινές για υπερωρίες ή για δουλειά τη μέρα που έχει κάποιος κανονικά ρεπό.
Οπως μας μεταφέρει εργαζόμενος, «αν δεν πάρεις τα ρεπό σου στην αρχής της βδομάδας, δεν υπάρχει περίπτωση να τα πάρεις, αφού σε καθημερινή βάση τροποποιείται το πρόγραμμα εργασίας ακόμα και μέσα στην ίδια μέρα». Και εδώ το διάλειμμα σχεδόν είναι ...ξεπερασμένο, ενώ όπως τονίζει «σε κάποιες εταιρείες δεν είναι δεδομένο ότι οι παραπάνω ώρες δουλειάς θα πληρωθούν ή ότι τα ρεπό που κόβονται θα πληρωθούν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις "διευθετούνται"».
Υπογραμμίζει επιπλέον πως οι εργοδότες «δεν αφήνουν τους εργαζόμενους καν να δηλώσουν τις καλοκαιρινές τους άδειες, η μόνιμη απάντηση είναι "από Οκτώβρη και βλέπουμε", ενώ ακόμα και όσοι τελικά το καταφέρουν, μέχρι τελευταία στιγμή είναι μετέωροι για το αν θα τους δοθεί ή όχι. Τι να προγραμματίσεις στη ζωή σου;».
«Πολλοί είναι οι συνάδελφοι που έρχονται και φεύγουν, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις εργαζόμενοι που δουλεύουν για πολλά χρόνια στο συγκεκριμένο πόστο φέτος παραιτήθηκαν, λόγω των απαράδεκτων συνθηκών, των προσβλητικών και πιεστικών συμπεριφορών διευθυντικών στελεχών, των χαμηλών μισθών που παραμένουν καθηλωμένοι παρά την προϋπηρεσία των εργαζομένων και την ακρίβεια που μεγαλώνει».
Είναι χαρακτηριστικό επίσης πως σε κάποιες εταιρείες εστίασης η εργοδοσία δεν καλύπτει ούτε την κάρτα για τα ΜΜΜ, ούτε παρέχει πάρκινγκ για τους εργαζόμενους που έρχονται με δικό τους μέσο (είναι επί πληρωμή το πάρκινγκ του αεροδρομίου!), με αποτέλεσμα πολλοί να πληρώνουν πρόστιμα, σε μια ακόμα ιδιότυπη «περικοπή» του μισθού τους...
Ειδικά για τους εργαζόμενους στις αποθήκες των εταιρειών εστίασης, μας σημειώνει ότι με τα παλετοφόρα μεταφέρουν τόνους εμπορευμάτων με τα ποδιά σε μεγάλες αποστάσεις σε όλο το αεροδρόμιο, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των καταστημάτων.
Ούτε εδώ λείπουν τα «ατυχήματα», «λόγω της εντατικοποίησης είναι συχνά όπως κοψίματα στα χέρια, πτώσεις, λιποθυμίες, καψίματα, που σε πολλές περιπτώσεις δεν δηλώνονται ως τέτοια από την εργοδοσία παρά μόνο σε περίπτωση που ο εργαζόμενος το κυνηγήσει».
«Σημαντική είναι η έλλειψη συντήρησης και ελέγχου του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού μέσα στα καταστήματα, αλλά και αντικατάστασης του ελαττωματικού που επιβαρύνει επιπλέον τη δουλειά των εργαζομένων. Οι ειδικότητες σε καμία περίπτωση δεν τηρούνται και οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε διαφορετικές ειδικότητες από την πραγματική τους εργασία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εργασιακά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα», καταλήγει η εργαζόμενη.
Για να δούμε τι σημαίνουν αυτά τα νούμερα που ζαλίζουν για τους εργαζόμενους:
Στο αεροδρόμιο δουλεύουν εκατοντάδες, στην πλειοψηφία τους εποχιακοί για 6 μήνες, οι οποίοι τον χειμώνα επιβιώνουν στην καλύτερη περίπτωση με τα 400 ευρώ του ταμείου ανεργίας, κι αυτά για ένα τρίμηνο.
Την ίδια στιγμή, και φέτος, η εντατικοποίηση, τα ωράρια λάστιχο, η βάρδια κόντρα στη βάρδια, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, τα κομμένα ρεπό, η έλλειψη προσωπικού και οι μισθοί - ψίχουλα αποτελούν κανόνα σε όλες τις εταιρείες του αεροδρομίου.
Εικόνες βγαλμένες από μια άλλη εποχή μπορεί να δει κανείς στους χώρους που μεταφέρουν το «τουριστικό θαύμα»: Στον χώρο μπροστά από τις αφίξεις αλλά και τις αναχωρήσεις κυριολεκτικά δεν χωράει να πέσει ούτε καρφίτσα, οι συνθήκες είναι αποπνικτικές, από τύχη φέτος δεν έχουμε λιποθυμίες εργαζομένων και ταξιδιωτών όπως πέρυσι, ενώ οι εργαζόμενοι προσπαθούν να δροσιστούν από θερμοκρασίες που φτάνουν μέχρι και 40-50 βαθμούς με ατομικά ανεμιστηράκια γραφείου. Τα ταβάνια κρέμονται σε πολλά σημεία, ενώ ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση στον χώρο όπου γίνεται ο διαχωρισμός αποσκευών, αφού οι εργαζόμενοι ζουν πραγματικά μία πύρινη κόλαση. Και σαν να μην έφτανε αυτό κάθε λίγο χαλάει και ένας ιμάντας, οπότε αναγκάζονται να μεταφέρουν με τα χέρια τις αποσκευές.
Ο «Ριζοσπάστης» συνομίλησε με πρώην εργαζόμενη στα duty free καταστήματα του αεροδρομίου. Οπως μας λέει, δεν άντεξε και παραιτήθηκε μετά από έναν μήνα δουλειάς. Ωστόσο, μας περιέγραψε τις συνθήκες εργασίας των 100 περίπου εργαζομένων στα καταστήματα. «Τι να πρωτοπεί κάποιος για τις κόντρα βάρδιες από βράδυ σε πρωί, την εντατικοποίηση και ότι δεν προλαβαίνουμε να πάρουμε ανάσα. Το διάλειμμα γίνεται στο πόδι κι αυτό αν προλάβουμε, ανάλογα την ημέρα. Τα air-condition ίσα ίσα που δουλεύουν με αποτέλεσμα να υπάρχουν συνθήκες ασφυξίας. Ενώ αναγκαζόμασταν να πληρώνουμε 14 ευρώ parking τον μήνα και έπρεπε να φτάσουμε μια ώρα πριν περίπου στο αεροδρόμιο για να βρούμε χώρο να παρκάρουμε. Διαφορετικά η τροχαία μάς έκοβε κλήση. Ολα αυτά με μισθούς των 700 ευρώ περίπου για μόλις πέντε μήνες δουλειά. Ενώ τον χειμώνα καλούμαστε να επιβιώσουμε με 400 ευρώ για τρεις μήνες. Οταν υπάρχουν μέρες που μόνο το ένα ταμείο από τα δέκα που υπάρχουν στα καταστήματα κάνει τζίρο χιλιάδων ευρώ σε ένα 8ωρο. Μαζί με εμένα παραιτήθηκαν άλλα 10 άτομα που δεν άντεξαν να δουλεύουν σε τέτοιες συνθήκες».
Ο «Ριζοσπάστης» μίλησε ακόμη με την Δέσποινα Δοριάκη, πρόεδρο της Ενωσης Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ηρακλείου (ΕΙΥΗ), που αναφέρεται στο πώς οι εργαζόμενοι μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτήν την αθλιότητα: «Μόνο οι εργαζόμενοι οργανωμένοι στο σωματείο τους μπορούν να βάλουν φρένο σε αυτήν την εκρηκτική κατάσταση!
Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα πριν από περίπου έναν μήνα, όταν η ΕΙΥΗ με δυναμική κινητοποίηση άνοιξε επιτέλους το parking το οποίο είχε δεσμευτεί με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου μετά από παρέμβαση του σωματείου και ωστόσο παρέμενε κλειδωμένο για πάνω από 2 μήνες με διάφορες προφάσεις!
Συνεχίζουμε τις παρεμβάσεις και τις κινητοποιήσεις μας για να ικανοποιηθούν και όλα τα υπόλοιπα αιτήματα των εργαζομένων οι οποίοι λιώνουν όλο το καλοκαίρι, για να κερδίζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου και στη συνέχεια πετιούνται στον δρόμο με ψίχουλα για εισόδημα όλο το χειμώνα. Στο δίλημμα τα κέρδη τους ή οι ζωές μας εμείς απαντάμε οι ζωές μας και το κάνουμε πράξη!».