ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Νοέμβρη 2014
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΑΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Ο τολμηρός έφηβος του ξεκινήματος του ελληνικού σινεμά

Στη δίνη μιας εποχής καταιγισμού ιστοριών φουστανέλας, κωμειδυλλίων και ανόητων μελό, ο κομμουνιστής κινηματογραφιστής Στέλιος Τατασόπουλος -ένας από τους 5 που τίμησε η ΤΟ Καλλιτεχνών του ΚΚΕ στο τριήμερο αφιέρωμα στον κινηματογράφο Αλκυονίδα στις 7, 8 και 9/11- έβαλε, με τη ριζοσπαστική, βωβή ταινία του «Κοινωνική σαπίλα» (1931), το σπόρο ενός εθνικού, γι' αυτό προοδευτικού, κινηματογράφου, αναδεικνύοντας τη σήψη του αστικού συστήματος και την οργανωμένη πάλη της εργατικής τάξης.

Ο Τατασόπουλος γεννήθηκε το 1908 στην Κωνσταντινούπολη σε μικροαστική, πολυμελή οικογένεια που, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά. Ο Στέλιος σπούδασε στη Βαρβάκειο και την Εμπορική Σχολή αλλά τον κέρδισε η τέχνη. Και χάρη στον πατέρα του, ένθερμο σοσιαλιστή, ο Στέλιος από τα μικράτα του εμφορείται από προοδευτικές ιδέες που τις υπηρετεί με συνέπεια σε όλη του τη ζωή.

Γοητεύεται κυριολεκτικά από την υποκριτική τέχνη και τον κινηματογράφο ιδιαίτερα. Το 1927 ξεκινά σπουδές υποκριτικής στη σχολή «DAG FILM» των αδελφών Γιαζιάδη, οι οποίοι αμέσως τον ξεχωρίζουν για την εμφάνιση, το ταλέντο και τις γνώσεις του και του δίνουν ρολάκια στα φιλμ τους. Το 1929 ο Τατασόπουλος φεύγει για το Παρίσι, φημισμένο για τις κινηματογραφικές του σχολές και στούντιο. Σπουδάζει υποκριτική ως το 1931 στη «Cine Essor». Εκεί γράφει το σενάριο της παρθενικής του ταινίας, «Κοινωνική Σαπίλα», που τον ίδιο χρόνο «γυρίζει» στην Αθήνα. «Εργο κοινωνικής κριτικής, μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο στο είδος αυτό», σημειώνει στο βιβλίο «Ελληνικός Κινηματογράφος» η ιστορικός κινηματογράφου Αγλαΐα Μητροπούλου. Η ταινία, όντως πολύ τολμηρή για την εποχή της, καταγγέλλει την αδίσταχτη εκμετάλλευση, την εξαθλίωση των εργαζομένων, τη σωματεμπορία, το εμπόριο ναρκωτικών, τη βία και τους εκβιασμούς σε βάρος των εργατών. Και αυτά σε χρόνια πολιτικά επικίνδυνα, με το «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου σε ισχύ.


Ενας φτωχός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εγκαταλείπει τις σπουδές του λόγω οικονομικών δυσκολιών και αναζητά εργασία. Προσλαμβάνεται ως ηθοποιός σε ένα θίασο. Εκεί γνωρίζει και ερωτεύεται την πρωταγωνίστρια. Οταν εκείνη ενδίδει σε βιομήχανο που της υπόσχεται μέλλον λαμπρό, ο φοιτητής εγκαταλείπει απογοητευμένος το θέατρο. Η φτώχεια θα τον οδηγήσει στις γραμμές του προλεταριάτου, θα γίνει καπνεργάτης για τη ζήση του. Ετσι έρχεται αντιμέτωπος με την ανείπωτη εκμετάλλευση των αφεντικών και συμβάλλει στην ίδρυση του συνδικάτου, ενώ ηγείται στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, αδιαφορώντας για τις διώξεις. Φυλακίζεται και όταν βγαίνει είναι αποφασισμένος να πολεμήσει την κοινωνική σαπίλα.

Η πρεμιέρα της ταινίας υπήρξε επεισοδιακή. Θα γινόταν στο «Σπλέντιτ», ο αιθουσάρχης όμως ματαίωσε την προβολή από φόβο επιβολής κυρώσεων λόγω «Ιδιώνυμου». Ετσι οι μπομπίνες μεταφέρθηκαν σε αίθουσα στην Κοκκινιά, με τους χωροφύλακες να επιδίδονται σε σωματική έρευνα των θεατών για να προλάβουν δήθεν ταραχές και ένοπλες συμπλοκές. Παρά ταύτα, η ταινία είχε τεράστια επιτυχία, η προβολή της συνεχίστηκε σε διάφορες πόλεις με μεγάλη ανταπόκριση του κοινού της επαρχίας και των λαϊκών συνοικιών. Ηταν το πρώτο φιλμ στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που συνδύαζε το μελό με στοιχεία κοινωνικής κριτικής.

Το 1933 ο Τατασόπουλος φεύγει για το Παρίσι και σπουδάζει σκηνοθεσία στη «Cine Essor» ως το 1937. Τα σύννεφα του πολέμου τον αναγκάζουν να επιστρέψει στην Αθήνα το 1939. Ηταν ο πρώτος που σπούδασε κινηματογράφο στο εξωτερικό, ενδεικτικό της σοβαρότητας με την οποία αντιμετώπιζε την τέχνη του. Ηταν ο πρώτος που είδε την τέχνη του σε σχέση με τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα και είχε την τόλμη να καταγγείλει με το έργο του την κοινωνική κατάσταση και να υπερασπιστεί τις πολιτικές ιδέες και τα ιδανικά του.

Από την αρχή του πολέμου οργανώνεται στην Αντίσταση και μέσα στην Κατοχή ιδρύει το 1943 το Σωματείο Καλλιτεχνών Κινηματογράφου. Στην Απελευθέρωση γυρίζει τα πρώτα Επίκαιρα, που απαθανατίζουν τις τελευταίες μάχες του ΕΛΑΣ. Τα Επίκαιρα αυτά χάθηκαν, όπως και η πρωτότυπη κόπια της ταινίας «Κοινωνική Σαπίλα» που αργότερα έκαψαν οι Χίτες. Μετά τα Δεκεμβριανά ο Τατασόπουλος εξαναγκάζεται να φύγει πάλι στη Γαλλία. Το 1951 επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το Συνεταιρισμό Παραγωγής Ταινιών. Η καταλυτική επίδραση του ιταλικού νεορεαλισμού, αλυσιδωτά στον παγκόσμιο κινηματογράφο, γίνεται αφορμή να αναπτυχθούν εθνικές κινηματογραφίες σε πολλές περιφερειακές χώρες.

Ο Τατασόπουλος, με την ταινία του «Μαύρη γη» (1952), επιχειρώντας να αφομοιώσει τη νεορεαλιστική επίδραση, αρθρώνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ένα προσωπικό σινεμά δημιουργού ταινία που, με το «Πικρό ψωμί» (1951) του Γρηγόρη Γρηγορίου, θεωρούνται οι πρώτες νεορεαλιστικές του ελληνικού σινεμά. Ο παλαίμαχος σκηνοθέτης, επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, πέθανε στις 13 Ιουλίου το 2000 σε ηλικία 92 ετών και η κηδεία του έγινε με έξοδα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.

Η Ταινιοθήκη, θέλοντας να τον τιμήσει, συντήρησε και αποκατέστησε την «Κοινωνική Σαπίλα», προκειμένου οι νεότερες γενιές να τον γνωρίσουν και να τον αγαπήσουν...


ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Ο ετοιμόρροπος πρύτανης

1. Επιτέλους τα ΜΑΤ απέκτησαν πρύτανη. Ο Θεόδωρος Φορτσάκης, με εμφάνιση Εγγλέζου νεκροθάφτη, είναι πρώτος αχθοφόρος των ΜΑΤ στο Πανεπιστήμιο. Αχθοφόρος των γνωστών μολοσσών, φανατικός συντηρητικός, στον οποίο το ελληνικό κράτος έδωσε το δικαίωμα να επιτεθεί στο φοιτητικό κίνημα, με προετοιμασμένα λογύδρια, χειρονομίες και φωνές που συχνά θυμίζουν λοχία της δικτατορίας, εισέρχεται στη σημαντικότερη μάχη που δίνεται για το μέλλον της Παιδείας.

2. Περιττό να υποκρίνεται ο πρύτανης και να μας ζαλίζει με υστερικές κρίσεις μετά από κάθε συνάντησή του με τους φοιτητές. Απέναντι στην ωμότητα, στον εκφοβισμό και τη σύγχυση που απλόχερα ο ίδιος μοιράζει, οι φοιτητές - γνωστοί στο πανελλήνιο για τη συνείδηση και την άφθονη αδρεναλίνη τους - θα σταθούν μπροστά του όπως το έκαναν γενιές ολόκληρες, από τη γερμανική κατοχή ίσαμε σήμερα.

3. Ο ετοιμόρροπος, ζαλισμένος από την αύρα της εξουσίας, δεν κατάλαβε ότι μόλις τώρα αρχίζουν τα προβλήματά του με τους φοιτητές. Τώρα, είτε το θέλει είτε όχι, θα μάθει πως η υπόθεση των φοιτητών έχει και πάθος και νόημα, το οποίο αγνοεί. Απαγγέλλοντας το ρόλο του, δεν πρόκειται να καταφέρει να ξεφύγει, διότι η συνείδηση των φοιτητών δε θα του επιτρέψει μεγάλα περιθώρια ελιγμών. Από τη στιγμή που το πανεπιστήμιο καταντήσει κάστρο προνομιούχων, θα πρέπει να καταλάβει ότι δεν είναι άπαρτο.

4. Ο ετοιμόρροπος, με πενιχρό λεξιλόγιο, υπέρμαχος των γνωστών «αξιών» που κατέστρεψαν την Παιδεία, είναι χαρούμενος που η σύγκλητος έγινε συναγωγή. Από δω και στο εξής αυτή η συναγωγή είναι υπεύθυνη για το αν οι φοιτητές γίνουν κασκαντέρ προκειμένου να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους. Ανίκανη να ασκήσει τη μνήμη της, η σύγκλητος εκτίθεται σε λάθος υπολογισμούς. Αυτήν την οποία υποτίθεται πως προσπαθεί ν' αποφύγει, τη σύγκρουση, την προκαλεί, την οξύνει από μέσα.

5. Συγχώρεση, άφεση αμαρτιών και ανοχή σε αφθονία παρέχουν στον ετοιμόρροπο οι δημοσιογράφοι με την «υποδειγματική» συμπεριφορά τους, όπως και η εκπρόσωπος - κομμώτρια της κυβέρνησης κυρία Βούλτεψη. Αν μπορούσαν, όλοι αυτοί θα έσβηναν το φοιτητικό κίνημα από το χάρτη διά παντός. Η γελοία απόφαση του ετοιμόρροπου προς τους φοιτητές να μην τον πλησιάζουν κοντύτερα από τα τρία μέτρα δείχνει την ψευδαίσθηση και το φτηνό μεγαλείο του ανδρός. Βρίσκεται στο κέντρο μιας σήψης, αλλά δεν αντέχει στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να τον αγγίξουν. Παρ' όλα αυτά, με τις υπερβολές του, κατάφερε να γίνει ο νέος απαραίτητος μαϊντανός σε κάθε τηλεοπτική εκπομπή. Δεν είναι κακό ένας άνθρωπος να βρίσκει το ρόλο του μέσα στην ελληνική τηλεόραση, αρκεί να μη μας ζητήσει να παίξουμε κι εμείς μαζί του.

6. Υποβαθμίζοντας αδιάκοπα το πανεπιστήμιο, το καθεστώς ονειρεύεται να το ξεφορτωθεί, να το κάνει «μουσείο». Κάθε απόφαση του καθεστώτος, είτε το θέλουμε είτε όχι, καθίσταται απρόσβλητη. Από τη στιγμή που η σύγκλητος δεν έχει καμία σχέση με το σθένος και την ορθοστασία που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα των ημερών, το συμφέρον για την επιβίωσή της είναι να χαθεί μέσα στο ομιχλώδες καθεστώς.

7. Παράξενο, ο ετοιμόρροπος, από τη μια, διώκει τους φοιτητές και, από την άλλη, μιλάει με διαφημιστικό τρόπο για συμφωνία μαζί τους. Ετσι αποκλείει κάθε επαφή πρώτα απ' όλα με την πραγματικότητα και μετά με κάθε κριτικό πνεύμα που υποτίθεται ότι πρέπει να εκπροσωπεί. Η παραμέληση της λογικής τού δίνει το δικαίωμα να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν εκτός από το καθεστώς, το οποίο ειδικεύεται σε αυτό το είδος των ετοιμόρροπων που το στηρίζουν.

8. Ο ετοιμόρροπος είναι αναγκασμένος με το παραμικρό να καλεί τους μολοσσούς των ΜΑΤ. Τόσο του κόβει. Αποδυναμωμένος και ανύπαρκτος, γίνεται άλλος ένας εκπρόσωπος της κρατικής βίας. Και εδώ κάπου δυσκολεύουν τα πράγματα με τη ναπολεόντεια συμπεριφορά του, γιατί, όπως γράφει ο Φουκώ, άλλο να ντύνεσαι Ναπολέων μια φορά το χρόνο, στις απόκριες, και άλλο κάθε μέρα.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Μελωδικό οδοιπορικό της ελπίδας και της αντίστασης

Ενα μελωδικό οδοιπορικό στην Ελλάδα της ελπίδας και της αντίστασης με τίτλο «Πατρίδα ζητάμε» παρουσιάζει κάθε Δευτέρα στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο το μουσικό σύνολο «Ρωμιοσύνη». Τίτλος δανεισμένος από το ομώνυμο τραγούδι σε στίχους Νερούδα και μουσική Γιάννη Γλέζου: «Πατρίδα ζητάμε για τους ταπεινωμένους/ κι εσύ με το μαχαίρι σου Ζαπάτα Εμιλιάνο/ δίκαια μας μοιράζεις/ των πατεράδων τις κληρονομιές/Πατρίδα ζητάμε κι οι ντουφεκιές τρομάζουν/ και τ' άλογα τρομάζουν τα γένια των δημίων/κι όλες τις φυλακές/Μην περιμένεις λασπωμένε χωρικέ/μερίδιο τ' ουρανού γονατιστός αν μείνεις.../Σήκω και τρέξε τρέξε καβαλάρη/μαζί με τον Ζαπάτα τον αρχηγό μαζί/Μπορασίτα Μπορασίτα/μαζί μου ήθελα να 'ρθεις/μα εσύ μου είπες όχι»...

Η μουσική παράσταση «Πατρίδα Ζητάμε» είναι ένα ταξίδι στην Ιστορία της νεότερης Ελλάδας μέσα από το τραγούδι. Η μουσική αφήγηση περιλαμβάνει αποσπάσματα από την Ιστορία του πολιτικού τραγουδιού και η παράσταση πλαισιώνεται από κείμενα και ποιήματα των μεγαλύτερων Ελλήνων δημιουργών. Ξεκινώντας από την εποχή της αυγής του Νέου Ελληνισμού, με βασικούς σταθμούς το ακριτικό και κλέφτικο τραγούδι. Ακολουθεί μια στάση στην επαναστατημένη Ελλάδα του 1843, μια ανθολόγηση από τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού Μακρυγιάννη και η διαδρομή συνεχίζεται με τα τραγούδια της Μικρασιατικής Καταστροφής και φτάνει στη Νεότερη Ελληνική Ιστορία. Προχωράει με το πολιτικό τραγούδι της δικτατορίας του Μεταξά, επιλογές από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, τα τραγούδια της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Η εποχή της ελληνικής μετανάστευσης, η δικτατορία του '67 και η μεταπολίτευση ιδωμένα μέσα από τη μουσική και λογοτεχνική δημιουργία.

Καλλιτεχνική επιμέλεια: Τεό Λαζάρου. Σκηνοθεσία: Νίκος Αλευράς. Τραγουδούν: Νίκος Μποφίλιος, Σταύρος Ξένος, Αχιλλέας Βογιατζάκης, Νατάσσα Παπαδοπούλου - Τζαβέλλα, Ηλίας Λογοθέτης, Νατάσσα Μουσάδη, Νατάσσα Μωυσόγλου. Επιλογές κειμένων - αφηγητές: Ηλίας Λογοθέτης, Μαρία Ζαχαρή, Μανώλης Χατζηνάκης, Αιμίλιος Καλλιακάτσος.

Μουσικοί: Μπουζούκι: Λευτέρης Λαζάρου, Γιάννης Τόλιος, Γιώργος Χαραλάμπης. Μπαγλαμάς: Γιώργος Χαραλάμπης. Κιθάρα: Τάσος Ζάντζας, Αντώνης Νάτσιος. Τύμπανα: Βασίλης Χατζάκης. Κρουστά: Βάιος Τσατσαλίδης. Ακορντεόν: Λευτέρης Γρίβας. Φυσαρμόνικα, Φλογέρες: Δημήτρης Κουφαλάκος. Πιάνο: Πέτρος Μπεράτης. Μπάσο: Βασίλης Καραχούτης. Μπάσο, Κιθάρα: Τεό Λαζάρου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ