ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Ιούλη 2006
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και ανταγωνιστικότητα...

Η διατήρηση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η απελευθέρωση των εμπορευματικών συναλλαγών και της κίνησης κεφαλαίων, απαιτεί την καλύτερη δυνατή σχέση κόστους παραγωγής - τιμής πώλησης στις διεθνείς αγορές. Και σε συνθήκες καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, για να μπορεί να διατηρεί μία επιχείρηση τα μερίδιά της στη διεθνή αγορά, θα πρέπει να είναι ανταγωνιστική και άρα να πουλά σε ανταγωνιστικές τιμές. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα πρέπει να είναι μικρότερη ή ίση από την αύξηση του αντίστοιχου κόστους εργασίας των ανταγωνιστριών χωρών... Αν το κόστος εργασίας στη χώρα μας αυξάνει ταχύτερα από το κόστος εργασίας των άλλων χωρών, τότε υπάρχει απώλεια ανταγωνιστικότητας. Αν, αντίθετα, το κόστος εργασίας αυξάνει με μικρότερους ρυθμούς - σε σχέση πάντα με τις εξελίξεις στις άλλες χώρες - τότε η ανταγωνιστική θέση της χώρας βελτιώνεται.

Οι παράγοντες που διαμορφώνουν την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας, είναι:

α) η εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας

β) το ύψος των μισθολογικών αυξήσεων

γ) η συναλλαγματική ισοτιμία του εγχώριου νομίσματος έναντι των νομισμάτων των ανταγωνιστριών χωρών.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, οι αυξήσεις στους μισθούς όχι μόνο δε θα πρέπει να υπερβαίνουν την αντίστοιχη άνοδο της παραγωγικότητας, αλλά θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και τις αλλαγές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αν δηλαδή οι μισθοί αυξάνουν ταχύτερα από την αύξηση της παραγωγικότητας, τότε υποχωρεί ανάλογα και η ανταγωνιστική θέση της χώρας. Το ίδιο θα συμβεί, αν οι μισθολογικές μεταβολές δε λάβουν υπόψη τη συναλλαγματική θέση των ανταγωνιστριών χωρών (υποτίμηση των νομισμάτων τους). Με άλλα λόγια, στο σημερινό διεθνοποιημένο περιβάλλον μία χώρα είναι ή δεν είναι ανταγωνιστική ανάλογα με πώς εξελίσσεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Αν αυξάνει έχουμε μείωση ανταγωνιστικότητας, αν μεταβάλλεται αρνητικά, τότε έχουμε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας...

Το παραπάνω - εκτενές - απόσπασμα αποτελεί το επίσημο δόγμα της αστικής πολιτικής οικονομίας. Είναι το ευαγγέλιο και οι θέσεις των κάθε λογής απολογητών του κεφαλαίου, που υποστήριζαν και υποστηρίζουν (και σήμερα) ότι η ανταγωνιστική θέση μιας χώρας εξαρτάται από το επίπεδο των μισθών! Οσο πιο μικροί είναι οι μισθοί - δηλαδή όσο λιγότερο αυξάνουν - τόσο πιο ισχυρή είναι η ανταγωνιστική της θέση. Αντίθετα, όσο πιο απαιτητικοί είναι οι εργαζόμενοι, όσο διεκδικούν μεγάλους μισθούς και υψηλά μεροκάματα, τότε τίθενται εν κινδύνω τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του έθνους. Απειλούνται θέσεις εργασίας, η ανεργία κινείται ανοδικά...

Πρόκειται για ιδιοτελείς απόψεις που εκφράζουν και αντανακλούν τις ταξικές θέσεις του κεφαλαίου. Απόψεις, όμως, οι οποίες έχουν πάρει διαζύγιο από κάθε στοιχειώδη επιστημονική ανάλυση για τον τρόπο διαμόρφωσης του επιπέδου των μισθών σε κάθε χώρα. Από την άλλη, τέτοιου είδους... αναλύσεις αποσκοπούν να κρύψουν ότι, ακριβώς, λόγω των ανατροπών στις εργασιακές σχέσεις, οι μισθοί στην Ελλάδα βρίσκονται σε μια διαδικασία συνεχούς συρρίκνωσης.

Οι καλοί μας... αναλυτές παίρνουν σαν δεδομένες τις διαφορές του επιπέδου των μισθών π.χ. στην Ελλάδα και τη γειτονική Βουλγαρία, αποφεύγοντας επιμελώς να εξηγήσουν τους λόγους που υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα μισθών σε διαφορετικές χώρες! Στα πλαίσια αυτά, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, που θέλουν όχι αυξήσεις, αλλά - αν είναι δυνατό- μειώσεις των μισθών, οι εν λόγω «αναλυτές» προβάλλουν επιλεκτικά τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τα οποία το αποκαλούμενο μηνιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα το 2005 ήταν 2.238 ευρώ και στη Βουλγαρία μόνο 279 ευρώ. Αποφεύγουν, βέβαια, να πουν ότι το μηνιαίο κόστος εργασίας στην ΕΕ των «25» ήταν 3.002 ευρώ και σε κάποιες χώρες - μέλη της ΕΕ πολύ υψηλότερο.

Αν και μπορεί να εκφράσει κάποιος σοβαρότατες αμφιβολίες για το ύψος του μέσου μισθού στην Ελλάδα, όπου κυριαρχούν πλέον οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις και η αδήλωτη εργασία, ωστόσο είναι απορίας άξιο: Γιατί οι μισθοί στην Ελλάδα είναι μεγαλύτεροι από τους μισθούς στη Βουλγαρία και το αντίστροφο και γιατί επίσης οι μισθοί στην Ελλάδα είναι μικρότεροι από τους μισθούς (με εξαίρεση ίσως την Πορτογαλία) της Ευρωπαϊκής Ενωσης των «15»;

Πώς διαμορφώνεται ο μισθός;

Είναι γνωστό ότι στον καπιταλισμό η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα, δίπλα στις χιλιάδες άλλα εμπορεύματα που διακινούνται στη διεθνή αγορά. Ως εμπόρευμα έχει ασφαλώς και μια ανταλλακτική αξία που αντιστοιχεί στην αξία την οποία πληρώνει κάποιος τρίτος (ο καπιταλιστής εργοδότης στην προκειμένη περίπτωση) για να έχει στην κατοχή του την αξία της χρήσης. Αυτό βέβαια συμβαίνει με όλα τα εμπορεύματα. Πληρώνω την αξία (την τιμή του εμπορεύματος) και αποκτώ την αξία της χρήσης.

Το ερώτημα που προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση, είναι πώς διαμορφώνεται η αξία - τιμή του ιδιόμορφου αυτού εμπορεύματος που λέγεται «εργατική δύναμη»; Απάντηση στο ερώτημα αυτό έχουν δώσει αστοί οικονομολόγοι, προγενέστεροι του Μαρξ, οι οποίοι σημείωναν πως η αξία του εμπορεύματος εργατική δύναμη πρέπει να διαμορφώνεται σε τέτοια επίπεδα ώστε να επιτρέπει στον φορέα της, στον εργάτη, να την αναπαράγει σε καθημερινή βάση. Ο εργάτης αναλώνει καθημερινά την εργατική του δύναμη στην παραγωγική διαδικασία. Για να είναι σε θέση να δουλέψει και την επόμενη ημέρα, τον επόμενο μήνα, χρόνο κλπ., πρέπει να διατηρεί ακμαίες τις πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις. Πρέπει δηλαδή να φάει, να ντυθεί, να κοιμηθεί, να έχει μια στοιχειώδη ψυχαγωγική δραστηριότητα, αν έχει οικογένεια να μπορεί να ανταποκρίνεται και πάλι στοιχειωδώς στις οικονομικές υποχρεώσεις των παιδιών του κλπ.

Με άλλα λόγια, η αξία της εργατικής δύναμης αναλύεται στην αξία όλων εκείνων των εμπορευμάτων που θα πρέπει να καταναλώνει ή να αποκτά ο εργάτης για να διατηρηθεί στη ζωή. Είναι επομένως ίση με την αξία των τροφίμων που καταναλώνει καθημερινά, των ρούχων για να ντυθεί, των υπηρεσιών που χρησιμοποιεί (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ κλπ.). Εν πολλοίς μπορούμε να πούμε ότι η αξία της εργατικής δύναμης αναλύεται στην αλυσίδα των εμπορευμάτων και υπηρεσιών με τις οποίες έρχεται σε επαφή ένας καθημερινός άνθρωπος.

Και τώρα τίθεται το κρίσιμο ερώτημα. Σε συνθήκες καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ποιοι είναι οι κάτοχοι των εμπορευμάτων που παράγουν οι άμεσοι παραγωγοί, οι εργάτες; Είναι φυσικά οι καπιταλιστές κάτοχοι των μέσων παραγωγής. Και φυσικά οι καπιταλιστές - ως κάτοχοι των μέσων παραγωγής και των παραγόμενων εμπορευμάτων - είναι αυτοί που διαμορφώνουν επίσης τις τιμές, με τις οποίες αγοράζουν οι καταναλωτές (και οι εργάτες) τα διάφορα εμπορεύματα και υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, η τιμή της εργατικής δύναμης (η τιμή αποτελεί την έκφραση της αξίας σε χρήμα) καθορίζεται από το επίπεδο των τιμών των εμπορευμάτων και υπηρεσιών που χρησιμοποιεί ο εργάτης. Ετσι, η τιμή της εργατικής δύναμης στην Ελλάδα είναι Α, στη Βουλγαρία Β και στην Ευρωπαϊκή Ενωση Γ, επειδή είναι διαφορετικό το επίπεδο τιμών των εμπορευμάτων που καταναλώνει ο Ελληνας, ο Βούλγαρος και ο Ευρωπαίος εργαζόμενος.

Τα όρια αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης

Η εργατική δύναμη πρέπει να αναπαράγεται σε καθημερινή βάση, ώστε ο εργάτης να είναι σε θέση - με ανανεωμένες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις - να συνεχίσει να εργάζεται. Στον καθορισμό της τιμής της εργατικής δύναμης παίζουν ρόλο παράγοντες, όπως:

  • το επίπεδο ανάπτυξης της πνευματικής και υλικής ζωής της χώρας
  • το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε η εργατική τάξη
  • η δυναμική της ίδιας της ταξικής πάλης κλπ.

Για τον καθορισμό της τιμής της εργατικής δύναμης, υπάρχει ένα κατώτατο φυσικό όριο. Το όριο αυτό ισοδυναμεί με το επίπεδο ζωής του εργάτη, κάτω από το οποίο δεν είναι σε θέση να συνεχίσει την παραγωγική του δραστηριότητα. Στην περίπτωση αυτή, όταν έχουμε καθοδική υπέρβαση του κατώτατου αυτού ορίου, η εργατική δύναμη αναπαράγεται κάτω από μη κανονικούς όρους και επομένως βρίσκεται σε διαδικασία προϊούσας φθοράς. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως δεν υπάρχει ανώτατο όριο στον καθορισμό της τιμής της εργατικής δύναμης. Το κάθε φορά ανώτατο επίπεδο καθορίζεται από την ίδια την ταξική πάλη, την ωριμότητα και την ικανότητα του εργατικού κινήματος να αποσπά νέες κατακτήσεις από την αστική τάξη.

Ποια όμως είναι η πραγματική κίνηση των μισθών στην Ελλάδα τα τελευταία 15-20 χρόνια, πώς διαμορφώνονται οι συνθήκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης κάτω από το πρίσμα της σφοδρής επίθεσης του κεφαλαίου σε βάρος των εργατικών κατακτήσεων; Γιατί είναι σαφές ότι τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, που προσδιορίζουν για το 2005 το μηνιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα στα 2.238 ευρώ (προφανώς περιλαμβάνονται και οι ασφαλιστικές κρατήσεις του εργαζόμενου και του εργοδότη), σηκώνουν πολλή συζήτηση.

Ασφαλώς και σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων (στο Δημόσιο, στις πρώην ΔΕΚΟ, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα) με προϋπηρεσία 15-20-25 χρόνων ο καθαρός τους μισθός (μετά τις ασφαλιστικές κρατήσεις) ανέρχεται στα 1.400-1.500 ευρώ. Αλλά πόσοι είναι αυτοί στο σύνολο των 3,4 εκατ. απασχολουμένων; Από τα επίσημα στοιχεία του ΙΚΑ που παρουσίασε κατ' αποκλειστικότητα ο «Ρ» προκύπτει ότι, με βάση τις ασφαλιστικές κρατήσεις, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα αμείβεται με 600-800-1.000 ευρώ. Για τη νέα γενιά της εργατικής τάξης, η οποία πλήττεται περισσότερο από τις ελαστικές σχέσεις απασχόλησης, οι μισθοί των 500-600 ευρώ αποτελούν μια φυσική κατάσταση... Είναι προφανές ότι έχουμε ένα βίαιο επανακαθορισμό των ορίων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και στη χώρα μας, σε επίπεδα που ίσως προσεγγίζουν το κατώτατο φυσικό όριο αναπαραγωγής της.

Την κατάσταση αυτή τη γνωρίζουν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου, αλλά την αποσιωπούν σκόπιμα. Τους βολεύει, επικαλούμενοι την αναξιόπιστη αστική στατιστική, να διαμορφώνουν μέσα επίπεδα μισθών τα οποία δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, αλλά τα επικαλούνται για να απειλούν τους εργάτες ότι ο ανταγωνισμός απαιτεί μισθούς Βουλγαρίας και Ρουμανίας. Τη στιγμή μάλιστα που οι μισθοί στην Ελλάδα βρίσκονται σε μια διαδικασία συνεχούς υποχώρησης και προσέγγισης με τους μισθούς των Βούλγαρων και Ρουμάνων εργατών...


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ