ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Φλεβάρη 2006
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
Στρατηγικοί προβληματισμοί στις ΗΠΑ

Γρηγοριάδης Κώστας

Η ανάγνωση θεωρητικών αναλύσεων Αμερικανών ιθυνόντων για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και το μέλλον της ανθρωπότητας παρουσιάζει πάντοτε εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα όταν οι απόψεις αυτές διατυπώνονται από έγκυρους αναλυτές που προέρχονται από την πολιτική και ακαδημαϊκή ελίτ των ΗΠΑ. Ακόμη περισσότερο, οι μαρτυρίες και θέσεις τους αποκτούν ενδιαφέρον όταν οι αναλυτές αυτοί δε στηρίζουν απλώς την κυρίαρχη πολιτική των ΗΠΑ αλλά αποστασιοποιούνται σχετικά από αυτήν, προκειμένου να προτείνουν διορθωτικές κινήσεις στην ίδια βέβαια βασική κατεύθυνση.

Γύρω από ποιο ζήτημα στρέφεται ο προβληματισμός των κυρίαρχων κύκλων των ΗΠΑ; Πώς θα διατηρηθεί η κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος και μάλιστα πώς θα διατηρηθεί η αμερικανική ιμπεριαλιστική πρωτοκαθεδρία σε αυτό. Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα με το οποίο ασχολούνται. «Σήμερα, οι λαοί έχουν αφυπνιστεί πολιτικά όσον αφορά την ανθρώπινη ανισότητα. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η μεγάλη πλειοψηφία του ανθρώπινου γένους αποδεχόταν μοιρολατρικά την κοινωνική αδικία», γράφει για παράδειγμα ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ο οποίος διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ και σήμερα είναι πανεπιστημιακός και σύμβουλος στο Κέντρο Στρατηγικής και Διεθνών Μελετών της Ουάσιγκτον.

Αναγνωρίζει ουσιαστικά με τον τρόπο του την όξυνση της ταξικής πάλης και τους επερχόμενους μεγάλους λαϊκούς αγώνες και το νέο γύρο των κοινωνικών επαναστάσεων όταν λέει ότι, στο σύγχρονο κόσμο της επικοινωνίας, «η δημαγωγική κινητοποίηση των αδυνάτων, των φτωχών και των καταπιεσμένων γίνεται εξαιρετικά εύκολη».1 Αντίστοιχα, ο γνωστός σε όλους Κίσινγκερ κάνει λόγο για την ανάγκη αποτροπής των οικονομικών υφέσεων καθώς και για τον κίνδυνο κοινωνικών ανατροπών στη Λατινική Αμερική. Ο βασικός κίνδυνος βρίσκεται, κατά την άποψή του, στην Κολομβία και στη Βενεζουέλα.2

Αυτή ακριβώς η κατάσταση ενδέχεται να δημιουργήσει θανάσιμο κίνδυνο όχι μόνο για την ηγεμονία των ΗΠΑ, αλλά για τον ίδιο τον καπιταλισμό: «Οι υπάρχουσες παγκόσμιες ανισότητες... θ' αποκτήσουν μια απόλυτα ορατή διάσταση. Και παρόμοια εξέλιξη, μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τόσο το ρόλο της Αμερικής ως ηγετικής δημοκρατίας στον κόσμο, όσο και το νόημα της ίδιας της δημοκρατίας».3 Γι' αυτό, ο Τζόζεφ Νάι, πρώην υφυπουργός Αμυνας των ΗΠΑ και διακεκριμένος πανεπιστημιακός, υποστηρίζει ότι ο στρατός των ΗΠΑ πρέπει να είναι εκπαιδευμένος, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μελλοντικά «μαζικές αναταραχές»4. Στο ίδιο μοτίβο, ο Μπρζεζίνσκι θεωρεί ότι «η κύρια απειλή που αντιμετωπίζει τόσο η Αμερική όσο και ολόκληρος ο κόσμος είναι οι ολοένα και πιο βίαιες πολιτικές ταραχές που μπορούν να καταλήξουν σε παγκόσμια αναρχία».

Δυσκολία διατήρησης της ηγεμονίας

Η δεύτερη συναφής αγωνία της κρατικομονοπωλιακής ολιγαρχίας των ΗΠΑ είναι, αν θα καταφέρει, και για πόσο, να διατηρήσει τον κυρίαρχο ρόλο στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Παρά το γεγονός ότι η επίσημη ρητορική και η διαδεδομένη εντύπωση είναι πως οι ΗΠΑ βρίσκονται στο απόγειο της ισχύος τους και πως είναι άτρωτες, η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν εμφανή σημάδια παρακμής και οι θεωρητικοί της κυρίαρχης τάξης της ιμπεριαλιστικής αυτής δύναμης δεν το κρύβουν. Μιλούν ανοιχτά για τις ανησυχίες τους.

Η παρακμή από κάποιους θεωρείται μάλιστα δεδομένη. Στόχος είναι απλώς η παράταση κατά μερικές τουλάχιστον δεκαετίες, έστω και με πιο χαλαρή μορφή της ηγεμονίας τους. Η εκτίμηση του ρωσικού Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας και Διεθνών Υποθέσεων ότι η αμερικανική πρωτοκαθεδρία θα παραμείνει για δυο τουλάχιστον δεκαετίες δε φαίνεται να εμπνέει σιγουριά για το μέλλον στις πολυεθνικές των ΗΠΑ.

Ακριβώς αυτά τα σημάδια κάμψης της δύναμης των ΗΠΑ και η διαπίστωση ότι παρουσιάζουν σημάδια υπερεπέκτασης της ισχύος τους είναι που παράγουν και τη συζήτηση, μαζί και τις διαφωνίες και την γκρίνια ανάμεσα στους πολιτικούς και θεωρητικούς ιθύνοντες των ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο που κάποτε τονίζεται η ανάγκη μιας συλλογικής στρατηγικής και τακτικής της άρχουσας τάξης που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα μακροπρόθεσμα και συλλογικά συμφέροντα των μονοπωλίων και όχι επιμέρους ή βραχυπρόθεσμα συμφέροντα. Αναζητείται, λοιπόν, μια βαθύτερη «στρατηγική συνοχή» που να ανταποκρίνεται στο γενικό «εθνικό συμφέρον», δηλαδή στο συνολικό συμφέρον της αστικής τάξης.5

Επιβολή αλλά με συναίνεση

Η διαπίστωση ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος της «παγκόσμιας αναρχίας», της ανατροπής δηλαδή της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων, καθώς και η διαπίστωση ότι οι «γνωστές δυνάμεις του προηγούμενου αιώνα είναι πολύ κουρασμένες ή πολύ αδύναμες πλέον για ν' αναλάβουν το ρόλο που παίζουν σήμερα οι ΗΠΑ», οδηγούν πολλούς στη σκέψη ότι απαιτείται η επιβολή να συνδυαστεί με την εκμαίευση της συναίνεσης.

Ετσι, προτείνεται η στρατιωτική επιβολή και ο οικονομικός εξαναγκασμός να συνδυαστούν με μια πιο έντονη προσπάθεια στο επίπεδο της ιδεολογίας και του πολιτισμού μια και έχει σημασία «να πείθεις τους άλλους να επιθυμούν αυτό που επιθυμείς». Ετσι, πιστεύουν κάποιοι στις ΗΠΑ ότι «θα μπορούμε να ηγεμονεύσουμε με λιγότερο κόστος».6

Μια παραλλαγή αυτής της πρότασης είναι να αναλάβουν οι ΗΠΑ να μην κρατούν τόσο ανάλγητη στάση απέναντι στη φτώχεια και την εκμετάλλευση. Πρόκειται για μια ουτοπική και συνάμα αποπροσανατολιστική εκδοχή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης ότι τάχα μπορεί να υπάρξει εξωραϊσμός, διορθωτικές ρυθμίσεις στην «παγκοσμιοποίηση», δηλαδή στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. «Η Αμερική θα πρέπει να προθυμοποιηθεί να επωμιστεί κάποιο από το κόστος της εξασφάλισης του παγκόσμιου καλού, χωρίς να περιμένει άμεση ανταμοιβή», αλλά προσδοκώντας μακροπρόθεσμα και πιο σίγουρα οφέλη. Ετσι, για παράδειγμα, προτείνεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να μην είναι τόσο ευάλωτο στις πιέσεις των αμερικανικών πολυεθνικών!7

Θεμέλιο των όποιων παρεμβάσεων στη λογική της «συναίνεσης» παραμένει πάντοτε η χρήση ή απειλή χρήσης της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ η οποία αυξάνεται διαρκώς έναντι των άλλων μεγάλων δυνάμεων.8

Η σημασία της Ευρασίας

Η σημασία της περιοχής που εκτείνεται από τη Γαλλία και φτάνει έως την Ιαπωνία, η λεγόμενη Ευρασία, υπογραμμίζεται συχνά στη σχετική φιλολογία των ΗΠΑ, εξαιτίας των εξής παραγόντων:

1. Εδώ αναπτύχθηκαν όλες οι βασικές μεγάλες δυνάμεις, πλην των ΗΠΑ, των τελευταίων αιώνων.

2. Εδώ εκτυλίχτηκαν οι σπουδαιότερες συγκρούσεις του 20ού αιώνα.

3. Η περιοχή συγκεντρώνει περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού.

4. Εδώ βρίσκονται τα τρία τέταρτα των φτωχών του πλανήτη.

5. Εδώ κατά βάση βρήκε έδαφος η σοσιαλιστική επανάσταση και ο μαρξισμός - λενινισμός. Αρα, «μια πλήρης κυριαρχία στην Ευρασία θα ισοδυναμούσε με παγκόσμια υπεροχή».9

Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην Ευρασία κινδυνεύει να υποβαθμίσει τις σημαντικές εξελίξεις στη Λ. Αμερική. Οι εξελίξεις αυτές είναι σημαντικές είτε από τη σκοπιά της ισχυροποίησης των κυρίαρχων τάξεων σε κάποιες από τις χώρες του αμερικανικού νότου, όπως για παράδειγμα στη Βραζιλία, είτε από τη σκοπιά της ενδυνάμωσης των λαϊκών κινημάτων.

Σε σχέση, πάντως, με την Ευρασία, η κυρίαρχη αμερικανική πολιτική σκέψη εστιάζει σε τρεις κυρίως δυνάμεις: Ευρωπαϊκή Ενωση, Κίνα, Ρωσία και, μάλλον δευτερευόντως, Ιαπωνία και Ινδία.

Οσο για την Αφρική οι γνώμες των Αμερικανών ειδικών φαίνεται να συμπίπτουν. Οι ΗΠΑ είναι και θα παραμείνουν κυρίαρχες στην τυραννισμένη μαύρη ήπειρο, χωρίς να διαφαίνεται σοβαρός ανταγωνιστής ούτε από τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ούτε από κάποια τυχόν ανερχόμενη αφρικανική δύναμη. Αυτό δε σημαίνει ότι εκλείπουν παντελώς οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, ιδίως ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γαλλία, όπως φάνηκε στο κορυφαία δραματικό, αλλά όχι μοναδικό, παράδειγμα της σφαγής στη Ρουάντα το 1994, αλλά και πιο πρόσφατα στο Κονγκό και στη Δυτική Αφρική.

ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ενωση

Είναι φανερό ότι υπάρχει ποικιλία προσεγγίσεων και αποχρώσεων για το ζήτημα αυτό. Σε γενικές γραμμές είναι φανερό ότι οι ΗΠΑ επιθυμούν να μην επισκιαστεί η κυριαρχία τους από τυχόν αυξανόμενη δύναμη της ΕΕ. Σε μια τέτοια περίπτωση οι ΗΠΑ θα αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες στη Λ. Αμερική, στη Μέση Ανατολή και ίσως και στην Αφρική. Η όξυνση της ενδοϊμπεριαλιστικής αντίθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ αποτελεί πηγή ανησυχίας για τις ΗΠΑ και από τη σκοπιά ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε «να υπονομεύσει τις αξίες που διαμόρφωσαν από κοινού όλες οι δυτικές κοινωνίες».10

Γι' αυτό, επιδίωξή τους είναι να αξιοποιήσουν τον οικονομικό δυναμισμό της ΕΕ συμπληρωματικά προς τη δική τους ισχύ, αποθαρρύνοντας την πολιτική ενοποίηση και διευρύνοντας την απόσταση που χωρίζει τις δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο στρατιωτικό - τεχνολογικό τομέα.

Από κει και πέρα, οι πιο ρεαλιστικές προσεγγίσεις, προτείνουν μια πολιτική επιμέρους παραχωρήσεων κάποιων μικρών τμημάτων της ιμπεριαλιστικής λείας, προκειμένου έτσι η ΕΕ να μην έρχεται σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ αλλά, αντίθετα, να λειτουργεί συμπληρωματικά, επικουρικά προς αυτές. Υπάρχουν, δηλαδή, σκέψεις για ενεργητικότερο ρόλο της ΕΕ στη Μέση Ανατολή, ή και στη Μεσόγειο, πάντοτε υπό την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση για συνεκμετάλλευση του τεράστιου ορυκτού πλούτου της Σιβηρίας. Διατυπώνεται μάλιστα ο ισχυρισμός ότι «για τους Ευρωπαίους, η Σιβηρία θ' αντιπροσώπευε... μια πηγή μεγάλου πλούτου, μια ευκαιρία για κερδοφόρες επενδύσεις, ένα Ελντοράντο για τους τυχοδιώκτες εποίκους της».11 Η πρόταση είναι από μόνη της ανατριχιαστική στον κυνισμό της, πολύ περισσότερο που συνοδεύεται από ανοιχτές απειλές για την εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας.

Οι αναλογίες με την προσπάθεια του δυτικοευρωπαϊκού και αμερικανικού κεφαλαίου να σπρώξουν τη Γερμανία του Χίτλερ προς την τότε ΕΣΣΔ και με αντίστοιχα επιχειρήματα είναι επίσης προφανείς. Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται να αποτρέψουν μια στενή σχέση Ρωσίας - ΕΕ, η οποία θα μπορούσε να στραφεί ως άλλος ισχυρός ιμπεριαλιστικός πόλος, ενάντια στις ΗΠΑ. Γι' αυτό και αντιπροτείνουν μια σχέση ΗΠΑ - ΕΕ στη βάση της παραπάνω δελεαστικής πρότασης.

Πέρα από αυτό, σταθερή είναι η παρέμβαση των ΗΠΑ μέσα στο εσωτερικό της ΕΕ, για να ενισχύσουν τη θέση τους μέσω των χωρών -δορυφόρων τους, όπως έγινε ιδίως με τη διεύρυνση της ΕΕ προς ανατολάς. Αλλά και απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ ακολουθείται η πολιτική «κανένας να μην υπερισχύει του άλλου και όλοι μαζί να χρειάζονται την επιδιαιτησία των ΗΠΑ και να τις ακολουθούν». Παραλλαγές αυτής της τακτικής είναι: Χρησιμοποίηση της Βρετανίας ως βασικό αντίβαρο του γερμανογαλλικού άξονα, αλλά ενίοτε και βρετανογαλλική προσέγγιση αντίβαρο της Γερμανίας ή γερμανοβρετανική προσέγγιση αντίβαρο της Γαλλίας, εύνοια προς τα γερμανικά συμφέροντα στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη σε βάρος της Γαλλίας κλπ.

Συχνά η ΕΕ θεωρείται «τρακαδόρος», ότι δηλαδή απολαμβάνει μέρος της ιμπεριαλιστικής λείας χωρίς να καταβάλλει το απαραίτητο οικονομικό, στρατιωτικό αντίτιμο.

Δε λείπουν, βέβαια, και οι φωνές που υποστηρίζουν ότι η ίδια η ύπαρξη της ΕΕ θα οδηγήσει αναγκαστικά στην υπονόμευση της θέσης των ΗΠΑ. Οι απόψεις αυτές θεωρούν ως βήμα σε αυτή την κατεύθυνση την ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη.12 Αλλοι, αντίθετα, θεωρούν ότι η απόρριψη του «ευρωσυντάγματος» (π.χ. από τη Βρετανία) θα ενίσχυε, με τρόπο ανεπιθύμητο για τις ΗΠΑ, το γαλλογερμανικό άξονα.13

H Κίνα

Η ανησυχία των ΗΠΑ μπροστά στην άνοδο της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος της Κίνας είναι φανερή. Η Κίνα θεωρείται ο υπ' αριθμόν ένα ανταγωνιστής και δυνητικός διεκδικητής της πρωτοκαθεδρίας που σήμερα κατέχουν οι ΗΠΑ.

Φανερές είναι και οι δύο τακτικές που χονδρικά προτείνονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η πρώτη συνίσταται σε μια επιθετική πολιτική άσκησης πίεσης στην Κίνα, μέσω της Ταϊβάν, του κορεατικού ζητήματος, της Ιαπωνίας, της προπαγάνδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.λπ. Αυτή η άσκηση πίεσης δε φαίνεται να αποκλείει τον οικονομικό και προπαγανδιστικό πόλεμο, αλλά ούτε και τη στρατιωτική εμπλοκή.

Η δεύτερη προτείνει μια πιο ρεαλιστική και ψύχραιμη προσέγγιση. Υπολογίζει σοβαρά ότι υπάρχουν ευρύτατα άμεσα οικονομικά συμφέροντα αμερικανικών μονοπωλίων στην Κίνα. Ετσι, οποιοσδήποτε «οικονομικός πόλεμος», τουλάχιστον άμεσα και χωρίς μακροπρόθεσμες εγγυήσεις για αυτά τα συμφέροντα είναι απευκταίος.14

Ανεξάρτητα, πάντως, από αυτό το τελευταίο, η άποψη αυτή υπογραμμίζει ότι μια γραμμή κάθετης και άμεσης αντιπαράθεσης με την Κίνα κινδυνεύει να απομονώσει τις ΗΠΑ, καθώς τα άλλα κράτη της Ασίας και, μάλιστα τα σχετικά πιο ισχυρά (π.χ. Ρωσία, Ινδία), θα τείνουν να συνασπιστούν εναντίον της αμερικανικής παντοδυναμίας στην περιοχή, γεγονός που θα αδυνατίσει σοβαρά τη θέση των ΗΠΑ, θα εξαντλήσει τους πόρους της, ενώ αντίθετα θα ενδυναμώσει εκείνη της Κίνας. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην αποτροπή, ή έστω αποδυνάμωση, της σινορωσικής συμμαχίας. Ακόμη περισσότερο ανησυχούν για τη δημιουργία στενής συμμαχίας Κίνας - Ρωσίας - Ιράν που θεωρείται «το πιο επικίνδυνο σενάριο».15

Εξάλλου, κάποιοι Αμερικανοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη από τους θερμόαιμους των ΗΠΑ ότι η Κίνα δεν αντιπροσωπεύει την «ιδεολογική απειλή» που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ενωση, παρότι εκτιμούν πως «δεν έχει ακόμη καθοριστεί ποιος θα είναι ο μελλοντικός προσανατολισμός του κινεζικού πολιτικού συστήματος».16 Αλλοι, πάλι, δε συμφωνούν με αυτή την εκτίμηση. Ολοι, λίγο - πολύ, όμως υπολογίζουν ότι το αργότερο στη δεύτερη ή τρίτη δεκαετία του αιώνα μας η Κίνα θα αποκτήσει το οικονομικό προβάδισμα έναντι των ΗΠΑ.

Πολλά ελπίζουν οι ιθύνοντες των ΗΠΑ από την πιθανή διατάραξη της εσωτερικής συνοχής της Κίνας. Για το λόγο αυτό, δεν μπορούν να αποκρύψουν την προσπάθειά τους να υποθάλψουν τοπικιστικές και αποσχιστικές τάσεις, μέσω «ενός καλά μελετημένου αλλά ήπιου προγράμματος για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και μέσω «περισσότερης υποστήριξης σε μη κυβερνητικούς οργανισμούς». Παράλληλα, ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τις κοινωνικοοικονομικές πιέσεις που προκαλούνται από το άνοιγμα της οικονομίας της Κίνας στην παγκόσμια αγορά.17

Για την ανάσχεση της ανόδου της δύναμης της Κίνας, οι ΗΠΑ πρέπει να στηρίξουν μια «προσεκτικά υπολογισμένη αναβάθμιση» των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ιαπωνίας, στην οποία θα πρέπει να παραχωρήσουν μεγαλύτερο μερίδιο έως τώρα, έτσι ώστε να κατευνάσουν τις ιμπεριαλιστικές ορέξεις της, να χαλιναγωγήσουν την ενδοϊμπεριαλιστική αντίθεση ΗΠΑ - Ιαπωνίας και παράλληλα να τη χρησιμοποιήσουν για πίεση ενάντια στην Κίνα.18

Εξαιρετική σημασία αποδίδεται στη δυνατότητα ναυτικού αποκλεισμού της Κίνας μέσω του ελέγχου των στενών της Μάλακα στη Σιγκαπούρη, από όπου διέρχονται οι πετρελαϊκές εισαγωγές και το εμπόριο της Κίνας και μέσω της δυνατότητας ναυτικού αποκλεισμού, κυρίως του λιμένα της Σαγκάης. Γι' αυτό ακριβώς αποδίδεται μεγάλη σημασία στη στρατηγική θέση της Ινδονησίας, ενώ την επιρροή τους στην περιοχή δεν παραλείπουν να προσπαθούν να επεκτείνουν η Κίνα και η Ρωσία.19

Διορατικότητα

Διπλό, λοιπόν, το καθήκον για την ολιγαρχία των ΗΠΑ: Να διασφαλίσει την κυριαρχία της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και παράλληλα τη μακροημέρευση του ίδιου του συστήματος συνολικά.

Ωστόσο, οι δυσκολίες είναι πολλές. Κυρίως, όπως ομολογεί ο Κίσινγκερ, «πάνω από την παγκοσμιοποίηση πλανάται σαν μαύρο σύννεφο η απειλή ότι οι πολιτικές πιέσεις θα ξηλώσουν το σύστημα της ελεύθερης αγοράς σε παγκόσμια κλίμακα, με όλους τους συνεπακόλουθους κινδύνους για τους δημοκρατικούς θεσμούς».20 Αν «μεταφράσουμε» τους όρους παγκοσμιοποίηση και δημοκρατικοί θεσμοί, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Χένρι Κίσινγκερ, στον οποίο ο ελληνικός και άλλοι λαοί προσέδωσαν το προσωνύμιο «δολοφόνος» για τους γνωστούς λόγους, είναι εκτός των άλλων εξαιρετικά διορατικός και ευφυής: Αποφεύγει να παραθέσει το αντίστοιχο γνωστό χωρίο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: «ένα φάντασμα πλανιέται...».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ζ. Brzezinski, Η επιλογή (παγκόσμια κυριαρχία ή παγκόσμια ηγεσία), σ. 89 - 90

2. Η. Kissinger, ΗΠΑ: αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη; σ. 71, 121 επ.

3. Ζ. Brzezinski, Η επιλογή, όπ.π., σ. 338

4. J. Nyc, To παράδοξο της αμερικανικής δύναμης, σ. 128

5. Ζ. Brzezinski, Η επιλογή, σ. 322 - 323

6. J. Nye, To παράδοξο της αμερικανικής δύναμης, σ. 47

7. Ζ. Brzezinski, Η επιλογή, σ. 269, 292

8. Χ. Παπασωτηρίου, Η υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», περ. Γεωστρατηγική, 6/2004, σ. 139

9. Ζ. Brzezinski, Η επιλογή, σ. 87 - 88

10. H. Kissinger, ΗΠΑ: αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη; σ. 119

11. Ζ. Brzezinski, Η επιλογή, σ. 179

12. J. Cimbalo, Saving NATO from Europe, περ. Foreign Affairs, 6/2004, σ. 111

13. Ch. Grant, What if the British vote No 7, περ. Foreign Affairs, 3/2005, σ. 87

14. Ν. Hughes, A Trade War with China?, περ. Foreign Affairs, 4/2005, σ. 94

15. Ζ. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, σ. 103

16. Ζ. Brzezinski, Η γεωστρατηγική τριάδα, σ. 20, 27

17. Ζ. Brzezinski. Η γεωστρατηγική τριάδα, σ. 38

18. Ζ. Brzezinski, Η επιλογή, σ. 191 - 216

19. P. Kennedy κ.ά. (επιμ.), Τα κομβικά κράτη και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, σ. 44, 60

20. Η. Kissinger, HΠA: αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη; σ. 360


Δημήτρης ΚΑΛΤΣΩΝΗΣ
Δρ. Νομικής,μέλος Γραμματείας ΕΕΔΥΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ