ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Οχτώβρη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2002
Εκπέμπει αντιλαϊκές αναθυμιάσεις

Τα έσοδα που εισπράττει η κυβέρνηση με τη φορολογική πολιτική (ληστεύοντας τα πλατιά λαϊκά στρώματα) και τις ιδιωτικοποιήσεις («λιγότερο κράτος») τα διαθέτει για την ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου, με επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις και άλλα προνόμια

Από όποια πλευρά και αν δει κανείς τους προϋπολογισμούς του 2001 (που βρίσκεται σε εξέλιξη καθώς υπολείπονται ακόμη 3 μήνες για να κλείσει) και του 2002 (το προσχέδιο του οποίου παρουσίασε την προηγούμενη Δευτέρα η κυβέρνηση), οι αντιλαϊκές αναθυμιάσεις είναι εντονότατες. Ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας, στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης του συλλογικού κεφαλαίου, τόσο του υπό εξέλιξη προϋπολογισμού όσο και του προσχεδίου για το 2002, είναι διάσπαρτος παντού. Και αξίζει να σημειώσουμε ότι οι όποιες αλλαγές γίνουν στο τελικό κείμενο του προϋπολογισμού του 2002, η βασική του φιλοσοφία δεν αλλάζει. Οπως αναφέρεται και στο εισηγητικό σημείωμα, και ο νέος προϋπολογισμός κινείται στη λογική του «Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης», που εφαρμόζουν το «ιερατείο των Βρυξελλών» με τη σύμφωνη πάντα γνώμη των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της ΕΕ. Είναι, δηλαδή, προϋπολογισμός δημοσιονομικής λιτότητας. Από την άλλη, η διακηρυγμένη πρόθεση να μειώσει εκ νέου τις κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 34,4% το 2000 σε 33,7% το 2001 και σε 32,5% το 2002) υπακούει στη νεοφιλελεύθερη λογική του «λιγότερου κράτους». Συνεχίζεται, δηλαδή, η αποδόμηση των κοινωνικών λειτουργιών του αστικού κράτους στους τομείς της Παιδείας, της Υγείας, της Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες υπονομεύονται προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων.

Τα έσοδα

Αφήνουμε κατά μέρος το γεγονός ότι στον προϋπολογισμό εσόδων για το 2001 συμβαίνει το εξής εκπληκτικό: Ολα σχεδόν τα βασικά μεγέθη του παρεκκλίνουν από τους αρχικούς στόχους. Παρ' όλα όμως αυτά το τελικό άθροισμα μεταξύ προϋπολογιζόμενων και εκτιμώμενων προς είσπραξη εσόδων συμφωνεί μέχρι και στις δεκάρες... Είναι εμφανές εδώ ότι έγιναν διάφορες αλχημείες σε διάφορους λογαριασμούς, κάτι βέβαια που δε γίνεται για πρώτη φορά. Αλλωστε, τις αλχημείες στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών τούς έχει ευλογήσει η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς διαπίστωναν ότι σε διαφορετική περίπτωση πολλές χώρες δε θα επιτύγχαναν τα αυστηρά δημοσιονομικά κριτήρια. Το επισημαίνουμε αυτό γιατί η ΝΔ τα τελευταία χρόνια έχει επικεντρώσει την κριτική της στους «κάλπικους προϋπολογισμούς», ενώ αφήνει ασχολίαστο τον εξόφθαλμα αντιλαϊκό και ταξικό χαρακτήρα τους. Κάτι, βέβαια, απόλυτα λογικό για ένα κατ' εξοχήν κόμμα της οικονομικής ολιγαρχίας, το οποίο, στην κριτική του προς την κυβέρνηση, το μόνο που ζήτησε ήταν άμεσες φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο και δραστική περιστολή των κοινωνικών δαπανών.

Στη στήλη «Εκτιμήσεις πραγματοποιήσεων» των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του 2001, δίνεται άμεσα η απάντηση στο ερώτημα ποιος πληρώνει τους κρατικούς φόρους και ποιος φοροδιαφεύγει. Εδώ προκύπτουν ορισμένα εντυπωσιακά στοιχεία.

Συγκεκριμένα: Τα συνολικά φορολογικά έσοδα που προβλέπεται ότι θα εισπραχθούν το 2001 ανέρχονται σε 11,47 τρισ. δραχμές. Από αυτά τα 4,66 τρισ. δραχμές ή το 40,62% του συνόλου είναι Αμεσοι Φόροι και τα υπόλοιπα 6,81 τρισ. δραχμές ή το 59,38% αποτελούν τους Εμμεσους Φόρους. Το πιο κραυγαλέο όμως δεν είναι η απαράδεκτη αντιλαϊκή σχέση άμεσων και έμμεσων φόρων, η οποία μετατρέπει τα λαϊκά στρώματα σε κουβαλητές φόρων... Εντυπωσιακά αποτελέσματα προκύπτουν και από την εσωτερική διάρθρωση των δύο αυτών μεγάλων υποδιαιρέσεων του φορολογικού συστήματος. Ετσι, η φορολογία των Νομικών Προσώπων (Επιχειρήσεων) ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων μειώθηκε εντυπωσιακά από 15,6% το 2000 σε 12,7% το 2001, ενώ για το 2002 προβλέπουν οι ίδιοι νέα μείωση στο 12,6%. Αντίθετα, η φορολογία των Φυσικών Προσώπων, ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων, από 16,8% το 2000, αυξήθηκε στο 17,4% το 2001 και για το 2002 εκτιμούν ότι θα αυξηθεί στο 17,6%. Ενώ η ποσοστιαία διαφορά φόρου στα φυσικά και νομικά πρόσωπα το 2000 ήταν 1,2 μονάδες, το 2001 εκτινάσσεται στις 4,7 μονάδες και το 2002 στις 5 μονάδες. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της φορολογικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ.

Εντυπωσιακά όμως στοιχεία προκύπτουν και από την ανάλυση της Εμμεσης Φορολογίας. Από μόνος του ο ΦΠΑ συνεισφέρει στα κρατικά ταμεία ακριβώς το 1/3 των συνολικών φορολογικών εσόδων. Σε σύνολο εσόδων από φόρους 11,47 τρισ. δρχ., τα έσοδα από ΦΠΑ προβλέπεται να ανέλθουν σε 3,78 τρισ. δραχμές. Εδώ βρίσκεται και η μεγάλη διαστροφή του φορολογικού συστήματος, το οποίο εξελίσσεται σε ακραίας μορφής νεοφιλελεύθερο. Σύμφωνα με τις ίδιες τις αστικές θεωρητικές προσεγγίσεις, ένα φορολογικό σύστημα έχει προοδευτικό χαρακτήρα, αν όσο αυξάνει το φορολογητέο εισόδημα αυξάνει και ο φόρος. Αν, π.χ., κάποιος έχει εισόδημα 10 θα πρέπει να πληρώσει φόρο 2, ενώ, αντίθετα, αν κάποιος έχει εισόδημα 50 θα πρέπει να πληρώσει φόρο 20. Με την έμμεση φορολογία και ειδικά με το ΦΠΑ, ένα φορολογικό σύστημα περνάει στο αντίθετο ακριβώς άκρο, γίνεται μη προοδευτικό.

Ετσι, ο κάτοικος της Εκάλης και του Παλιού Ψυχικού, ή ακόμα και οι εφοπλιστές της ακτής Μιαούλη πληρώνουν - για ένα κιλό ψωμί, ένα πακέτο τσιγάρα ή ένα ζευγάρι παπούτσια - τον ίδιο φόρο με τον κάτοικο της Δραπετσώνας και, ακόμα χειρότερα, με τον άνεργο της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης του Περάματος. Πρόκειται για τις πιο ακραίες και πιο ταξικές μορφές φορολογικής πολιτικής, που έχουν υιοθετήσει οι νεοφιλελεύθεροι του ΠΑΣΟΚ.

Αλλα αξιοσημείωτα από τη φορολογική πολιτική του 2001 είναι ότι, σε απόλυτους αριθμούς, οι φόροι των Νομικών Προσώπων προβλέπεται να μειωθούν, ως προς τους αρχικούς στόχους, κατά 283 δισ. δραχμές, ενώ μειωμένος κατά 110 δισ. δραχμές εμφανίζεται και ο λογαριασμός (ειδικές κατηγορίες φόρου εισοδήματος) όπου εγγράφονται τα έσοδα από τη φορολογία των τραπεζικών καταθέσεων. Η μεταφορά τεράστιων ποσών στα ευφορολόγητα ρέπος και η επίθεση των τραπεζιτών κατά των επιτοκίων καταθέσεων, τα οποία ουσιαστικά εκμηδένισαν, είχαν και άλλες παρενέργειες. Αντίθετα, ο λογαριασμός Φόροι στην Περιουσία, όπου εγγράφονται τα έσοδα φόρων από κληρονομιές, γονικές παροχές, δωρεές, προβλέπεται να είναι αυξημένος κατά 21 δισ. δραχμές, μετά το φορολογικό πογκρόμ στις αντικειμενικές αξίες που εξαπέλυσε το υπουργείο Οικονομικών τον προηγούμενο Μάρτη.

Στο υποκεφάλαιο των Εμμεσων Φόρων, ο λογαριασμός Μεταβιβάσεις Κεφαλαίων, όπου εγγράφονται τα έσοδα από τη φορολογία των χρηματιστηριακών συναλλαγών και των αγοραπωλησιών ακινήτων, εμφανίζεται μειωμένος κατά 250 δισ. δραχμές. Κάτι απολύτως αναμενόμενο μετά την αξιοθρήνητη πορεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου το 2001. Από τα Τέλη Κυκλοφορίας του 2002 (θα τα εισπράξουν εσπευσμένα το 2001), προβλέπουν να εισπράξουν επιπλέον 105 δισ. δραχμές, ενώ στο λογαριασμό Μη Φορολογικά Εσοδα (Μερίσματα του ελληνικού δημοσίου, έσοδα από ενοικιάσεις ακινήτων κλπ.) εγγράφουν 300 δισ. δραχμές επιπλέον. Εντελώς εξαφανισμένη είναι η - ανύπαρκτη - φορολογία των Αμοιβαίων Κεφαλαίων, των εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης, των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, η φορολογία της μεγάλης ακίνητης περιουσίας κλπ. Η κυβέρνηση τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια τη ρήση, το κεφάλαιο δε φορολογείται αλλά μόνο η εργασία, που δημιουργεί το κεφάλαιο.

Οι δημόσιες δαπάνες

Για μια ακόμη χρόνια οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους είχαν καταθλιπτική υπεροχή, στις συνολικές δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού του 2001. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι συνολικές δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού, μαζί με τους τόκους και τα χρεολύσια, ανήλθαν σε 16,5 τρισ. δραχμές. Ως προς το συνολικό αυτό ποσό, οι δαπάνες για το χρέος (τοκοχρεολύσια) ανήλθαν σε 7,55 τρισ. δρχ ή το 45,73% του συνόλου. Από τα επίσημα στοιχεία δηλαδή προκύπτει ότι ο μισός σχεδόν προϋπολογισμός δαπανών διατέθηκε για την εξόφληση χρέους που βρίσκεται στα χέρια των τραπεζών, ελληνικών και ξένων. Αλλά οι κρατούντες έχουν καταστήσει τους λογαριασμούς του Δημόσιου Χρέους έναν κανονικό λαβύρινθο. Ποτέ δεν εμφανίζονται στο σύνολό τους τα τοκοχρεολύσια του χρέους των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά μόνο ένα μικρό μέρος τους.

Ετσι, για παράδειγμα, ενώ το 2001 προϋπολόγιζαν για το χρέος των Ενόπλων Δυνάμεων να δαπανήσουν για τοκοχρεολύσια 310 δισ. δραχμές (130 δισ. δραχμές τόκοι και 180 δισ. δραχμές χρεολύσια), στις εκτιμήσεις πραγματοποιήσεων εμφανίζεται ότι η δαπάνη αυτή θα ανέλθει στο ποσό των 446 δισ. δρχ. (130 δισ. τόκοι και 316 δισ. δραχμές χρεολύσια). Αλλά και αυτό το ποσό δεν είναι το πραγματικό, καθώς το σημαντικότερο κομμάτι των πληρωμών δεν το εμφανίζουν στον Τακτικό Προϋπολογισμό αλλά κατευθείαν στο Δημόσιο Χρέος και έτσι μένει στη σκιά. Για την αποπληρωμή όμως του Δημόσιου Χρέους διατίθενται και τα τεράστια ποσά που ανέρχονται σε αρκετά τρισ. δρχ και αφορούν σε ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, στην έκδοση προμέτοχων, στην «τιτλοποίηση» μελλοντικών εσόδων κλπ., και τα οποία δεν εμφανίζονται.

Χωρίς υπερβολή, θα μπορούσαμε να υποστηρίζουμε ότι περισσότερο από το 60% των συνολικών δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού διατίθενται για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Μπορεί, επομένως, να καταλάβει κανείς γιατί στην κρίση του Ασφαλιστικού τον προηγούμενο Μάη ο επί των Οικονομικών υπουργός της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, Γ. Παπαντωνίου, απέφευγε σαν το διάβολο το λιβάνι να αναφερθεί σε οικονομικές δεσμεύσεις χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος, αν και, όπως είχε σημειώσει τότε το ΠΑΜΕ, το πρόβλημα αυτό δεν ήταν και το κυρίαρχο.

Από εκεί και πέρα, με τα άλλα ψίχουλα επιδιώκουν να ανταποκριθούν στις άλλες υποχρεώσεις. Ετσι, για Μισθούς-Συντάξεις το 2001 θα διατεθούν 4,5 τρισ. δρχ. ή το 27,4% του συνόλου. Για Λειτουργικές Δαπάνες, πολλές επιχορηγήσεις των οποίων πετσοκόπηκαν, εκτιμάται ότι θα διατεθούν 3,45 τρισ. δραχμές ή το 20,9% των συνολικών δαπανών.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ