Πολλοί είναι οι ανά τον κόσμο επιστήμονες, που σκύβουν με ευλάβεια στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τον μελετούν και τον αναδείχνουν. Μια ανάλογη περίπτωση είναι και της Γκαλίνα Ανατόλιεβνα Πουγκατσένκοβα,μιας επιστημόνισας που ζεί και δουλεύει στην Τασκένδη. Αρκετοί στη χώρα της, την ονομάζουν "Σλήμαν της Ανατολής", ενώ η ενασχόλησή της και με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό την καθιστά μια ακόμη "πρέσβειρα του Ελληνισμού" στη χώρα αυτή της κεντρικής Ασίας. Η Γκ. Πουγκατσένκοβα είναι λάτρης της Ελλάδας και του πολιτισμού της και όταν μιλά γι' αυτόν μαγεύει το ακροατήριό της. Η 83χρονη σήμερα Πουγκατσένκοβα έμαθε από παιδί ότι στα μέρη της έφτασε, έζησε τρία χρόνια και παντρεύτηκε τη Ρωξάνη ο Μ. Αλέξανδρος. Εμαθε τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον δάσκαλο του Μ. Αλεξάνδρου, τον Αριστοτέλη, και τους διαδόχους του στην Ανατολή: Σέλευκο, Διόδοτο, Αντίοχο.
Μαζί με τον άντρα της, κορυφαίο αρχαιολόγο, Μ. Ε. Μάσον,ανέσκαψαν και αποκάλυψαν διάφορες αρχαίες πόλεις: Αϊχανούμ, Χαλτσιάν, Νταλβερζίντεπε,κ.ά. Από τις ανασκαφές του επιστημονικού ζευγαριού και άλλες κατοπινές, στις αποθήκες της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Ουζμπεκιστάν υπάρχουν πλήθος και ελληνιστικών ευρημάτων της εποχής των Σελευκιδών (αγάλματα, αγγεία, νομίσματα κ.ά.).
Με εμπνεύστρια και πρωτεργάτρια την Πουγκατσένκοβα η Ακαδημία Καλών Τεχνών θέλει να δημιουργήσει Μουσείο Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού,την εγκαινίαση του οποίου ίσως κάνει ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κ. Στεφανόπουλος,κατά τη διάρκεια προγραμματισμένης επίσκεψής του στο Ουζμπεκιστάν.
Η διάσημη σε Ανατολή και Ευρώπη (αμετάφραστη όμως στην Ελλάδα) Γκαλίνα Πουγκατσένκοβα,έχει διατελέσει καθηγήτρια της Αρχιτεκτονικής, τηςΙστορίας των Τεχνών, και Αρχαιολογίας, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Ουζμπεκιστάν και ξένων Ακαδημιών. Η χώρα της την τίμησε με βραβεία ("Χαμζά" και "Μπερουνί") για το σπουδαίο έργο της για την Εγγύς και Απω Ανατολή. Στο εκπαιδευτικό, συγγραφικό, ανασκαφικό έργο της, αποδίδονται τα "παγκόσμια πρωτεία" μεταξύ των γυναικών επιστημόνων όλων των εποχών και λαών, ενώ η ΟΥΝΕΣΚΟ τη θεώρησε άξια για το "Βιβλίο Γκίνες".
Η Πουγκετσένκοβα γεννήθηκε στην πόλη Βέρνι (σήμερα Αλμα - Ατα του Καζαχστάν). Φίλος του αρχιτέκτονα πατέρα της ήταν ο Αντρέι Πάβλοβιτς Ζεμκόφ, αρχιτέκτονας της Ορθόδοξης Μητρόπολης της πόλης, όπου η Πουγκατσένκοβα αγάπησε την αινιγματική αρχιτεκτονική της Ανατολής και τις μορφές του ρώσικου αποικιακού αρχιτεκτονικού ρυθμού στην Κεντρική Ασία: ορθόδοξοι ναοί, κυβερνητικά και δημόσια κτίρια, οχυρωματικές εγκαταστάσεις, σπίτια κρατικών υπαλλήλων, χτισμένα με τη μακραίωνη τοπική παράδοση και τις κλιματολογικές, γεωγραφικές, ιστορικές ιδιομορφίες. Τα αρχιτεκτονικά σύνολα της Σαμαρκάνδης μάγεψαν τη νεαρή Πουγκατσένκοβα και καθόρισαν την πορεία της.
Από το 1932 - 1937 σπουδάζει Αρχιτεκτονική στο Βιομηχανικό Ινστιτούτο (νυν Πολυτεχνείο της Τασκένδης) και αριστεύει. Στα 1938 - 1941 κάνει διδακτορικό στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής. Τότε την ενδιέφερε πολύ ο "κλασικός" κεντροασιατικός 15ος αιώνας. Το 1941 ανακηρύσσεται διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής, υφηγήτρια της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ασίας και το 1949, υπεύθυνη της έδρας της Ιστορίας των Τεχνών.
Στα 1958 - 1960 συνεργάζεται με το Ινστιτούτο Ιστορίας των Τεχνών και από το 1960 - 1984 διευθύνει το Τμήμα Ιστορίας των Τεχνών και της Αρχιτεκτονικής. Το 1959 κάνει στη Μόσχα διδακτορική διατριβή. Το 1962 διορίζεται καθηγήτρια. Σε αναγνώριση των μεγάλων υπηρεσιών της εκλέγεται αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Ουζμπεκιστάν και γενική γραμματέας του Τμήματος Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας, το 1988 διευθύνουσα σύμβουλος του Ινστιτούτου Ιστορίας της Ακαδημίας και το 1994 ανώτατη συνεργάτρια του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας της Ακαδημίας.
Το αρχαιολογικό "βάπτισμα" πήρε η Πουγκατσένκοβα συμμετέχοντας στην Ουζμπεκική Επιτροπή Μουσείων και Προστασίας των Μνημείων της Αρχαιότητας, της Τέχνης και Φύσης. Επιτροπή που μετείχε στην, πρώτη στην Κεντρική Ασία, μεγάλη διεπιστημονική, δίχρονη ανασκαφική και μελετητική αποστολή (ΠΑΣΑΤ) στο Τερμέζ. Την ευρεία θεματική έρευνα (από τη Λίθινη Εποχή μέχρι και τον 19ο αιώνα) της αποστολής επεξεργάστηκε ο σύζυγός Μ. Ε. Μάσον και συμμετείχαν αρχαιολόγοι, ιστορικοί, αρχιτέκτονες, τεχνολόγοι, ζωγράφοι, συντηρητές, γεωλόγοι, γεωβοτανολόγοι.
Στη διάρκεια των ερευνών αυτών πείστηκε η Πουγκατσένκοβα, ότι ολοκληρωμένη εικόνα της Αρχιτεκτονικής και της τέχνης στη Μέση Ανατολή θα δώσουν οι κατά 9/10 θαμμένες αρχαιότητες. Με την πείρα της ΠΑΣΑΤ και δεκάδων άλλων ανασκαφών στο Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν, Αφγανιστάν, Ιράν,η Πουγκατσένκοβα προώθησε περισσότερο την ιδέα του Μ. Ε. Μασόν για τις διεπιστημονικές αποστολές και την εφαρμογή σύνθετων αρχαιολογικών μελετών για τα μνημεία και έργα τέχνης, πιστεύοντας στο "ελιξίριο της αιωνιότητας". Χάρη σ' αυτήν, η Σχολή Ιστορίας και Τέχνης του Ουζμπεκιστάν αποκάλυψε στη διεθνή επιστημονική κοινότητα μια ήπειρο πρωτόγνωρης και πρωτότυπης τέχνης.
Αρχικά η Πουγκατσένκοβα στράφηκε στην ανεπαρκώς μελετημένη αρχιτεκτονική
Από τη δεκαετία του '40 η Πουγκατσένκοβα δημιούργησε επιστημονική "σχολή". Ως υφηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης επεξεργάστηκε και
Το συγγραφικό της έργο έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες - όχι όμως στην Ελλάδα,για την οποία γνωρίζει τα πάντα αν και δεν την επισκέφθηκε ποτέ. Σήμερα είναι μέλος του Συντακτικού Συμβουλίου του ρώσικου περιοδικού "Βέστνικ Ντρέβνεϊ Ιστόριι" (Ρωσία). Συμμετείχε, με ανακοινώσεις της, σε πολλά διεθνή συνέδρια και συμπόσια. Εχει δώσει μαθήματα σε πολλά ξένα πανεπιστήμια. Το 1976 ανακηρύχτηκε επίτιμη διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, το 1985 αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, το 1987 του Ιταλικού Ινστιτούτου Κεντρικής και Απω Ανατολής, το 1993 επίτιμο μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Αρχιτεκτονικής των Χωρών της Ανατολής. Είναι μόνιμο μέλος πολλών διεθνών επιτροπών και επιστημονικών φορέων. Το 1966 εκλέχθηκε μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Διατήρησης των Μνημείων και Ιστορικών Τόπων και το 1995 τιμήθηκε με το παράσημο της Γαλλικής Ακαδημίας.
Δημήτρης ΓΙΑΓΚΟΣ
(αρχαιολόγος, ασχολούμενος και με δημοσιεύσεις σχετικά με τις ανασκαφές στο Ουζμπεκιστάν
Αρχαιοελληνικό αγγείο (2ος αι. π.Χ.) που βρέθηκε σε τάφο στη σημερινή πόλη Σουρτσί του Ουζμπεκιστάν
Από τον αρχαιολογικό χώρο της ελληνιστικής πόλης Νταλβερζίντεπε, που αποκαλύφθηκε με υπόδειξη της Πουγκατσένκοβα