Το ζήτημα της «πτώσης του τείχους» είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στα αστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και γενικότερα στην αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα.
Τα πρώτα χρόνια μετά την αντεπανάσταση, ο κομπασμός και η θριαμβολογία των νικητών ξεχείλιζε από παντού, όπως πληθαίναν και οι αποκηρύξεις, οι δηλώσεις μετανοίας των κάθε λογής πρώην κομμουνιστών, πετώντας στο καλάθι των αχρήστων την πιο σημαντική προσπάθεια του εργατικού κινήματος στην Ιστορία του, αυτή της συγκρότησης της εξουσίας της εργατικής τάξης και την προσπάθεια οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Στις σημερινές συνθήκες, που η καπιταλιστική οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στα εργατικά - λαϊκά στρώματα έχουν στραπατσάρει τη φιλολογία για το αήττητο και άτρωτο του καπιταλισμού, η υπόμνηση της ήττας του εργατικού κινήματος στον 20ό αιώνα έχει ως στόχο να παρεμποδίσει κάθε σκέψη που μπορεί να βγει έξω από τα όρια του σημερινού συστήματος. Το επιχείρημα λίγο - πολύ έχει ως εξής: «Ετσι είναι ο κόσμος, άδικος με εκμετάλλευση, οι φτωχοί πάντα θα την πληρώνουν, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση κάθε άλλη προσπάθεια, όπως απέδειξε η Ιστορία, θα είναι ουτοπία, χίμαιρα που οδηγεί σε τραγωδία. Αποδέξου λοιπόν τον καπιταλισμό ως έχει, στήριξε την ευημερία του, γιατί μόνο τότε υπάρχει και κάποια πιθανότητα κάπως καλύτερα να ζήσεις και εσύ. Το πολύ - πολύ άμα θέλεις κάτι πιο "ριζοσπαστικό" ταΐσου με το κουτόχορτο πως με μια "αριστερή διακυβέρνηση" ο καπιταλισμός θα εξανθρωπιστεί, θα ρυθμιστεί, θα ελεγχθεί και κάπου στο απροσδιόριστο και άγνωστο μέλλον μπορεί να μεταμορφωθεί και σε σοσιαλισμό».
Είναι, λοιπόν, κρίσιμο για το παρόν και το μέλλον του εργατικού - λαϊκού κινήματος η ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση με τα ψέματα, τις ανακρίβειες, τις συκοφαντίες για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα, η αποκάλυψη σε πλατύτερα εργατικά - λαϊκά στρώματα - χωρίς ωραιοποιήσεις και ετεροχρονισμούς - των μεγάλων κατακτήσεων που προσέφερε η πρώτη απόπειρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ανθρώπινη Ιστορία. Πολύ περισσότερο είναι σημαντική η αποκάλυψη των αιτιών που οδήγησαν στην ήττα, στην αντεπανάσταση, στην υποχώρηση.
Το ΚΚΕ στο 18ο Συνέδριό του ξεκαθάρισε μια σειρά ζητήματα, έβγαλε μια σειρά συμπεράσματα που το βοήθησαν να διαμορφώσει και τη δική του αντίληψη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση όπως αποτυπώθηκε και στο νέο Πρόγραμμα που διαμόρφωσε στο 19ο Συνέδριο. Ανέδειξε, επίσης, ότι παρά την υποχώρηση του κινήματος, παρά την υποχώρηση στην εργατική - λαϊκή συνείδηση, το κύριο ζήτημα είναι η ρεαλιστικότητα και επικαιρότητα σήμερα του σοσιαλισμού που προκύπτει μέσα από όλες τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και το ενδεχόμενο ενός νέου γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου συνηγορούν στα παραπάνω.
Τα στοιχεία της ιστορικής έρευνας όλο και περισσότερο επιβεβαιώνουν αυτήν τη θέση. Η ανατροπή της εξουσίας στη ΓΛΔ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο τεύχος 6 της ΚΟΜΕΠ (Νοέμβρης - Δεκέμβρης 2014) που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες δημοσιεύεται η μετάφραση συνέντευξης του Χάιντς Κέσλερ, μέλους του ΠΓ του ΕΣΚΓ (SED) και υπουργού Αμυνας της ΓΛΔ, ενός από αυτούς που μειοψήφησαν και αντιστάθηκαν στην προώθηση της αντεπανάστασης. Τα γεγονότα που περιγράφει δείχνουν ξεκάθαρα ότι η προσπάθεια υπονόμευσης της ΓΛΔ ξεκίνησε μέσα από το ΠΓ και την ΚΕ του Κόμματος, βεβαίως με την ανάλογη παρέμβαση και στήριξη του ΚΚΣΕ. Ολη η αλυσίδα των γεγονότων από την παύση Χόνεκερ (με το πρόσχημα των λόγων υγείας) μέχρι τη σύλληψη, τη φυλάκιση στελεχών του ΕΣΚΓ που δε συναίνεσαν στην αντεπανάσταση είναι αποκαλυπτική.
Ο «Ριζοσπάστης» στο παρόν αφιέρωμα προσπαθεί να απαντήσει σε μια σειρά πλευρές που τίθενται στο πλαίσιο της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης σχετικά με τη ΓΛΔ και το λεγόμενο «τείχος του Βερολίνου», αξιοποιώντας το υλικό του 1ου τεύχους της ΚΟΜΕΠ του 2010 που φιλοξένησε άρθρα για τη ΓΛΔ.
Αυτό το οποίο πρέπει να ξεκαθαριστεί, γιατί αποκρύπτεται συστηματικά και δεν είναι ευρέως γνωστό, παρά την τεράστια σημασία του για τις μετέπειτα εξελίξεις, είναι ότι ολόκληρο το Βερολίνο βρισκόταν μέσα στην καρδιά της σοβιετικής ζώνης κατοχής και μετέπειτα της ΓΛΔ. Δηλαδή, το Δυτικό Βερολίνο ούτε ανήκε γεωγραφικά ούτε καν συνόρευε με την ΟΔΓ. Το Δυτικό Βερολίνο αποτελούσε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του ιμπεριαλισμού, μία βραδυφλεγή βόμβα, ένα αντεπαναστατικό πολυβολείο μέσα στα σπλάχνα της σοσιαλιστικής ΓΛΔ και του σοσιαλιστικού συστήματος συνολικά. Αυτή η γεωγραφική διευκρίνιση είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι η πόλη του Βερολίνου είχε μετατραπεί στην κυρίως σκηνή της διεθνούς αντιπαράθεσης μεταξύ δύο αντιτιθέμενων συστημάτων, της ανερχόμενης εργατικής εξουσίας και της έμπειρης εξουσίας του κεφαλαίου και φυσικά δύο αντιτιθέμενων στρατιωτικών συνασπισμών (Σύμφωνο Βαρσοβίας και ΝΑΤΟ). Με την αντίστοιχη εξέλιξη της διαμόρφωσης των δύο διαφορετικών γερμανικών κρατών αυτή η κυρίως σκηνή βρισκόταν στην καρδιά μιας σοσιαλιστικής χώρας, της ΓΛΔ.
Για ζητήματα, τα οποία αφορούσαν ολόκληρη τη Γερμανία, αποφάσιζε το Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου, το οποίο αποτελούνταν από εκπροσώπους και των τεσσάρων δυνάμεων. Από τις 17 Ιούλη μέχρι τις 2 Αυγούστου 1945, έλαβε χώρα στο Πότσνταμ, 26 χλμ. νοτιοδυτικά του Βερολίνου, η γνωστή Διάσκεψη του Πότσνταμ, στην οποία πήραν μέρος οι ηγέτες της ΕΣΣΔ Ιωσήφ Στάλιν, της Αγγλίας Ουίνστον Τσόρτσιλ (ο οποίος στη συνέχεια έχασε τις εκλογές και αντικαταστάθηκε στις 28 Ιούλη στη Συνδιάσκεψη από το νέο πρωθυπουργό Κλέμεντ Ατλι) και των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Στη Συνδιάσκεψη αυτή (Πρωτόκολλο της Διάσκεψης του Πότσνταμ) πάρθηκαν μια σειρά αποφάσεις για την αποναζιστικοποίηση, την αποστρατικοποίηση, τις επανορθώσεις, την κατοχή και διοίκηση του γερμανικού κράτους και γενικά ζητήματα της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων στη Γερμανία. Ολα τα επιμέρους μέτρα υποτάσσονταν στον κεντρικό στόχο που έθεσε η Διάσκεψη, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού, αποστρατικοποιημένου, αποναζιστικοποιημένου, δημοκρατικά οργανωμένου κράτους. Οπως θα γίνει αντιληπτό πιο κάτω, τα αστικά κράτη δεν τήρησαν και από την αρχή δεν σκόπευαν να τηρήσουν ούτε λέξη από αυτά που υπέγραψαν στο Πότσνταμ. Στο μεταξύ, στις 21 Ιούλη, οι ΗΠΑ έκαναν την πρώτη επιτυχή δοκιμή της πυρηνικής βόμβας, την οποία λίγες μέρες μετά έριξαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, μόνο και μόνο για να απειλήσουν τους λαούς και την ΕΣΣΔ για τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, αφού δεν υπήρχε καμία στρατιωτική αναγκαιότητα.
Οι παραπάνω σκέψεις έγιναν πράξη λίγους μήνες αργότερα. Στις 2 Δεκέμβρη 1946 ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ J. Byrnes και ο Αγγλος ομόλογός του Ε. Bevin, παραβιάζοντας απροσχημάτιστα τις αποφάσεις του Πότσνταμ, υπέγραψαν συμφωνία υπέρ της ενοποίησης των δύο ζωνών κατοχής, της αμερικανικής και της αγγλικής, σε μία (την αποκαλούμενη και διζωνία). Αργότερα εισχώρησε και η γαλλική ζώνη, δημιουργώντας μία συμπαγή ιμπεριαλιστική ζώνη (την αποκαλούμενη και τριζωνία), η οποία αποτέλεσε το πρόπλασμα για τη δημιουργία της καπιταλιστικής Γερμανίας, δηλαδή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Επίσης, στο βαθμό που δεν είχε προχωρήσει η σοσιαλιστική αναδιάρθρωση της οικονομίας, ασκούνταν ισχυρές ανοδικές, πληθωριστικές πιέσεις και στις τιμές των προϊόντων. Αυτή η πληθωριστική τάση δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα στη σχεδιασμένη οικονομία, η οποία, εκτός των άλλων, πρέπει να βασίζεται στον περιορισμό της εμπορευματικής παραγωγής και της αντίστοιχης διακύμανσης των τιμών των προϊόντων.
Φυσικά όλοι, μεταξύ των οποίων και ο Αντενάουερ, ήξεραν ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να υπάρχει μία Γερμανία και γενικά ένα κράτος κατά 50% καπιταλιστικό και κατά 50% σοσιαλιστικό. Το κράτος είναι η οργανωμένη, η θεσμοθετημένη βία της τάξης που κυριαρχεί και ασκεί την πολιτική εξουσία. `Η θα ήταν λοιπόν βία των εκμεταλλευτών πάνω στους εκμεταλλευόμενους ή, το αντίθετο, βία των εκμεταλλευόμενων στη μειοψηφία των εκμεταλλευτών. `Η θα ήταν κράτος του κεφαλαίου ή κράτος της εργατικής τάξης. Με λίγα λόγια ή θα ήταν κράτος καπιταλιστικό ή κράτος σοσιαλιστικό. Τρίτος δρόμος δεν υπήρχε. Αρα και αυτό το «ενιαίο γερμανικό, αποστρατικοποιημένο, αποναζιστικοποιημένο, δημοκρατικά οργανωμένο κράτος» του Πρωτοκόλλου του Πότσνταμ θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει τον ταξικό του χαρακτήρα. Σε αυτό το ζήτημα, οι Δυτικοί δεν έδειξαν καμία ταλάντευση, δεδομένου ότι η μεταπολεμική κατάσταση εμπεριείχε τη δυνατότητα να κινδυνέψει η εξουσία του κεφαλαίου σε πολλές περιοχές και των δυτικών ζωνών κατοχής. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Βρετανού αξιωματούχου Sir Orme ότι «αν παραμελήσουμε αυτό το καθήκον (σ.σ. τη δημιουργία αντισοβιετικού μπλοκ από τις δυτικές ζώνες κατοχής), η εναλλακτική θα μπορούσε να είναι κομμουνισμός μέχρι το Ρήνο».
Από την πλευρά των σοσιαλιστικών κρατών, η υπερεκτίμηση του μεταπολεμικού συσχετισμού δυνάμεων και αργότερα η κοινοβουλευτική αντίληψη για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δημιούργησαν αυταπάτες για τη δυνατότητα να «τραβηχτεί» ειρηνικά η Δυτική Γερμανία στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Σε αυτό το πλαίσιο η δημιουργία της ΓΛΔ είχε περισσότερο μεταβατικό χαρακτήρα με σκοπό την ενιαία Γερμανία. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο πρώτο σύνταγμα της ΓΛΔ δεν ορίζεται ούτε ξεχωριστή σημαία ούτε εθνόσημο, αφού αυτά θα γίνονταν στην ενιαία Γερμανία. Η γνωστή σημαία της ΓΛΔ, με το έμβλημα με το σφυρί και το διαβήτη κυκλωμένα από στάχυ πάνω στη μαύρη, την κόκκινη και την κίτρινη ρίγα, καθιερώθηκε την 1η Οκτώβρη 1959, δέκα χρόνια ακριβώς μετά την ίδρυση της ΓΛΔ.
Στις 9 Μάη 1955, η ΟΔΓ μπήκε στο ΝΑΤΟ. Τα πράγματα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Η ΟΔΓ ήταν πλέον προμαχώνας της αντιπαράθεσης του ιμπεριαλισμού με το σοσιαλισμό. Σε απάντηση στην προσχώρηση της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ και αφού η απειλή πλέον γιγαντώθηκε, ιδρύθηκε από 8 ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες, στις 14 Μάη, η «Συνθήκη της Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας», γνωστή και ως Σύμφωνο της Βαρσοβίας, στο οποίο προσχώρησε και η ΓΛΔ. Ενα χρόνο μετά την προσχώρηση της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ και δύο μήνες μετά την ίδρυση του στρατού της ΟΔΓ (Bundeswehr) ιδρύθηκε ο εθνικός λαϊκός στρατός της ΓΛΔ (Nationale Volksarmee).
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι δε χωράει η παραμικρή αμφισβήτηση του γεγονότος ότι η αθέτηση των αποφάσεων του Πότσνταμ για δημιουργία ενιαίου, αποστρατικοποιημένου, αποναζιστικοποιημένου, δημοκρατικά οργανωμένου γερμανικού κράτους βαραίνει αποκλειστικά τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία. Αφού το αποφάσισαν από το Δεκέμβρη του 1947 στο Λονδίνο, δεν το κούνησαν ρούπι από τη θέση τους. Διαχώρισαν το κομμάτι τους οικονομικά (νομισματική μεταρρύθμιση στις 20 Ιούνη 1948), κρατικά (ίδρυση της ΟΔΓ την 23 Ιούνη 1949) και στρατιωτικά (δημιουργία στρατού της ΟΔΓ και προσχώρηση στο ΝΑΤΟ το 1955). Αυτό που πρέπει να κατανοηθεί για να γίνουν αντιληπτές οι κινήσεις του κάθε κράτους είναι ότι οι αποφάσεις του Πότσνταμ βασίζονταν σε ένα συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης και δεν μπορούσαν παρά να εκφράζουν έναν προσωρινό συμβιβασμό.