ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Αυγούστου 2004
Σελ. /28
ΔΙΕΘΝΗ
ΠΑΚΙΣΤΑΝ: ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΓΡΟΤΩΝ
Ενας πολύ βρώμικος πόλεμος

Associated Press

«Μας οδήγησαν στον ταγματάρχη Ταχίρ Μάλικ. Απαίτησε να μάθει γιατί δεν είχαμε πληρώσει για τα συμβόλαια. Απαντήσαμε ότι δεν είχαμε χρήματα. Μας πήγαν στο θάλαμο βασανιστηρίων. Ο Τζαλάντ (βασανιστής) Μουνίρ άρχισε να μας χτυπάει με ένα δερμάτινο καμτσίκι. Μας ανάγκασε να γδυθούμε και μας μαστίγωσε ώσπου να ματώσουμε. Ο ταγματάρχης Ταχίρ Μάλικ επέβλεπε προσωπικά το μαστίγωμα, μας κακομεταχειριζόταν, γελούσε σε βάρος μας, μας γρονθοκοπούσε. Το άλλο πρωί μας οδήγησαν ξανά σε αξιωματικούς. Επέμεναν να πληρώσουμε τα χρήματα για τα συμβόλαια. Μόλις αρνούμασταν, ξανάρχιζαν». Μοχάμεντ Ικμπάλ, αγρότης στην Οκάρα, Οκτώβριος 2003.

«Αρπαξαν το γάλα μας και τα ποδήλατά μας. Ο Γκόμι, ο καταδότης, πήρε το γάλα και τα ποδήλατα. Μας έδεσαν τα μάτια και μας πήγαν στο αρχηγείο των Ρέιντζερς. Μόλις φτάσαμε, άρχισαν να μας χτυπούν με ραβδιά. Μετά από λίγο, δεν μπορούσαμε καν να κλάψουμε και να φωνάξουμε. Εκεί βρίσκονταν (ήδη) δεκαέξι (ενήλικες) αγρότες. (Είδαμε) να τους χτυπά άσχημα ο Μουνίρ ο Τζαλάντ, κι ο επιθεωρητής Αασίκ Αλί, παρόντος του ταγματάρχη Ταχίρ Μάλικ. Οι αγρότες αιμορραγούσαν και έκλαιγαν από τον πόνο. Μερικοί έκλαιγαν από φόβο και κάθονταν με τα κεφάλια σκυμμένα».

Αμπίντ Αλί, 10 ετών, Οκάρα, Οκτώβριος 2003.1

Ο στρατός του Πακιστάν έχει εμπλακεί σε μια εκστρατεία βάρβαρης καταστολής των εξεγερμένων αγροτών στην Οκάρα

Associated Press

Ο στρατός του Πακιστάν έχει εμπλακεί σε μια εκστρατεία βάρβαρης καταστολής των εξεγερμένων αγροτών στην Οκάρα
Την περασμένη Κυριακή, δυνάμεις των Ρέιντζερς2 και της αστυνομίας του Πακιστάν περικύκλωσαν 19 Στρατιωτικές Φάρμες της Οκάρα, αποκλείοντας την είσοδο, την έξοδο και την ελευθερία κίνησης σε 150.000 ανθρώπους. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι τέθηκαν υπό κατ' οίκον περιορισμό. Εκατοντάδες ζώα εξέπνευσαν, αφού έμειναν για ημέρες χωρίς τροφή. Η αστυνομία συνέλαβε 25 αγρότες και διώκει 100, επειδή τόλμησαν να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις. Η πολιορκία των αγροτικών χωριών, που συνεχίζεται, έχει αφορμή τη δημοσιοποίηση της έκθεσης οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την εκστρατεία σε βάρος τους από τις ένοπλες δυνάμεις, για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια.3 Οι αρχές εντείνουν τη βάρβαρη επίθεση εναντίον τους: η καταστολή διαδηλώσεων, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια -σε βάρος ακόμη και μικρών παιδιών-, οι εξαναγκασμοί και δεκάδες φόνοι έχουν μπει στην ημερήσια διάταξη τα τέσσερα αυτά χρόνια.

Αντικείμενο της άνισης μάχης είναι η γη: 68.000 εκτάρια, που διεκδικούν ο στρατός, η τοπική κυβέρνηση και οι αγρότες που την καλλιεργούν από το 1908, για αναρίθμητες γενιές. Ο ξεσηκωμός στην Οκάρα εναντίον του στρατού -που διοικεί τη χώρα από το 1999, όταν ο στρατηγός Περβέζ Μουσάραφ επέβαλε μια χούντα, η οποία συνεχίζει να νέμεται την εξουσία, παρά την προσχηματική «επιστροφή στη δημοκρατία»- είναι από τους σημαντικότερους στην ιστορία του Πακιστάν.

Οι ρίζες της σύγκρουσης

Το 1908, η υπαγόμενη στη βρετανική αποικιοκρατική κατοχή κυβέρνηση άρχισε να εκμεταλλεύεται τις εκεί «Γαίες του Στέμματος». Δημιούργησε φάρμες για την παραγωγή αλεύρων, βαμβακιού κ.ά. αγαθών για το Βρετανικό Ινδικό Στρατό και την Εταιρία των Βρετανικών Ινδιών. Μετέφερε στην Οκάρα δουλοπάροικους, για να εργαστούν ως αγρότες. Μετά το διαχωρισμό του Πακιστάν και της Ινδίας, τα κτήματα αυτά ?σκορπισμένα στο Νότιο Παντζάμπ: στη Λαχώρη, την Οκάρα, το Σαχιουάλ, το Χανεουάλ, τη Σαργκόντα και το Μουλτάν πέρασαν στον έλεγχο του υπουργείου Αμυνας και της επαρχιακής κυβέρνησης. Οι αγρότες που δουλεύουν τη γη σήμερα είναι οι απόγονοι των δουλοπάροικων που πρωτομεταφέρθηκαν εκεί το 1908. Σε ποσοστό 40% είναι χριστιανοί στο θρήσκευμα: τζαμιά και εκκλησίες λειτουργούν δίπλα - δίπλα. Στις περιοχές αυτές, διόλου τυχαία, τα ισλαμιστικά κόμματα αποτύγχαναν παταγωδώς διαχρονικά, καθώς οι αγρότες έτειναν να ψηφίζουν εκκοσμικευμένα κόμματα. Ωστόσο, η de facto συνένωση στρατού -κράτους στο Πακιστάν, όπου η διάρκεια των στρατιωτικών καθεστώτων είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή των πολιτικών κυβερνήσεων, έχει οδηγήσει σε μια στρεβλή κατάσταση. Ο στρατός, που κατέχει μεγάλο τμήμα της γης ανάμεσα σε πολλές άλλες επιχειρήσεις, δρα ως μεγαλοτσιφλικάς, ο μεγαλύτερος στη χώρα, και καθορίζει τις συνθήκες ζωής σχεδόν ενός εκατομμυρίου αγροτών. Οι αγρότες παραδοσιακά, ακολουθούσαν ένα σύστημα που θυμίζει την ελληνική δεκάτη, το μπατάι: έδιναν ως ενοίκιο για τη γη το 50% της σοδειάς τους στο στρατό.4

Βάρβαρη καταστολή

Το 2000, ο στρατός επιχείρησε μονομερώς να αλλάξει το καθεστώς αυτό. Αξίωσε από τους αγρότες να υπογράψουν νέα συμβόλαια, βάσει των οποίων καλούνται να καταβάλλουν ενοίκιο σε μετρητά. Οι αγρότες αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, αφού φοβήθηκαν, και δίκαια, ότι σε περίπτωση που οι σοδειές δεν είναι καλές ο στρατός θα τους έδιωχνε από τη γη όπου ζουν επί γενιές. Και, καθώς η κατάσταση άρχισε να πολώνεται, ζήτησαν αυτό που δικαιούνταν, βάσει της αποικιακής νομοθεσίας που ακόμη ισχύει, την ιδιοκτησία της γης.

Η διένεξη για χιλιάδες στρέμματα γης, που είναι από τα πιο εύφορα της χώρας, έχει εξελιχθεί πλέον σε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ του στρατού, των παραστρατιωτικών ομάδων και της αστυνομίας από τη μια και των αγροτών από την άλλη. Από το 2002 έως σήμερα, οι δυνάμεις ασφαλείας προβαίνουν σε μια όλο και πιο βάρβαρη εκστρατεία καταστολής. Η έκθεση της «Human Rights Watch», που βασίστηκε σε πάνω από 100 συνεντεύξεις με αγρότες, παιδιά τους και ορισμένους στρατιωτικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους, τεκμηριώνει τα βασανιστήρια, τους εξαναγκασμούς, τα φονικά και τις εκβιαστικές πρακτικές των αρχών σε βάρος των αγροτών.

Η σκληρή αναμέτρηση του στρατού με τους αγρότες, η σημαντικότερη οργάνωση των οποίων είναι η «Anjuman-e-Mazareen Punjab» (AMP: «Ενωση Ακτημόνων Αγροτών»), δεν έχει μόνο οικονομικά αίτια. Παρότι τα έσοδα του στρατού από τη γη του Παντζάμπ δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα, η χρηματική τους αξία είναι μάλλον μικρή σε σύγκριση με τα τεράστια έσοδα από τις δεκάδες επιχειρήσεις που ελέγχουν οι ένοπλες δυνάμεις. Πολύ σημαντικότερο όμως από το οικονομικό είναι το πολιτικό συμφέρον του στρατού να συντρίψει την εξέγερση για παραδειγματικούς λόγους. «Ενας πιθανός συμβιβασμός στην Οκάρα», ανέφερε η έκθεση της HRW, «θα είχε δυνάμει αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα για το status του σε εθνικό επίπεδο», ενώ θα έβλαπτε «τις σχέσεις του με την τάξη των γαιοκτημόνων».5 Το ότι οι αγρότες τόλμησαν να ξεσηκωθούν έχει «εξοργίσει» τους στρατιωτικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι αξιωματούχοι του στρατού κατηγορούν τους αγρότες ως... «πράκτορες της ινδικής RAW». Ενας ταγματάρχης των Ρέιντζερς δήλωσε χαρακτηριστικά: «οι άνθρωποι αυτοί καταλαβαίνουν μόνο τη γλώσσα του ροπάλου».6-7

Τα μέλη και τα ηγετικά στελέχη του κινήματος των αγροτών φυλακίζονται μαζικά. Οι τελευταίοι τρεις είναι οι Γκούλαμ Ρασούλ, Μουχάμαντ Αλτάφ και Γκουτζάρ Αχμέντ, οι οποίοι εγκλείστηκαν σε μπουντρούμια για τρεις μήνες για «διατάραξη της δημόσιας τάξης». Ο στρατός διέκοψε την ηλεκτροδότηση και έκοψε τα τηλέφωνα των οργανώσεων των αγροτών, ώστε να μην μπορούν να έρθουν σε επαφή με τα μέσα ενημέρωσης, ενώ έχει απαγορεύσει την είσοδο δημοσιογράφων στην Οκάρα.

«Γη ή θάνατος»

«Ο στρατός συνεχίζει τις βαρβαρότητες, ακόμη και μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης της Human Right Watch», σχολίασε το ηγετικό στέλεχος της ΑΜΡ, Νουρ Νάμπι. «Θα συνεχίσουμε την πάλη ώσπου να απελευθερωθούν οι ηγέτες μας και να εκπληρωθεί η κυβερνητική υπόσχεση εκχώρησης στους αγρότες του 50% της γης που καλλιεργούν εδώ και δεκαετίες».

Ο στρατηγός - «πρόεδρος» Περβέζ Μουσάραφ είχε αθέλητα συμβάλλει στον αγροτικό ξεσηκωμό λέγοντας, την 20ή Αυγούστου 2000, ότι ένα ποσοστό της γης που ανήκει στο κράτος και στο στρατό «θα αναδιανεμηθεί στους άκληρους αγρότες», και ότι είχε ήδη δώσει «σχετικές οδηγίες στους επαρχιακούς κυβερνήτες».8 Η ριζοσπαστικοποίηση του αγροτικού κινήματος έγινε ακόμη εντονότερη.

Η μακρά κινητοποίηση των αγροτών και το βασικό τους σύνθημα, «Malkiyat ya Maut»Ιδιοκτησία ή Θάνατος») έχει αναλογίες με αγώνες που έχουν ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες στη Λατινική Αμερική, όπως εξάλλου και η πρακτική καταστολής του στρατού. Με διάφορα προσχήματα, όπως το ότι οι αγρότες «απείλησαν με χρήση βίας» ή το ότι εμπόδισαν τους τσιφλικάδες να πάρουν ξύλα από τις φάρμες «τους», επιστρατεύεται το ιππικό: οι Ρέιντζερς, που σε τουλάχιστον μία διαδήλωση, την άνοιξη του 2002, είχαν ανοίξει πυρ αδιακρίτως σκοτώνοντας κάπου 10 διαδηλωτές.

Η σύγκρουση κλιμακώνεται σε μάχη ζωής και θανάτου: ο στρατός «δεν ανέχεται» το ενδεχόμενο να πληγεί ο έλεγχός του στη χώρα, και αξιοποιεί τον «αντιτρομοκρατικό» πόλεμο των ΗΠΑ: βαπτίζοντας τους αγρότες «τρομοκράτες», συλλαμβάνοντας και βασανίζοντάς τους κατά δεκάδες. Από την άλλη, για τους εξεγερμένους αγρότες ο αγώνας αυτός κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια αξιοπρεπή διαβίωση και την εξαθλίωση, την περιθωριοποίηση και την πείνα.

-----

1. Οι μαρτυρίες παρατίθενται στην έκθεση της «Human Rights Watch», «Soiled Hands: The Pakistan Army's Repression of the Punjab's Farmers' Movement» («Βρώμικα Χέρια: Η Καταπίεση του Στρατού του Πακιστάν σε βάρος του Κινήματος των Αγροτών του Παντζάμπ»), Ιούλης 2004, σελ. 4.

2. Ρέιντζερς: παραστρατιωτικές μονάδες. Την ευθύνη της στρατολογίας τους έχουν οι επαρχιακές κυβερνήσεις, και θεωρητικά την ευθύνη διοίκησής τους έχει το υπουργείο Εσωτερικών. Ομως, το σώμα ουσιαστικά διοικούν οι στρατηγοί. Στην πραγματικότητα, οι Ρέιντζερς αποτελούν επέκταση των Ενόπλων Δυνάμεων, με βασική αποστολή τη φύλαξη των συνόρων και την εσωτερική ασφάλεια. Το αρχηγείο τους βρίσκεται στη Λαχώρη, πρωτεύουσα της επαρχίας Παντζάμπ. Καυχώνται ότι διαθέτουν δύναμη 50.000 ανδρών οργανωμένων σε διάφορες «πτέρυγες» (μονάδες) των 800 ανδρών η καθεμιά.

3. «Rangers and police blockade confines 0.15 million farmers», «Daily Times», 25 Ιούλη 2004.

4. Βλ. το άρθρο του Πακιστανού συγγραφέα Tariq Ali, «The Colour Khaki» («Το Χακί Χρώμα»), New Left Review, Ιαν.-Φεβ. 2003, σελ. 21-24.

5. «Human Rights Watch», «Soiled Hands», όπ.π., σελ. 5.

6. «Human Rights Watch», όπ.π., σελ. 8.

7. RAW: «Research and Analysis Wing» (Τμήμα Ερευνας και Ανάλυσης), η υπηρεσία κατασκοπίας της Ινδίας. Ινδία και Πακιστάν ανταλλάσσουν συχνά κατηγορίες «διείσδυσης» πρακτόρων, και αποδίδουν κοινωνικές αναταραχές στην υπονομευτική δράση τους. Ως έργο της πακιστανικής ISI, για παράδειγμα, η ινδική εθνικιστική κυβέρνηση είχε χαρακτηρίσει τη σφαγή των μουσουλμάνων στο Γκουτζάρατ το 2002.

8. «Dawn», 21 Αυγούστου 2001.


Μπάμπης ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ


ΓΑΛΛΙΑ
Πληθαίνουν τα «γκέτο», αυξάνει η κοινωνική ένταση

Τα προάστια πολλών γαλλικών πόλεων έχουν, ήδη, μετατραπεί σε γκέτο, κυρίως για, αραβικής καταγωγής μουσουλμάνους, και οι προοπτικές «ένταξης» των εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων τους στο γαλλικό κοινωνικό ιστό εξανεμίζονται ώρα με την ώρα. Αυτό επισήμαινε, σε γενικές γραμμές, η πολυσέλιδη έκθεση της Κεντρικής Διεύθυνσης Γενικών Πληροφοριών του υπουργείου Εσωτερικών, που παραδόθηκε στον αρμόδιο υπουργό, Ντομινίκ ντε Βιλπέν, στα μέσα Ιούνη, προειδοποιώντας για «εκατοντάδες ωρολογιακές βόμβες κοινωνικής έκρηξης».

Η έκθεση, που σημειώνεται ότι δε φιλοδοξεί να δρέψει επιστημονικές δάφνες, διεξήχθη σε 650 περιφερειακές εργατικές συνοικίες μεγάλων γαλλικών πόλεων. Κριτήριο για την επιλογή τους αποτέλεσε το κατά πόσο είχαν καταταχθεί στον κατάλογο των «ευαίσθητων συνοικιών», δηλαδή των συνοικιών εκείνων που μαστίζονται από ανεργία, βία και εγκληματικότητα, κατοικούνται, στη συντριπτική πλειοψηφία, από μουσουλμάνους μετανάστες, και κυριαρχούνται από αγορές, ήθη και έθιμα που προέρχονται, κυρίως, από τις χώρες καταγωγής των κατοίκων ακόμη και αν αυτά έρχονται σε αντίθεση με το νομοθετικό πλαίσιο της Γαλλίας.

Οπως επισημαίνουν οι συγγραφείς της έκθεσης, τα αποτελέσματα της, έστω και ερασιτεχνικής, έρευνάς τους είναι εξαιρετικά ανησυχητικά. Στις 300 από τις 650 ερευνηθείσες συνοικίες παρατηρούνται, ήδη, έντονα σημάδια «γκετοποίησης». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι περισσότεροι από 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι βιώνουν έντονα συναισθήματα αποκλεισμού από το σύνολο της γαλλικής κοινωνίας, την οποία, τελικά, απορρίπτουν και εχθρεύονται.

Πολλά από τα παιδιά αυτών των συνοικιών εγκαταλείπουν τα δημόσια γαλλικά σχολεία, προτιμώντας τις θρησκευτικές μουσουλμανικές σχολές που ιδρύουν ισλαμικές οργανώσεις αρωγής, ενώ συχνά αρνούνται ακόμη και να μάθουν τη γαλλική γλώσσα. Σύνηθες φαινόμενο, επίσης, είναι οι βιαιοπραγίες κατά όσων από τους μετανάστες αρνούνται να προσαρμοστούν στις αρχές του Ισλάμ, παραδείγματος χάριν, νεαρές κοπέλες που δε θέλουν να φορέσουν τη μουσουλμανική μαντίλα.

Ξεχειλίζει η απογοήτευση

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, που παρουσιάστηκε στην εφημερίδα «Λε Μοντ», ο καθηγητής κοινωνιολογίας Ντιντιέ Λαπεϊρονί, ο οποίος εργάζεται εδώ και χρόνια με μετανάστες αραβικής καταγωγής, δίνει έναν ακόμη πιο ανησυχητικό τόνο. Οπως υπογραμμίζει, δεν πρόκειται απλώς για ένα φαινόμενο «κοινοτικής αναδίπλωσης», γιατί αυτό θα είχε ως συνέπεια την ύπαρξη μιας στοιχειώδους αλληλεγγύης και μιας πολιτιστικής ενότητας μεταξύ των κατοίκων των συγκεκριμένων συνοικιών. «Η πραγματικότητα είναι χειρότερη: υπάρχει αναδίπλωση σε μια λογική γκέτο. Μια λογική εχθρότητας και απόρριψης προς όλους τους έξω από αυτό, αλλά και προς τους ίδιους τους κατοίκους του γκέτο. Κυριαρχεί η απελπισία και το κενό, που καλύπτουν ολοένα και περισσότερο οι διάφοροι επίδοξοι θρησκευτικοί κήρυκες».

Οι ίδιοι οι συντάκτες της έρευνας καταλήγουν σε μια σειρά προτάσεων, προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία ενσωμάτωσης στη γαλλική κοινωνία όλων όσοι νιώθουν απόκληροι λόγω της καταγωγής τους. Οπως χαρακτηριστικά, όμως, τόνιζε ο Λαπεϊρονί, οι νέες γενιές των μεταναστών, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, έχουν, ήδη, βιώσει έντονα τον αποκλεισμό και είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανταποκριθούν στην οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισης.

Τόσο ο ίδιος όσο και πολλοί άλλοι, εκτιμούν ότι «είναι ήδη πολύ αργά» για την οποιαδήποτε κεντρική παρέμβαση. «Δεν είναι οι συνοικίες αυτές αποκλεισμένες από μόνες τους. Είναι η ίδια η γαλλική κοινωνία, σε όλες τις εκφράσεις και δραστηριότητές της, που λειτουργεί απομονωτικά απέναντι σε αυτές και αυτό είναι εμφανές ακόμη και σε πολιτικό επίπεδο. Ασχέτως νομοθεσιών και εξαγγελιών, οι μετανάστες αντιμετωπίστηκαν εξαρχής ως φτηνό εργατικό δυναμικό και ως εξωτερικός παράγοντας, συχνά εχθρικός, της γαλλικής κοινωνίας. Οσο δεν αλλάζει αυτή η κυρίαρχη αντίληψη, οποιαδήποτε προσπάθεια άσκησης πολιτικής, θα γίνεται αντιληπτή ως φιλανθρωπία προς κάποιον μη ισότιμο πολίτη, και θα φέρει τα αντίθετα, από τα προσδοκώμενα, αποτελέσματα».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ