«Οι μονόλογοι του ερημίτη της Σαντορίνης»
`Η είνε η απριορική μεθοδολογία διαισταντική, ιντουισιονιστική, όπου ατενίζει με άμεσην εσωτερικήν ενόραση το είναι, την ουσία του κοινωνικού γίγνεσθαι και η ενόραση αυτή δεν είνε λογική ενόραση, μα μια ιδιαίτερη δύναμη, κάτι που συγγενεύει με το ένστιχτο.
`Η τέλος είνε η απριορική μεθοδολογία οντοσκοπική ή φαινομενολογική, με σύνθεση του ορθολογισμού και της διαίστησης, που κατανοεί την ουσία, το είναι του κάθε ιστορικού φαινομένου, που μια φορά δίνεται, ατενίζοντάς το εσωτερικά σαν μια άμεση ψυχική εμπειρία του ερευνητή, ζώντας το και ενδοσκοπώντας το. Ολες ετούτες οι μέθοδες έχουνε βέβαια ως ένα σημείο κάποια δικαίωση. Και η δικαίωση βρίσκεται στο αναμφισβήτητο γεγονός πως το κοινωνικό φαινόμενο, δημιούργημα της ενέργειας του ανθρώπου, προϋποθέτει την ψυχική δράση του, προϋποθέτει το αντικαθρέφτισμα του γίγνεσθαι μέσα στον άνθρωπο, τη συναιστηματική του αντίδραση, τη θέλησή του και τις ανάγκες της ζωής του, που αυτός εξυπηρετεί και όλος ο ψυχικός βίος του. Οτι όμως η ενέργεια του ανθρώπου είνε κάτι toto genere διαφορετικό από κάθε άλλη ενέργεια που γίνεται μέσα στη φύση, είτε την ανόργανη είτε την οργανική, ότι αυτή η ενέργεια δεν υπάγεται σε καμιά νομοτέλεια, αυτό είνε μια αναπόδειχτη προϋπόθεση, είνε μια αυθαίρετη βεβαίωση που δε στέκεται μπροστά στην ανθρώπινη πείρα και την επεξεργασία της από το ανθρώπινο μυαλό. Και για το λόγον αυτό ό,τι επιστημονικό ενυπάρχει στα πορίσματα των απριορικών μεθόδων είνε έμμεσα και ανομολόγητα βγαλμένο από μιαν εμπειρικήν επεξεργασία των δεδομένων του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Από την άλλη μεριά εφαρμόζονται στην κοινωνιολογική έρευνα οι μέθοδες της αντικειμενικής εμπειρίας, ο εμπειρισμός. Και σ' αυτόν πάλι μπορούμε να διακρίνουμε δυο υποκατηγορίες, την πραγματολογική και τη φυσικοεμπειρική. Η πρώτη θεωρεί το κοινωνικό φαινόμενο σαν ένα πράμα, σαν κάτι αντίστοιχο με τα δεδομένα της φυσικής πραγματικότητας. Το κοινωνικό όμως αντικείμενο είνε κάτι διαφορετικό από το φυσικό αντικείμενο. Γι' αυτό πρέπει να υπάρξει μια ιδιαίτερη κοινωνιολογική μέθοδο, που τους κανόνες της προσπάθησε να διατυπώσει ο γάλλος κοινωνιολόγος Ντυρκέμ και η σχολή του.
Η φυσικοεμπειρική πάλι μέθοδο δεν κάνει κατ' αρχήν καμιά διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και το κοινωνικό φαινόμενο και πιστεύει πως η εφαρμογή των μεθόδων των φυσικών επιστημών, η επαγωγή, η συστηματική παρατήρηση κι αυτό το πείραμα, η συναγωγή νόμων από τα δεδομένα της κοινωνικής εμπειρίας, όπως γίνεται η συναγωγή νόμων από τα δεδομένα της φυσικής εμπειρίας, οδηγεί στην εξακριβωμένη επιστημονική γνώση.
Η δεύτερη αυτή μεθοδολογική κατηγορία, ο κοινωνιολογικός εμπειρισμός, είνε αναμφισβήτητο πως είχε πλούσια αποτελέσματα. Πρώτα - πρώτα έστρεψε το μάτι των ερευνητών στη συγκέντρωση, τον κριτικό έλεγχο και τη συστηματοποίηση τεράστιου κοινωνικού υλικού. Μελετήθηκαν πλατύτατα όλα τα κοινωνικά φαινόμενα στις πρωτόγονες κοινωνίες, που σώζονται ως σήμερα, απλώθηκεν η έρευνα στην προϊστορία και σε όλα τα ιστορικά δεδομένα, συγγενικές σχέσεις, κοινωνική οργάνωση, γλώσσα, μύθους, ήθη, έθιμα, δίκιο, ηθική, θρησκεία, τέχνη, επιστήμη.
Η ανεπάρκεια αυτή της θεώρησης των κοινωνικών φαινομένων με βάση τη μηχανική αιτιότητα έδωκε την ευκαιρία στους απριοριστές, που εξόρμησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα ευνοημένοι από την ιδεολογική ροπή της αστικής κυριαρχίας προς την άρνηση της φυσικοεπιστημονικής αιτιότητας και προς την αποδοχή της θαματοποιητικής αιτιότητας προπάντων μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, να αρνηθούν ολότελα την αξία του φυσικοεπιστημονικού εμπειρισμού στην έρευνα των κοινωνικών φαινομένων και να ξαναζωντανέψουνε τις κάθε λογής ανθρωπομορφικές και μυστηριακές ερμηνείες.
Ενώ όμως γίνονται αυτά μέσα στην περιοχή της αστικής κοινωνιολογίας και δημιουργούνε το χάος που περιγράψαμε, η επιστήμη, που ξεκινάει από το διαλεχτικό υλισμό είνε η μόνη, που στέκεται απάνω σε στέρεο έδαφος, σε ακλόνητη βάση και είνε η μόνη, που όχι μόνη δίνει την πιο ικανοποιητική ερμηνεία, παρά και επαληθεύεται από την πείρα και την κοινωνική εξέλιξη κάθε μέρα και περισσότερο. Ας στραφούμε λοιπόν στην εξέταση της διαλεχτικής μεθοδικής και ας κοιτάξουμε και τη γνωσιολογική βάση της και τα κύρια δεδομένα της και ας δοκιμάσουμε, αν μας βοηθεί να βγούμε από το χάος. Αυτή άλλωστε μας βοήθησε και ως ετούτη τη στιγμή για να θέσουμε το πρόβλημα και να ξεκαθαρίσουμε τα δεδομένα του.
Τέλος