ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Απρίλη 2001
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Επιλογές επιζήμιες για το λαό
  • Η οργανική σύνδεση της χώρας με τις διαδικασίες καπιταλιστικής ενοποίησης στη Δ. Ευρώπη διευκόλυνε τη συμμετοχή της άρχουσας τάξης στον πανευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, με γνώμονα τα συμφέροντα των πολυεθνικών
  • Για τους εργαζόμενους, η ένταξη σηματοδότησε την επιτάχυνση των αντιλαϊκών πολιτικών και την εκπόνηση αλλεπάλληλων προγραμμάτων λιτότητας
  • Αρνητικά τα αποτελέσματα και για την οικονομία της χώρας, αφού μόνο στον τομέα των εμπορικών ανταλλαγών στην εικοσαετία έχουμε έλλειμμα της τάξης των 24 τρισεκατομμυρίων δραχμών, το οποίο διευρύνεται συνεχώς

Οι επιπτώσεις που είχε για τους εργαζόμενους και την οικονομία της χώρας η ένταξη και παραμονή της χώρας, αρχικά, στην ΕΟΚ και, μετέπειτα, στην ΕΕ είναι πολλαπλές. Η συμμετοχή στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης επέδρασε βαθιά στις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. Πρόκειται για μια επιλογή, που εξυπηρετεί τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης, επιλογή που αποδείχτηκε ιδιαίτερα επιζήμια για τα λαϊκά συμφέροντα, για την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και τη διεθνή θέση της χώρας. Βέβαια, η ακριβής προσμέτρησή τους δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση. Οχι τόσο, ούτε μόνο, επειδή είναι δύσκολο να φτιάξει κανείς ένα πλήρες ισοζύγιο με τα «υπέρ» και τα «κατά». Ούτε γιατί η στατιστική και τα επίσημα στοιχεία υπόκεινται πάντα στο «μαγείρεμα» των κρατούντων. Κυριότερα, επειδή, στο βαθμό που δεν υπάρχουν ριζικές ανατροπές στο σύστημα των καπιταλιστικών κοινωνικοπολιτικών και παραγωγικών σχέσεων, ο τελικός παρονομαστής της εφαρμοζόμενης πολιτικής - από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων - παραμένει ποιοτικά ίδιος, είτε μέσα είτε έξω από το συγκεκριμένο οργανισμό. Αλλωστε, η ...«καύσιμη ύλη» για τη δράση του κεφαλαίου, το κέρδος και το υπερκέρδος, για τους κεφαλαιοκράτες, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δεν αλλάζει. Εκείνο, όμως, που σε κάθε περίπτωση δεν μπαίνει σε αμφισβήτηση, είναι ότι η οργανική σύνδεση, η ένταξη της χώρας στην Κοινή Αγορά, στόχευε στην επιτάχυνση και επιτάχυνε τις διαδικασίες προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στα δεδομένα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων και τη χώρα.


Η πρόσδεση στο άρμα της ΕΟΚ αποτέλεσε πολυετή στόχο αποκλειστικά της ντόπιας άρχουσας τάξης, αφού μέσω αυτής θα μπορούσε να εξυπηρετήσει μια σειρά πολιτικοοικονομικές στοχεύσεις της. Πρώτα και κύρια, να εξασφαλίσει «ισχυρούς» συμμάχους, ώστε να θεμελιώσει την κυριαρχία της. Παράλληλα, να ...συνεταιριστεί με το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο, στοχεύοντας να το πλησιάσει σε μεγέθη, κερδοφορία και προοπτικές. Το γεγονός ότι αργότερα - και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του '80 - η ιδέα της ένταξης άγγιξε και άλλα στρώματα της κοινωνίας, είναι ...άλλου παπά Ευαγγέλιο. Ηταν περισσότερο αποτέλεσμα της συστηματικής πλύσης εγκεφάλου που έκαναν διάφορες πολιτικές δυνάμεις, κύρια οι εκπρόσωποι του δικομματισμού, αλλά και εκείνοι που κάθε φορά επιζητούσαν «κουμπαριές» μαζί τους. Οι δυνάμεις, που εν πολλοίς διακόνησαν την υποτέλεια στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό, προβάλλοντας ψευδολογίες για τα ...«χρυσά κουτάλια» που δήθεν θα μοιράζονταν στους εργαζόμενους, για να απολαύσουν τους καρπούς της ένταξης.

Τα δέλεαρ που παρουσιάστηκαν ενόψει της ένταξης αποτέλεσαν «το κερασάκι», για να αντιμετωπιστούν οι αντιδράσεις, σε μια περίοδο που το μαζικό λαϊκό κίνημα, όχι μόνο ήταν σε ανοδική πορεία, αλλά και είχε έντονα αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Η ...απόλαυση καρπών για τα λαϊκά στρώματα πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι ήταν ένα τεράστιο ψεύδος. Ολοι θυμόμαστε ότι, από τον πρώτο κιόλας καιρό της ένταξης, άρχισε και η απίθανη ονοματοδοσία («τούνελ», στενωπός», «ετεροχρονισμός», «σταθεροποιητικό πρόγραμμα», «ενιαία αγορά», «προγράμματα σύγκλισης», «εθνικός στόχος της ΟΝΕ») των διαφόρων πολιτικών λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων, που σχεδόν πάντα επιβάλλονταν, σε συνδυασμό με κάποιους στόχους - οράματα στα πλαίσια της ΕΟΚ.

Κάποιοι τα έλεγαν...


Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια, έχει την αξία του να θυμηθούμε τις εκτιμήσεις που το ΚΚΕ διατύπωνε, πριν ηχήσουν οι φαμφάρες του Ζαππείου την ημέρα που έπεφταν οι υπογραφές για την ένταξη. Σε ανακοίνωση της ΚΕ, στις 29 του Μάη του 1979, αναφορικά με τις συνέπειες, το ΚΚΕ τόνιζε: «Η εθνική οικονομία θα προσαρμόζεται όλο και περισσότερο στις απαιτήσεις των μονοπωλίων της ΕΟΚ, με αποτέλεσμα μια σειρά βιομηχανικοί και αγροτικοί κλάδοι να καταστραφούν και η οικονομική ανάπτυξη να γίνεται πιο μονόπλευρη εις βάρος του εργαζόμενου λαού. Για τους αγρότες, η ένταξη θα σημαίνει χαμηλότερες τιμές και δυσκολότερη διάθεση των προϊόντων τους. Πολλά αγροτικά νοικοκυριά θα οδηγηθούν στην καταστροφή. Για τους εργάτες και τους υπάλληλους, το πρόβλημα της ανεργίας και η ανασφάλεια για το μέλλον θα οξυνθούν. Η εντατικοποίηση της εργασίας θα μεγαλώσει, η εκμετάλλευση θα ενταθεί. Βαριές θα είναι οι συνέπειες για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους βιοτέχνες, καθώς και τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες. Η ένταξη στην ΕΟΚ θα δημιουργήσει μια νέα, σκληρότερη από τη σημερινή, πραγματικότητα, που η υποτέλεια της άρχουσας τάξης θα την κάνει ακόμα πιο σκληρή για τους εργαζόμενους της χώρας μας».

Μέσα σε λίγες αράδες, δινόταν με χαρακτηριστικό τρόπο, αυτό που έκτοτε βιώνει η εργατική τάξη της χώρας και οι άλλοι εργαζόμενοι. Επιπρόσθετα, μαζί με την απαρίθμηση των συνεπειών που θα είχε η ένταξη, οι κομμουνιστές σκιαγραφούσαν και τους στόχους που είχε η οικονομική ολιγαρχία, με το εγχείρημα, τότε, της κοινής αγοράς. Στόχοι, που, στο επίπεδο των οικονομικών σχέσεων, μπορούν να κωδικοποιηθούν με την επιδίωξη για συμμετοχή της χώρας στο συνολικότερο κοιναγορίτικο καταμερισμό εργασίας, με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα των δυτικοευρωπαϊκών -και όχι μόνο - μονοπωλίων. Επειδή όμως τα χαρακτηριστικά αυτού του καταμερισμού είναι καπιταλιστικά, αναπαράγονται, οξύνονται και βαθαίνουν ακόμα περισσότερο οι ταξικές αντιθέσεις των κοινωνιών που συμμετέχουν σ' αυτόν. Παράλληλα, και εξαιτίας της εντεινόμενης εκμετάλλευσης της εργασίας, που φέρνει ο αδυσώπητος ανταγωνισμός και το κυνηγητό του καπιταλιστικού υπερκέρδους σε προοδευτικά μεγαλύτερα μεγέθη, εντείνονται οι διαφορές και το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις διάφορες χώρες και οι κοινωνικές ανισότητες. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ο λαός μας λέει με απλά λόγια, ότι «οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι». Μόνο που εξαιτίας των σύγχρονων συνθηκών αναπαραγωγής του κεφαλαίου, οι κλίμακες πλουτισμού των πλουσίων είναι πλέον ασύλληπτες για τον κοινό νου, ενώ οι φτωχοί φτάνουν στα όρια της κοινωνικοοικονομικής περιθωριοποίησης.


Οπως τονίζεται στην απόφαση του 16ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο, στις σύγχρονες, εντός της ΟΝΕ συνθήκες, «επιταχύνεται η υλοποίηση του βασικού σχεδιασμού των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, σημειώνεται νέο επίπεδο συγκεντροποίησης και μεγέθυνσης των μονοπωλίων. Από τις εξελίξεις αυτές δεν ωφελείται στο ελάχιστο η εργατική τάξη ούτε τα φτωχά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων στις πόλεις και την ύπαιθρο. Οι μόνοι κερδισμένοι είναι η οικονομική ολιγαρχία του τόπου, τα διεθνή μονοπώλια και ένα "στρώμα" που συμμετέχει στη διασπάθιση των κοινοτικών κονδυλίων. Η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα διαβιώνουν σε συνθήκες αυξανόμενης σχετικής και απόλυτης φτώχειας».

Το πώς επέδρασαν στους μισθωτούς, στους συνταξιούχους και τους άλλους εργαζόμενους οι επιλογές ένταξης και παραμονής στην ΕΕ, το πόσο συνέβαλαν στο υποτιθέμενο όραμα της ανάπτυξης και ποιοι κέρδιζαν όλο αυτό το διάστημα και εξακολουθούν να κερδίζουν από το εικοσαετές αλισβερίσι, το δείχνουν ορισμένα μόνο από τα επίσημα στοιχεία, που παραθέτει σήμερα ο «Ρ».

Οφθαλμοφανής κλοπή

Ο πλέον οφθαλμοφανής δείκτης είναι η εξέλιξη των εισοδημάτων. Του μεροκάματου για τους μισθωτούς, των επίσημων καθαρών κερδών για τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Εκατομμύρια οι μεν, 4-5 χιλιάδες οι άλλοι, αλλά, όπως αποδεικνύει το σύνολο των στοιχείων, στην καπιταλιστική κοινωνία, οι πρώτοι ζούνε και εργάζονται, για να κερδίζουν και να κερδοσκοπούν οι δεύτεροι. Τα στοιχεία του «πίνακα 1» για την εξέλιξη του βασικού μεροκάματου και των κερδών ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία δε χρειάζονται ιδιαίτερα σχόλια. Το βασικό μεροκάματο το 1991, πριν αφαιρεθούν οι κρατήσεις, ήταν 3.501 δραχμές. Στο τέλος του 1998, έφτασε τις 6.492, μεταβλήθηκε, δηλαδή, κατά 85%. Τα δηλωμένα καθαρά κέρδη των μεγαλοβιομηχάνων, από τα 15,7 δισεκατομμύρια, εκτοξεύτηκαν στα 527,5 δισ. Την ώρα, δηλαδή, που οι εργαζόμενοι υπέστησαν σημαντική μείωση της αγοραστικής τους δύναμης (ο επίσημος τιμάριθμος σημείωσε αύξηση 135,9%), οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης πνίγηκαν στα υπερκέρδη τους.


Βεβαίως, οι αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους δεν περιορίζονται μόνο στις εισοδηματικές απώλειες. Μόνο την εξέλιξη της ανεργίας να πάρει κανείς υπόψη του, ακόμα και όπως ψευτοαπεικονίζεται στα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, κατανοεί το μέγεθος των προβλημάτων που δημιουργούνται για το σύνολο σχεδόν των εργατικών οικογενειών. Η ανεργία (πίνακας 2), που ακόμα και σήμερα υπολογίζεται με τον τρόπο που υπολογιζόταν και τις παραμονές της ένταξης στην ΕΟΚ, από 2,7% το 1980, σκαρφάλωσε στο 7% το 1990, για να εκτοξευτεί στα επίπεδα ρεκόρ 12,1% στα τέλη του περασμένου χρόνου. Η πραγματικότητα για τους εργαζόμενους είναι πολύ πιο σκληρή. Συμπληρωματικά, την εικόνα της πραγματικής κατάστασης την αλλοιώνει το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, με την εξάπλωση της μερικής απασχόλησης, πολλές δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι υποαπασχολούνται - δηλαδή, δεν εργάζονται κανονικά, αλλά δεν μπορούν να γραφούν στους καταλόγους των ανέργων. Τρία ακόμα στοιχεία είναι άξια προσοχής: Πρώτον, ότι η ανεργία προσλαμβάνει όλο και περισσότερο μακροχρόνιο χαρακτήρα. Δεύτερον, ότι ακόμα μεγαλύτερο από τα στατιστικά στοιχεία, είναι το πλήγμα που δέχονται οι νέοι και οι γυναίκες. Τρίτον, υπάρχουν περιοχές στη χώρα (Δ. Μακεδονία, Στερεά, Εύβοια), όπου τα επίσημα ποσοστά ανεργίας είναι ακόμα μεγαλύτερα.

Η εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι όλη αυτή την περίοδο ήρθαν αντιμέτωποι με μια σειρά νομοθετήματα, που ενισχύουν την προοδευτικά εντονότερη αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας τους. Τη συνεχή χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης. Την αύξηση της φορολογικής τους επιβάρυνσης. Τις συστηματικές περικοπές στα κονδύλια που αφορούν τη μόρφωση και την κοινωνικοασφαλιστική τους κάλυψη. Τη συνεχή αύξηση της ανεργίας και την ανασφάλεια των λαϊκών νοικοκυριών.

Η αγορά των 300.000.000


Γρηγοριάδης Κώστας

Κοροϊδία ήταν και τα περί ...αναπτυξιακών οραμάτων. Από την πρώτη κιόλας χρονιά της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η αγορά των 300.000.000 Ευρωπαίων, που, κατά τους απολογητές της ενσωμάτωσης, θα ρούφαγε τα ελληνικά προϊόντα, αποδείχτηκε τελικά ...πολύ μικρή. Αντίθετα, ιδιαίτερα αποδοτικό φάνηκε για τις ορέξεις των ξένων πολυεθνικών το μικρό (και συγκριτικά και απόλυτα) βαλάντιο του Ελληνα εργαζόμενου. Από αυτή την άποψη, είναι αξιοσημείωτη η εξέλιξη των πιο απλών οικονομικών σχέσεων -του εμπορίου - ανάμεσα στην Ελλάδα και τις χώρες της ΕΕ (αρχικά της ΕΟΚ). Οι εισαγωγές κοιναγορίτικων προϊόντων το 1980 ήταν 1,7 φορές μεγαλύτερες από τις ελληνικές εξαγωγές. Το 1998, χρονιά με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, οι εισαγωγές ήταν 3,4 φορές περισσότερες. Το συνολικό αποτέλεσμα της συνεχώς αυξανόμενης εισαγωγικής διείσδυσης μπορεί κανείς να το διαπιστώσει από τα στοιχεία του «πίνακα 3». Στα 20 χρόνια, το εμπορικό έλλειμμα, δηλαδή η διαφορά της αξίας ανάμεσα στις εισαγωγές και τις εξαγωγές, ξεπέρασε τα 24 τρισεκατομμύρια δραχμές! Το χειρότερο είναι ότι η σχέση εισαγωγών - εξαγωγών χειροτερεύει συνεχώς σε βάρος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αν μη τι άλλο, ότι τα περιβόητα 15 τρισεκατομμύρια, που υποτίθεται πως θα εισρεύσουν στη χώρα με το τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα έχουμε ήδη πληρώσει, προς τους «εταίρους».

Απίστευτη εκμετάλλευση

Κι αυτή είναι η μία πλευρά, η λογιστική. Ουσιαστικότερη είναι εκείνη που αφορά τις «προσαρμογές» και τις αναδιαρθρώσεις που έγιναν στην ελληνική οικονομία, προκειμένου να ...υποδεχτεί τα εμπορεύματα των πολυεθνικών της ΕΕ. Η διάλυση και το κλείσιμο δεκάδων μεγάλων επιχειρήσεων. Η εξαφάνιση παραδοσιακών κλάδων της βιομηχανίας (ναυπηγεία). Η εκχώρηση άλλων σε ξένες πολυεθνικές (τσιμεντοβιομηχανία). Βέβαια, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, όλα αυτά, σε καμιά περίπτωση, δε σημαίνουν ότι η ντόπια οικονομική ολιγαρχία είχε ζημιές. Ακριβώς το αντίθετο. Η προσαρμογή της, στη νέα κατάσταση, ήταν παραδειγματική. Αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε, πίεσε και εξασφάλισε την εκπόνηση δεκάδων νόμων, επωφελήθηκε από ποικιλόμορφα κυβερνητικά μέτρα και βγήκε πολλαπλά κερδισμένη. Απόδειξη αυτού δεν είναι μόνο οι «μπίζνες» που έχει ξεκινήσει, ούτε ο ιδιαίτερος ρόλος που επιζητά στην περιοχή των Βαλκανίων. Το «ψητό», όλη αυτή την περίοδο, εξακολούθησε να είναι η ελληνική οικονομία. Αποκαλυπτικός είναι και ο «πίνακας 4». Τι αποκαλυπτικός, δηλαδή... Ανατριχιαστικός! Δείχνει τα μεικτά κέρδη των μεγαλοβιομηχάνων, ανά εργαζόμενο, σε δυο χρονικές στιγμές. Το 1985, χρονιά που σηματοδοτεί την επιτάχυνση της αντιλαϊκής πολιτικής από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, και το 1999, χρονιά που υπάρχουν τα τελευταία στατιστικά στοιχεία. Εδώ, ενδεχόμενα δε χρειάζονταν ούτε συγκριτικά στοιχεία. Ο πίνακας μιλάει μόνος του. Οι μεγαλοβιομήχανοι τσεπώνουν εκατομμύρια επί εκατομμυρίων για κάθε εργαζόμενο που απασχολούν. Το ρεκόρ ανήκει στον κλάδο του πετρελαίου, όπου ο κάθε εργαζόμενος με την ετήσια εργασία του συνεισέφερε στα κέρδη των αφεντικών 36,3 ολόκληρα εκατομμύρια δραχμές.

Οι μεγάλοι κερδισμένοι

Αρκετά ενδιαφέροντα για τις εξελίξεις στο χώρο του κεφαλαίου, είναι και τα στοιχεία που αφορούν τις τάσεις μεγέθυνσης των μεγάλων κύρια επιχειρήσεων. Πρόκειται για διαδικασίες, μια πρώτη μελέτη των οποίων δείχνει ότι έχουν πιο έντονο χαρακτήρα στους κλάδους της βιομηχανίας. Στη βιομηχανία και σε κλάδους των υπηρεσιών είναι εμφανής επίσης, τόσο η συγκέντρωση της παραγωγής ή των προσφερόμενων υπηρεσιών, όσο και η συγκεντροποίηση των κερδών. Ενδεικτικά είναι από αυτή την άποψη τα στοιχεία που αφορούν το κλαδικό βάρος που έχουν, με βάση τους δείκτες του πάγιου ενεργητικού και των καθαρών κερδών, οι 15 πρώτες επιχειρήσεις κάθε βιομηχανικού κλάδου (πίνακας 5). Σε κανένα κλάδο το ειδικό βάρος των 15 πρώτων δεν πέφτει κάτω από το 33% σε ό,τι αφορά το ενεργητικό και από το 34% για τα καθαρά κέρδη. Και αυτό συμβαίνει ακόμα και σε περιπτώσεις, που οι 15 αυτές επιχειρήσεις αποτελούν ακόμα και μονοψήφιο ποσοστό κάτω του 5% σε σχέση με το σύνολο των εταιριών του κλάδου. Τέλος, να σημειώσουμε ότι οι 15 πρώτες επιχειρήσεις και των 27 βιομηχανικών κλάδων που αποτελούν το 9,1% των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, το 1998 μοιράστηκαν το 40% των συνολικών κερδών της βιομηχανίας.

Τα στοιχεία για τα θετικά αποτελέσματα, που είχε για το κεφάλαιο η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και η παραμονή της στην ΕΕ, δεν έχουν τέλος. Οπως χωρίς όρια προδιαγράφονται και τα δεινά που απειλούν το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων της χώρας, από τη ρότα που έχει χαράξει η ολιγαρχία με το πολιτικό της προσωπικό. Είναι και αυτός ένας λόγος ακόμα που - όπως σημειώθηκε στο 16ο Συνέδριο του Κόμματος - «στην Ελλάδα υπάρχει έδαφος για την εμφάνιση μιας πιο οξυμένης λαϊκής δυσαρέσκειας, που μπορεί κάτω από προϋποθέσεις να επιδράσει θετικά στη συσπείρωση και αντεπίθεση για βαθύτερες αλλαγές στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο». Γιατί εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνιέται είναι πως οι προοπτικές για ένα διαφορετικό μέλλον του λαού και του τόπου δε βρίσκονται στην προσαρμογή και την ενσωμάτωση στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων. Αντίθετα, μπορεί να αναζητηθούν μόνο στο «δρόμο της συγκρότησης του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, που υπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των πλατιών λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, της πλειοψηφίας του λαού. Ο δρόμος που δίνει τη δυνατότητα στο λαό να πάρει στα δικά του χέρια τις τύχες του, την πορεία της χώρας, το αύριο των παιδιών του».


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ