ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Μάρτη 2014
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σύγχρονο ξένο ρεπερτόριο
«Επιστάτης» στο «Δημήτρης Χορν»

«Αστερισμοί»
«Αστερισμοί»
Η ένδεια, η μοναξιά, η «ζωή» στο κοινωνικό περιθώριο, όπου η αστική τάξη ρίχνει όσους καταντά «σκουπίδια», εξαθλιώνει, λουμπενοποιεί τον άνθρωπο τόσο, που το έμφυτο ένστικτο για επιβίωσή του να πέσει στο επίπεδο του «ζώου». Να γίνει σκληρός και επιθετικός όχι μόνο στους ομοίους του, ιδιαίτερα στους πιο ανήμπορους από τον ίδιο, αλλά και σε όποιον βρεθεί να του προσφέρει ό,τι μπορεί. Ο Χάρολντ Πίντερ, που δε χαριζόταν στην αστική τάξη της πατρίδας του, της Αγγλίας, έχοντας συνείδηση αυτού του προβλήματος και των ποικίλων κοινωνικών αιτίων του, το 1951 γράφει τον «Επιστάτη», που καθυστερημένα παρουσιάστηκε (1960) και τον έκανε διάσημο. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ένας έρημος, άγνωστης γενέθλιας «ρίζας», χωρίς οικογένεια, ταυτότητα ή άλλα προσωπικά έγγραφα, ανασφάλιστος, άνεργος, άστεγος, ρακένδυτος μεσήλικας, που περιφέρεται σε περιθωριοποιημένες γειτονιές και κοιμάται στους δρόμους, με κάθε καιρό. Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα ένας νέος άντρας του προτείνει να κοιμηθεί στο άθλιο δωμάτιό του, το οποίο όπως και ο μικρότερος αδελφός του, ισχυρίζεται ότι είναι «ιδιοκτησία» του. Ενα δωμάτιο σε ένα παλιό, προπολεμικό, εγκαταλειμμένο, ετοιμόρροπο κτίσμα, σε υποβαθμισμένη γειτονιά. Ενα δωμάτιο που μπάζει από παντού, γεμάτο παλιοπράματα και δυο ράντζα. Εκεί, μεταξύ τριών σχεδόν όμοια «άμοιρων» κοινωνικά ανθρώπων, θα διεξαχθεί ένα τραγικωμικό «παιχνίδι» ισχύος. Ο άστεγος δεν αρκείται σε ό,τι του προσφέρεται. Επιθετικά ζητά το καλύτερα προστατευμένο από το κρύο κρεβάτι. Ο άστεγος αντιλαμβανόμενος ότι ο άνθρωπος που τον «φιλοξενεί» και όλο «σχεδιάζει» να σουλουπώσει κάπως το δωμάτιο, νοσεί ψυχικά, «συμμαχεί» με τον μικρότερο αδελφό, που επίσης «σχεδιάζει» να ανακαινίσει και να εκμεταλλευθεί την «ιδιοκτησία» του και «χρίζεται» επιστάτης του χώρου, ώστε να μονιμοποιήσει και ισχυροποιήσει την παρουσία του. Το «παιχνίδι» τελειώνει, φυσικά με τον γέρο να επιστρέφει στο δρόμο και τα δυο αδέλφια να παραμένουν στη μιζέρια, διεκδικώντας μια τρώγλη και με πιθανό το ενδεχόμενο κάποια στιγμή να βρεθούν και εκείνοι στο δρόμο. Το έργο σκηνοθέτησε - σε δική του, εκσυγχρονιστικά υποτίθεται, γλωσσικά «πειραγμένη» ως προς το πρωτότυπο μετάφραση - ο Γιώργος Κιμούλης, με συνεργάτες την Μαίρη Τσαγκάρη (ρεαλιστικό σκηνικό και σύγχρονα κοστούμια), την Κατερίνα Μαραγκουδάκη (ατμοσφαιρικοί φωτισμοί) και τον Χάρη Χαραλαμπάκη (μακιγιάζ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο). Ο Γιώργος Κιμούλης, αναμφίβολα ένας ηθοποιός, με διάνοια, αισθητικές αναζητήσεις και ευρύτατη, μεταμορφώσιμη ερμηνευτική δυνατότητα και την οποία αξιοποιεί στο μέγιστο - κατά το δυνατόν βέβαια - βαθμό, καταθέτει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία ως Επιστάτης, ένα ρόλο όμως που είναι κόντρα στη ρολίστικη γκάμα, στην υποκριτική ιδιοσυγκρασία του και γενικότερα το «φιζίκ» του. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες των Γιώργου Χρανιώτη και Νίκου Γεωργάκη.

«Αστερισμοί» στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»

«Ο επιστάτης»
«Ο επιστάτης»
Η ζωή και ο θάνατος. Η ερωτική έλξη και η αγάπη. Η Γη και το σύμπαν. Η γήινη πραγματικότητα και το άγνωστο. Η φύση και η Φυσική. Η γοητεία και των δύο. Η αξία και ομορφιά της δουλειάς στη φύση, αλλά και της ενασχόλησης με την επιστήμη της αστροφυσικής. Φθαρτή ύλη είναι όλα - ο άνθρωπος, η φύση, το σύμπαν. «Αστερισμός», που κάποια στιγμή γεννιέται, «εκρήγνυται» και «χάνεται» είναι και ο άνθρωπος. Με αυτές τις έννοιες, με γραφή υπαινικτική, αλλά με ανεπιτήδευτα καθημερινό και «υπογείως» τρυφερότατο για τον άνθρωπο λόγο, το έργο του νέου Αγγλου δραματουργού Νικ Πέιν «Αστερισμοί» (βραβεία «Χάρολντ Πίντερ» και «Evening Stadard», 2012). Πρόσωπα του έργου είναι ένας μελισσοκόμος και μια αστροφυσικός. Από μια τυχαία σύμπτωση γνωρίζονται. Η επικοινωνία τους δεν είναι εύκολη, δύσκολα κατανοεί ο καθένας τη «γλώσσα», τη «σφαίρα» δουλειάς του άλλου. Εκείνη είναι φυσικός αλλά αγνοεί τα περί μελισσοκομίας. Εκείνος δεν κατέχει τις γνώσεις της αστροφυσικής επιστήμης. Κι όμως τα δύο ετερώνυμα έλκονται. Ο φύση, η αμοιβαία ερωτική έλξη, η επιθυμία για αλληλοκατανόηση και αλληλοσύμπλευση των δύο «κόσμων» τους νικούν. Με το σμίξιμό τους γεννιέται και η αγάπη - το βαθύτερο αίσθημα. Κι αυτό είναι που προκαλεί στον μελισσοκόμο μεγάλο πόνο και τρόμο - και μόνο ως σκέψη - ότι η αγαπημένη του μπορεί να νικηθεί από τον καρκίνο, όσο κι αν εκείνη, με την υλιστική λογική της Φυσικής επιστήμης, προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, με τη ρεαλιστική λιτότητα και την υπόκρυφη «ποιητικότητα» ευεργέτησε τη γραφή και το περιεχόμενο του έργου, με τη συμβολή της ρέουσας μετάφρασης (Δημήτρης Κιούσης), της υποβλητικής μουσικής (Σταύρος Γασπαρινάτος), των βιντεοεικόνων (Παντελής Μάκκας), της κινησιολογίας (Αγγελική Στελλάτου), των φωτισμών (Σάκης Μπιρμπίλης). Η σκηνοθετική «ανάγνωση» ευδοκίμησε, πρωτίστως, με τις δύο ερμηνείες. Με την εξαιρετικής απλότητας, αισθαντικότητας και τρυφερότητας ερμηνεία του Μάκη Παπαδημητρίου και με τη φαινομενικά επιστημονικής «ψυχρής λογικής» ερμηνείας της Στεφανίας Γουλιώτη.

«Αντε ψυχούλα μου, σκότωσέ με» στην «Ελεύθερη Εκφραση»

«Αντε ψυχούλα μου, σκότωσέ με»
«Αντε ψυχούλα μου, σκότωσέ με»
Πολυαγαπημένος του ελληνικού προοδευτικού αναγνωστικού κοινού στις δεκαετίες του 1960, 1970 και 1980, λόγω του έργου του, έργου «στρατευμένου» με τον βαρύτατα καταπιεσμένο από δικτατορίες και «δημοκρατικές» κυβερνήσεις και εκμεταλλευόμενο από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο τουρκικό λαό, αλλά και λόγω των πολλών διώξεων που υπέστη (φυλακίστηκε ουκ ολίγες φορές), και αδίκως μισοξεχασμένος σήμερα, ο Τούρκος πεζογράφος και δημοσιογράφος Αζίζ Νεσίν, ανάμεσα στα χίλια, περίπου, πεζογραφικά και ποιητικά έργα του, κατέλειπε και εννέα θεατρικά. Ακριβώς γι' αυτό αξίζει έπαινο η ιδέα του θεάτρου «Εκφραση» να ανεβάσει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το έργο του «Ψυχούλα μου σκότωσέ με». Πεισματικός κριτής της τουρκικής αστικής τάξης και της εκάστοτε εξουσίας της, αλλά και σπουδαίος σατιρικός, ο Νεσίν έπλασε αυτή τη γνήσιου λαϊκού ήθους και περιεχομένου, ευφάνταστη, χυμώδη κωμωδία. Πλάθοντας εξαιρετικά τρία πρόσωπα, ο Νεσίν ρίχνει τη σατιρική ματιά του πάνω στο λαϊκό άνθρωπο, στις άκαιρες επιθυμίες και στις αδυναμίες του. Μια σατιρική ματιά, γεμάτη τρυφερότητα για τους λαϊκούς ανθρώπους, συμπόνια για τις στερήσεις τους και «συγχώρηση» για τα κουσούρια τους. Δυο άτεκνες, μεσήλικες φίλες, που ένας τοίχος χωρίζει τις καμαρούλες τους, που χήρεψαν νωρίς και ζουν στη μοναξιά και στη στέρηση με την ψωροσύνταξη χηρείας, αλλά που το «λέει η περδικούλα τους», μαθαίνουν κάποιες φήμες περί ενός αγνώστου, που παριστάνοντας τον δημόσιο ελεγκτή του οικιακού ηλεκτρικού ρεύματος, βιάζει και ύστερα δολοφονεί μοναχικές γυναίκες. Η φήμη διεγείρει τον στερημένο ερωτικό πόθο τους. Σχεδόν εύχονται τον ερχομό του «βιαστή». Μια μέρα ένας άγνωστος άντρας χτυπά την πόρτα της μιας γυναίκας. Εκείνη τον υποδέχεται γεμάτη ερωτική λαχτάρα. Μόνο που ο άντρας δεν είναι βιαστής, αλλά πραγματικός ελεγκτής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ενας φτωχοντυμένος, τίμιος, έρημος και κατάκοπος από την ολοήμερη δουλειά ανθρωπάκος, που «βιασμένος» με συνεχή τσαλιμάκια της γυναίκας σπρώχνεται από αυτήν στο ντιβάνι της. Φυσικά, «βιασμός» δεν προλαβαίνει να υπάρξει, γιατί στην κάμαρα εισβάλλει η γειτόνισσα, «διεκδικώντας» κι εκείνη μερίδιο «βιασμού». Το έργο, σε «ζουμερή» μετάφραση Παναγιώτη Αμπατζή, σκηνοθετημένο με το πηγαίο λαϊκό αισθητήριο και χιούμορ της Ελένης Γερασιμίδου, με αρμόζον «ανατολίτικο» σκηνικό και κοστούμια του Κώστα Βελινόπουλου, φωτισμούς του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, μουσικά «κοσμημένο» με ανατολίτικα τραγούδια, προσφέρει απολαυστικό γέλιο, χάρη και στις ερμηνείες. Τη σουμπρετίστικη ελαφράδα και το σπιρτόζικο χιούμορ της Μαίρης Ιγγλέση. Την κωμικότατη ερμηνεία του Γιάννη Τσιώμου, που αναδεικνύει την μπουνταλάδικη αμηχανία του ακούσια «υποκύπτοντος» στη γυναικεία «πολιορκία» αρσενικού. Λαϊκότητα έχει και η ερμηνεία της Τζένης Οικονόμου.


ΘΥΜΕΛΗ


ΟΓιώργος Κακουλίδης και η στήλη του «Το Απόλυτο Ρόδο» απουσιάζουν εκτάκτως.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ